Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αρκούδα των Άνδεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αρκούδα των Άνδεων
Ενήλικη αρκούδα των Άνδεων
Ενήλικη αρκούδα των Άνδεων
Κατάσταση διατήρησης
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Θηλαστικά (Mammalia)
Τάξη: Σαρκοφάγα (Carnivora)
Οικογένεια: Αρκτίδες (Arctidae)
Υποοικογένεια: Τρημαρκτίνες (Tremarctinae) (Fischer de Waldheim, 1817) [1]
Γένος: Τρήμαρκτος (Tremarctos) (Gervais, 1855)
Είδος: T. ornatus
Διώνυμο
Tremarctos ornatus (Τρήμαρκτος η κεκοσμημένη)
F. G. Cuvier, 1825

Η αρκούδα των Άνδεων, είναι σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογενείας των Αρκτιδών. Το είδος έχει την επιστημονική ονομασία Tremarctos ornatus, απαντά στη Νότια Αμερική και δεν περιλαμβάνει υποείδη.[2]

  • Η αρκούδα των Άνδεων είναι η μοναδική εκπρόσωπος της οικογενείας των Αρκτιδών στη Νότια Αμερική, όπου αποτελεί και το βαρύτερο χερσαίο, ιθαγενές θηλαστικό μετά τον τάπιρο[3] (βλ. Μορφολογία).

Κύρια διαγνωστικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Χαρακτηριστικά ανοιχτόχρωμα σημάδια στο πρόσωπο, τον λαιμό και το στήθος.

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Καθοδική ↓ [4]

Η επιστημονική ονομασία του γένους Tremarctos, προέρχεται από τα συνθετικά trema + arctos, εκλατινισμένες λέξεις της ελληνικής, που σημαίνουν «τρήμα» και «αρκούδα», αντίστοιχα. Η ονομασία παραπέμπει στην -ασυνήθιστη- οπή (τρήμα) που υπάρχει στο βραχιόνιο οστό του ζώου (βλ. Μορφολογία). Ο λατινικός όρος ornatus στην επιστημονική ονομασία του είδους σημαίνει «διακοσμημένος, στολισμένος» και αναφέρεται στα χαρακτηριστικά ανοιχτόχρωμα σημάδια, κυρίως του προσώπου, που διαθέτει το θηλαστικό και -κατά κάποιο τρόπο- το διακοσμούν.

Υπάρχουν δύο κύριες λαϊκές ονομασίες με βάση την αγγλική βιβλιογραφία, από την οποία δανείζεται τις αντίστοιχες ονομασίες η ελληνική γλώσσα. Η πρώτη είναι «spectacled bear» «διοπτροφόρος αρκούδα», από τα σημάδια στο πρόσωπο του ζώου που, κυρίως γύρω από τα μάτια, μοιάζουν με «διόπτρες» (γυαλιά). Η δεύτερη είναι «Andean bear» «αρκούδα των Άνδεων» (ή «Andean short faced bear» «αρκούδα των Άνδεων με κοντό πρόσωπο»), ονομασίες που σχετίζονται με την περιοχή εξάπλωσης του θηλαστικού ή/και την υποοικογένεια Tremarctinae («short faced bears»), της οποίας αποτελεί το μοναδικό μέλος.

Στη γλώσσα των ιθαγενών της περιοχής Αϊμάρα και Κέτσουα (Quechua), το θηλαστικό αποκαλείται jukumari και ukumari ή ukuku, αντίστοιχα.

Συστηματική ταξινομική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Γάλλο φυσιοδίφη και ζωολόγο Ζωρζ Κυβιέ (1769-1832), ως Ursus ornatus (Ours des cordiliéres du Chili, 1825). Μεταφέρθηκε στο γένος (βιολογία) Tremarctos από τον Γάλλο παλαιοντολόγο και εντομολόγο Π. Ζερβέζ (François Louis Paul Gervaise, 1816-1879), το 1855.[2]

Το γένος Tremarctos καταγράφεται ήδη στη Βόρεια Αμερική, από τα τέλη του Μειόκαινου μέχρι τις αρχές του Πλειόκαινου, 4,3 έως 7,3 εκατομμύρια έτη πριν., ωστόσο, ο διαχωρισμός των δύο -υποτιθεμένων- ειδών πραγματοποιήθηκε μόλις στα τέλη του Πλειστόκαινου προς το Ολόκαινο, πριν από 130.000 χρόνια, περίπου. Έτσι, η αρκούδα των Άνδεων θεωρείται, εξελικτικά, πιθανόν το νεότερο είδος του συνόλου των αρτίγονων Αρκτιδών.[5] Τα παλαιότερα απολιθώματα περιλαμβάνουν ευρήματα από το σπήλαιο Chaquil στο βορειοανατολικό Περού, περίπου 7.000 ετών.[6]

Παρόλο που δεν διακρίνονται υποείδη, υπάρχουν -σχετικά- σημαντικές διαφορές στο χρωματισμό της γούνας μεταξύ των διαφόρων πληθυσμών της αρκούδας των Άνδεων. Γενετικές μελέτες δείχνουν ότι, τουλάχιστον στο βόρειο τμήμα του φάσματος κατανομής, υπάρχει μόνο μικρή γενετική ανταλλαγή μεταξύ των υπο-πληθυσμών, με αποτέλεσμα να υπάρχει μεγάλη ποικιλομορφία σε αυτούς.[7][8]

Γεωγραφική εξάπλωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Γεωγραφική εξάπλωση του είδους Tremarctos ornatus

Η αρκούδα των Άνδεων απαντά αποκλειστικά στη Νότια Αμερική, στις δυτικές και βορειοδυτικές επικράτειες της υποηπείρου, συγκεκριμένα στη ΒΔ. Βενεζουέλα, την Κολομβία, το Εκουαδόρ, το Περού και τη Βολιβία, κατά μήκος της ορεογραμμής των Άνδεων. Το βόρειο όριο του φάσματος κατανομής είναι οι οροσειρές Sierra de Perijá, Macizo de El Tama και Cordillera de Mérida στην Κολομβία και Βενεζουέλα, ενώ προς νότον είναι οι ανατολικές και δυτικές πλαγιές των Άνδεων του Ισημερινού, τα τρία παρακλάδια των Άνδεων στο Περού, όπου περιλαμβάνεται τμήμα της παράκτιας ερήμου του Ειρηνικού και, τέλος, η ανατολική πλευρά των Άνδεων στη Βολιβία.

Ιστορικές αναφορές για εξάπλωση του θηλαστικού σε περιοχές του Παναμά (El Darien[9][10] και Caledonia [11]), μετά από πρόσφατες έρευνες, δεν επιβεβαιώθηκαν.[12] Επίσης, αναφορές για την παρουσία του θηλαστικού στη ΒΔ. Αργεντινή, χρειάζονται περαιτέρω τεκμηρίωση, αν και είναι αρκετά πιθανή η εκεί παρουσία του.[4] Παλαιότερα, το θηλαστικό είχε ευρύτερο φάσμα κατανομής και με μεγαλύτερη ποικιλία ενδιαιτημάτων. Αναφέρεται ότι, ένας (1) και μόνον πληθυσμός αρκούδας στα σύνορα Περού-Εκουαδόρ κατείχε ενδιαιτήματα, αντίστοιχης ποικιλίας με όλους τους σημερινούς πληθυσμούς καφέ αρκούδας.[13]

Ενήλικη αρκούδα των Άνδεων

Οι αρκούδες των Άνδεων καταλαμβάνουν μεγάλη ποικιλία βιοτόπων, από ερημικούς θαμνότοπους, μέχρι δάση και λιβάδια μεγάλου υψομέτρου, από τα 250 έως τα 4.750 μέτρα. Έχουν αναφερθεί να κινούνται κατά μήκος της υψομετρικής διαβάθμισης μεταξύ διαφόρων τύπων οικοτόπων, ακολουθώντας τις εποχικές τάσεις των τροφικών πόρων.[14][15][16][17][18] Στις πλαγιές των ανατολικών Άνδεων, οι πληθυσμοί αρκούδας κατανέμονται ψηλά από τη γραμμή των χιονιών (snowline), μέχρι μικρά υψόμετρα, με κάτω όριο τα 300 μ. στο Εθνικό Πάρκο Tapo-Caparo της Βενεζουέλας, τα 1.200 μ. στην Κολομβία, τα 600 μ. στον Ισημερινό και το Περού, και τα 550 μ. στη Βολιβία. Μάλιστα, στις πλαγιές των δυτικών Άνδεων του Περού, κατεβαίνουν μέχρι τα 250 μ.[19][20]

Γενικά, με εξαίρεση τα ξηρά δάση θάμνων, στο παράκτιο Β. Περού,[21] οι αρκούδες των Άνδεων κινούνται συνήθως σε μεγάλα υψόμετρα στα επονομαζόμενα δάση elfin -όπου κυριαρχούν οι φτέρες και τα επίφυτα-, στα ορεινά υγρά δάση βροχής και στις μεγάλες, υγρές χορτολιβαδικές εκτάσεις.[16][18][22][23] Μέσα σε αυτό το μεγάλο φάσμα, οι προτιμήσεις των ενδιαιτημάτων του θηλαστικού δεν μπορούν να καταγραφούν με βεβαιότητα. Σε τμήματα των κεντρικών Άνδεων στη Βολιβία, οι αρκούδες των Άνδεων έχουν αναφερθεί να επιλέγουν τα υγρά ορεινά δάση στους πρόποδες, σε μικρότερα υψόμετρα.[24] Στη Βολιβία, συνήθως επιλέγουν τα μεγάλα υγρά δάση «νέφους» (cloud fortests) των υψηλοτέρων πλαγιών των Άνδεων και σπάνια χρησιμοποιούν τα ξηρά ορεινά δάση.[23] Η παρουσία του ζώου μπορεί, εύκολα, να ταυτοποιηθεί στα λιβάδια μεγάλου υψομέτρου, επειδή η ορατότητα είναι μεγάλη και οι θέσεις τροφοδοσίας είναι εμφανείς, αλλά αυτά τα βοσκοτόπια δεν μπορούν να υποστηρίξουν τους πληθυσμούς όλο το έτος, χωρίς επί πλέον πρόσβαση στο δάσος.[17][25]

Η αρκούδα των Άνδεων, χωρίς να φθάνει τις εντυπωσιακές διαστάσεις της καφέ αρκούδας, εν τούτοις αποτελεί το μεγαλύτερο σαρκοφάγο θηλαστικό, στη Νότια Αμερική. Εν τούτοις, αυτό ισχύει μόνο «τεχνικά», διότι η αρκούδα των Άνδεων, μπορεί να κατατάσσεται στην τάξη των Σαρκοφάγων, ωστόσο, μόνο το 5-7% της διατροφής της αποτελείται από ζωική ύλη. Υπό αυτή την έννοια, το μεγαλύτερο -υποχρεωτικό- σαρκοφάγο της Νότιας Αμερικής είναι ο ιαγουάρος. Σίγουρα, όμως, είναι το 3ο βαρύτερο χερσαίο ζώο της υποηπείρου, μετά τα δύο είδη ταπίρων, Tapirus bairdii και Tapirus terrestris.[3]

Το κρανίο είναι μικρό, για την ακρίβεια, το μικρότερο από όλες τις αρτίγονες αρκούδες. Επίσης, ο αριθμός των πλευρών είναι 14, σε αντίθεση με τις 13 πλευρές που διαθέτουν τα άλλα είδη.[26] Στον κόνδυλο του βραχιονίου οστού υπάρχει χαρακτηριστικό τρήμα –που έδωσε την ονομασία στο γένος-, το οποίο, ωστόσο, υπάρχει και στο γιγαντιαίο πάντα. Το «χέρι» διαθέτει μια μορφή «ψευδοαντίχειρα» (false thumb), το οποίο χρησιμεύει στον χειρισμό της τροφής, δεν αποτελεί όμως πραγματική λαβή. Η αρκούδα των Άνδεων διαθέτει τους μεγαλύτερους ζυγωματικούς μασητήρες μυς σε σχέση με το μέγεθος του σώματός της, καθώς και το κοντύτερο ρύγχος από οποιαδήποτε σωζόμενη αρκούδα, υπερβαίνοντας ελαφρά το σχετικό μέγεθος του γιγάντιου πάντα στο συγκεκριμένο δομικό στοιχείο.[27][28]

Η γούνα είναι, γενικά, μαυριδερή αν και υπάρχουν διάφοροι χρωματισμοί, από κατάμαυρο έως σκούρο καφέ και κοκκινωπό. Όμως, το σημαντικότερο διαγνωστικό γνώρισμα του είδους είναι τα ανοιχτόχρωμα μπεζ ή τζίντζερ σημάδια στο πρόσωπο, τον λαιμό και το πάνω μέρος του στήθους, παρόλο που υπάρχουν άτομα χωρίς αυτό το χαρακτηριστικό. Ιδιαίτερα στην περιοχή των οφθαλμών, δημιουργούνται χαρακτηριστικές λεπτές γραμμές, που δίνουν την εντύπωση ότι, το ζώο «φοράει γυαλιά», κάτι που έδωσε μία από τις λαϊκές ονομασίες στην αρκούδα (βλ. Ονοματολογία). Μάλιστα, το μοτίβο και η έκταση αυτών των σημαδιών είναι ελαφρώς διαφορετικά σε κάθε άτομο και οι αρκούδες μπορούν να διακριθούν μεταξύ τους, σαν να διαθέτουν «δακτυλικά αποτυπώματα».[29]

Τα χαρακτηριστικά ωχρά σημάδια στο πρόσωπο της αρκούδας των Άνδεων, δίνουν την εντύπωση ότι το ζώο «φοράει γυαλιά»

Τα αρσενικά είναι κατά το 1/3 μεγαλύτερα από τα θηλυκά και, μερικές φορές, διπλάσια σε βάρος.[30] Η ουρά είναι πολύ μικρή ενώ, σε σύγκριση με άλλα είδη, οι αρκούδες αυτές έχουν πιο στρογγυλεμένο πρόσωπο και κοντό, αλλά πλατύ ρύγχος. Μάλιστα, σε ορισμένα εξαφανισμένα είδη της υποοικογένειας Tremarctinae, αυτή η δομή του προσώπου πιστεύεται ότι ήταν προσαρμογή σε δίαιτα με ζωική ύλη, παρά τις διατροφικές προτιμήσεις των σύγχρονων ατόμων.[31][32]

Η μόνιμη οδοντοφυΐα του θηλαστικού περιλαμβάνει 42 συνολικά δόντια, με τον εξής οδοντικό τύπο: Σε αντίθεση με τις άλλες αρκούδες της οικογενείας Αρκτίδες, των οποίων ο 4ος προγόμφιος έχει πιο ανεπτυγμένο πρωτοκωνίδιο (protoconid), -την παρειογλωσσικής περιοχής δομή του δοντιού για την κοπή σάρκας-,[33] ο 4ος προγόμφιος της αρκούδας των Άνδεων έχει αμβλέα επάρματα, με τρεις αύλακες αντί για δύο, και μπορεί να έχει τρεις ρίζες, αντί των δύο που χαρακτηρίζουν άλλες αρκούδες. Τόσο τα χαρακτηριστικά των δοντιών, όσο και η μυοφυσιολογία του στόματος, είναι σχεδιασμένα για να υποστηρίζουν και να αντέχουν την ισχυρή τάση που αναπτύσσεται εκεί, κατά την άλεση και σύνθλιψη πολύ σκληρών, ινωδών φυτικών τροφών, κάτι που συμβαίνει και στο γιγαντιαίο πάντα.[34]

Βιομετρικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Μήκος σώματος: (120-) 150 έως 200 εκατοστά
  • Ύψος μέχρι τον ώμο: 60-90 εκατοστά
  • Μήκος ουράς: 7 εκατοστά
  • Μήκος κρανίου: ♂ 23 έως 26 εκατοστά, ♀ 20 έως 21 εκατοστά
  • Βάρος: ♂ 100 έως 200 κιλά, ♀ 35 έως 82 κιλά

Οι αρκούδες των Άνδεων, όπως και η πλειονότητα των άλλων ειδών αρκούδας, παρόλο που ανήκουν στα σαρκοφάγα, εν τούτοις η διατροφή τους περιλαμβάνει φυτικό υλικό, οπότε θεωρούνται παμφάγα. Το αξιοσημείωτο στην περίπτωση της αρκούδας των Άνδεων είναι ότι, τρέφεται κατά 95%, περίπου, με φυτικό υλικό και μόνον το υπόλοιπο 5% είναι ζωική ύλη, κάτι που σημαίνει ότι, είναι η πλέον φυτοφάγος αρκούδα. Φρούτα και παχύφυτα, αποτελούν τη συντριπτική αναλογία του διαιτολογίου, κυρίως τα σαρκώδη μέρη των φυτών των οικογενειών Bromeliaceae (Puya ssp., Tillandsia ssp., Guzmania ssp.) και Arecaceae (κυρίως μη-ανοιγμένα φύλλα).[14][15][35]. Επίσης, καρδιές από μπαμπού, πόες Espeletia spp., βολβούς από ορχιδέες, ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκι. Ωστόσο, οι διατροφικές συνήθειες του θηλαστικού μπορεί να αλλάζουν από περιοχή σε περιοχή, ανάλογα με τη διαθεσιμότητα συγκεκριμένων πόρων. Επειδή το ζώο είναι κατά βάσιν δενδρόβιο (βλ. Ηθολογία), η αναζήτηση τροφής γίνεται κυρίως στην κόμη των δένδρων, ενώ η αναζήτηση ζωικής ύλης -κυρίως σφάγια-, πραγματοποιείται στο έδαφος.[16][36] Παρόλο που είναι μοναχικά ζώα, οι αρκούδες των Άνδεων έχουν παρατηρηθεί να τροφοδοτούνται κατά μικρές ομάδες, όταν οι πηγές τροφής είναι άφθονες.[9]

Το διαιτολόγιο της αρκούδας των Άνδεων, συμπληρώνεται κατά 5% (-7%) με ζωική ύλη, κυρίως μικρά ελάφια, κουνέλια, ποντίκια και άλλα τρωκτικά, πουλιά στη φωλιά τους (ειδικά εκείνα που φωλιάζουν στο έδαφος), αρθρόποδα και θνησιμαία. Σύμφωνα με υποθέσεις, κάποιες αρκούδες επιτίθενται στα ζώα κτηνοτροφίας (λάμα, εγχώρια βοοειδή και άλογα), αλλά το πιο πιθανόν είναι να τα καταναλώνουν ως θνησιμαία. Πάντως, η παρουσία τους και μόνον στα κτήματα, προκαλεί τη μήνιν των αγροτών, επειδή εκείνοι πιστεύουν ότι επιτίθενται σε ζωντανά άτομα και, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, τις θανατώνουν επί τόπου.

Στα μεγάλα δάση βροχής των Άνδεων, οι αρκούδες μπορεί να είναι δραστήριες τόσο κατά τη διάρκεια της ημέρας, όσο και της νύχτας, αλλά στην περουβιανή έρημο αναφέρονται να προφυλάσσονται κάτω από στρώματα φυτικής βλάστησης, κατά τη διάρκεια της ημέρας. Ωστόσο, το σημαντικότερο στοιχείο της ηθολογίας τους είναι η ικανότητά τους να σκαρφαλώνουν και να παραμένουν ακόμη και πάνω στα ψηλότερα δέντρα των Άνδεων. Μάλιστα, συνηθίζουν να αποφεύγουν την παρουσία του ανθρώπου, συχνά αναρριχώμενες στα δένδρα.[37] Μόλις αναρριχηθούν, μπορούν συχνά να δημιουργήσουν μια «πλατφόρμα», που θα βοηθήσει στην κάλυψή τους, ή για να ξεκουραστούν και να αποθηκεύσουν τροφή πάνω της.[37]

Παρά το γεγονός ότι, οι αρκούδες των Άνδεων είναι μοναχικά ζώα και τείνουν να απομονώνονται η μία από την άλλη για να αποφεύγουν τον ανταγωνισμό, δεν είναι εδαφικά ζώα. Τα αρσενικά αναφέρεται ότι κατέχουν μέση επιφάνεια ζωτικού χώρου 23 χλμ², κατά τη διάρκεια της υγρής περιόδου και 27 χλμ², κατά τη διάρκεια της ξηρής περιόδου. Τα θηλυκά αναφέρεται ότι κατέχουν 10 χλμ² και 7 χλμ² στις αντίστοιχες εποχές.

Το ζευγάρωμα μπορεί να πραγματοποιηθεί σχεδόν σε οποιαδήποτε εποχή του χρόνου, αλλά η δραστηριότητα κορυφώνεται συνήθως τον Απρίλιο και τον Ιούνιο, κατά την έναρξη της υγρής περιόδου και αντιστοιχεί με την κορύφωση της ωρίμανσης των καρπών. Το ζευγάρι μένει μαζί για 1-2 εβδομάδες, κατά τις οποίες συνευρίσκεται πολλαπλές φορές. Οι γεννήσεις συνήθως γίνονται στην εποχή της ξηρασίας, μεταξύ Δεκεμβρίου και Φεβρουαρίου. Η περίοδος κύησης είναι 5,5-8,5 μήνες.

Η γέννα περιλαμβάνει 1-3 (-4) κουτάβια, αν και 2 αρκουδάκια είναι ο μέσος όρος. Τα μικρά γεννιούνται με τα μάτια τους κλειστά και ζυγίζουν 300-330 γραμ., περίπου. Παρά το γεγονός ότι, η αρκούδα των Άνδεων δεν γεννά κατά τη διάρκεια του κύκλου χειμερίου ύπνου, όπως κάνουν οι «βόρειες» αρκούδες, οι γεννήσεις συνήθως συμβαίνουν σε ένα μικρό λημέρι (den) και το θηλυκό περιμένει μέχρι τα μικρά να μπορούν να δουν και να περπατούν άνετα, πριν τα πάρει μαζί της. Το μέγεθος της γέννας έχει συσχετιστεί -θετικά- τόσο με το βάρος του θηλυκού, όσο και την αφθονία και ποικιλία των τροφικών πόρων, ιδιαίτερα στον βαθμό που η καρποφορία είναι χρονικά προβλέψιμη.[13] Τα μικρά μένουν, συχνά, με τη μητέρα τους για ένα (1) έτος προτού αρχίσουν να περιπλανώνται μόνα τους. Η αναπαραγωγική ωριμότητα εκτιμάται ότι επιτυγχάνεται μεταξύ 4-7 ετών και για τα δύο φύλα, αλλά αυτό έχει παρατηρηθεί αποκλειστικά σε αιχμάλωτα ζώα.[38]

Θηρευτές και προσδόκιμο ζωής

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μόνα αρπακτικά που απειλούν -κυρίως- τα μικρά κουτάβια είναι τα πούμα και, ενδεχομένως, άλλες αρσενικές αρκούδες των Άνδεων.[13] Οι ιαγουάροι φαίνεται να αποφεύγονται συστηματικά, άλλωστε έχουν σημαντικά διαφορετικές προτιμήσεις ενδιαιτημάτων, που δεν συμπίπτουν με εκείνες της αρκούδας στα υψόμετρα που ζει η τελευταία. Ακόμη και αν υπάρχει επικάλυψη των ενδιαιτημάτων, γύρω στα 900 μ., αυτή είναι πολύ μικρή.[13]

Σε γενικές γραμμές, η μόνη απειλή των ενήλικων ατόμων είναι ο άνθρωπος. Όταν συναντούν ανθρώπους, οι αρκούδες αντιδρούν με μειλίχιο και προσεκτικό τρόπο, εκτός και αν ο εισβολέας θεωρείται ως απειλή ή τα κουτάβια μιας μητέρας είναι σε κίνδυνο. Όπως και στα άλλα είδη, οι μητέρες είναι έντονα προστατευτικές στα μικρά τους και έχουν καταγραφεί επιθέσεις, ιδιαίτερα σε λαθροθήρες. Υπάρχει μόνο ένας (1) καταγεγραμμένος θάνατος ανθρώπου, που συνέβη ενώ το ζώο κινδύνευε από λαθροκυνηγούς.[13]

Το μακροβιότερο άτομο σε αιχμαλωσία, στον Εθνικό Ζωολογικό Κήπο της Ουάσινγκτον, έζησε 36 χρόνια και 8 μήνες. Η διάρκεια ζωής στην άγρια φύση δεν έχει μελετηθεί επαρκώς, αλλά οι αρκούδες πιστεύεται ότι, συνήθως, ζουν έως 20 χρόνια ή και περισσότερο, εάν δεν υπάρξει ανάμιξη των ανθρώπων.[3]

Ενήλικη αρκούδα των Άνδεων σε ζωολογικό κήπο στην Ιαπωνία

Η απώλεια και ο κατακερματισμός των οικοτόπων, η λαθροθηρία και η έλλειψη γνώσης σχετικά με την κατανομή και την κατάσταση της αρκούδας των Άνδεων είναι οι κυριότερες απειλές για το είδος αυτό.[19][39] Μεγάλο μέρος της επικράτειας της αρκούδας των Άνδεων έχει κατακερματιστεί από τις ανθρώπινες δραστηριότητες, κυρίως από την επέκταση του γεωργικού «μετώπου». Σε ορισμένες περιοχές, τα ορυχεία, η ανάπτυξη οδικών δικτύων και η εκμετάλλευση πετρελαίου γίνονται ολοένα και μεγαλύτερη απειλή για τους πληθυσμούς του είδους. Αλλά και στις τοπικές κοινότητες, ο κίνδυνος έχει αυξηθεί λόγω απαλλοτριώσεων, απώλειας σύνδεσης των οικοτόπων μεταξύ τους, καθώς και εξαιτίας της ρύπανσης του εδάφους και των υδάτων.[19][40]

Πολλοί πληθυσμοί αρκούδας έχουν απομονωθεί σε μικρές ή μεσαίες «συστάδες» ανέπαφων ενδιαιτημάτων, ιδίως στο βόρειο τμήμα του φάσματος κατανομής.[41][42] Η κατάσταση τείνει να βελτιωθεί στο νότιο τμήμα της κατανομής, με μερικές μεγάλες «συστάδες» άγριας φύσης να παραμένουν.[19] Παρ' όλα αυτά, η αύξηση του πληθυσμού των ανθρώπων και τα εθνικά σχέδια ανάπτυξης σε όλες τις τροπικές Άνδεις, συνεχίζουν να αποτελούν σημαντική αιτία του κατακερματισμού των οικοτόπων και να απειλούν τη συνδεσιμότητα μεταξύ των «συστάδων» άγριας ζωής.

Η λαθροθηρία αποτελεί σοβαρή απειλή σε όλο το φάσμα κατανομής της αρκούδας των Άνδεων. Πολλές αρκούδες, συχνά, σκοτώνονται μετά από καταστροφή καλλιεργειών, κυρίως καλαμποκιού, ή μετά από υποτιθέμενη επίθεση στο ζωικό κεφάλαιο.[21][36][43][44][45][46] Επίσης, τμήματα του σώματος των ζώων, χρησιμοποιούνται για ιατρικούς ή τελετουργικούς σκοπούς και, σε ορισμένες περιοχές, το κρέας τους εκτιμάται ιδιαιτέρως.[47] Ζωντανές αρκούδες, επίσης, συλλαμβάνονται και πωλούνται.[48] Ακόμη, η ανθρωπογενής θνησιμότητα θέτει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα των μικρών εναπομεινάντων πληθυσμών.

Η έλλειψη εξειδικευμένων γνώσεων σχετικά με την κατανομή και την κατάσταση πληθυσμού της αρκούδας των Άνδεων αποτελεί πρόβλημα σε ολόκληρη την επικράτεια. Σε πολλές περιοχές, οι πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση των πληθυσμών είναι ξεπερασμένες ή, ιδιαίτερα στο νότιο τμήμα της περιοχής, απλά ανύπαρκτες. Η απουσία των γνώσεων καθιστά δύσκολη την ανάπτυξη ρεαλιστικών σχεδίων διαχείρισης για τη διατήρηση του είδους, ή την παρακολούθηση τυχόν αλλαγών στην κατανομή του (που αντικατοπτρίζουν τις αλλαγές της κατάστασης του πληθυσμού). (Πηγή:[4]

Κατάσταση πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, χαρτογραφήθηκε η κατανομή του είδους και, εκτιμήθηκε σε επιφάνεια, 260.000 χλμ², περίπου. Με την εφαρμογή των ελάχιστων και μέσων υπολογισμών πυκνότητας, με οδηγό την αμερικανική μαύρη αρκούδα (Ursus americana),[49] ο πληθυσμός του είδους εκτιμήθηκε στα 20.000 άτομα, περίπου. Έκτοτε, επιχειρήθηκαν νέες μέθοδοι καταγραφής του ολικού πληθυσμού, αλλά το μέγεθος του στατιστικού δείγματος και η περιοχή κάλυψης ήταν πολύ μικρά για να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα.[4]

Είναι πιθανό ότι οι πληθυσμοί της αρκούδας των Άνδεων θα μειωθούν κατά περισσότερο από 30% μέσα σε ένα διάστημα 30 ετών. Η απώλεια ενδιαιτημάτων συνεχίζεται με ρυθμό 2-4% ετησίως, και το επίπεδο της εκμετάλλευσης φαίνεται να είναι υψηλό σε πολλά μέρη του φάσματος κατανομής. Αυτές οι απειλές δεν έχουν σταματήσει, ούτε υπάρχουν ενδείξεις ότι θα μειωθούν στο εγγύς μέλλον. Ακόμα κι αν πολλές προστατευόμενες περιοχές έχουν ιδρυθεί τα τελευταία 20 χρόνια και ακόμη περισσότερες αναμένεται να προστεθούν κατά τα επόμενα λίγα χρόνια, οι περιοχές αυτές προστατεύουν μόνο ένα κλάσμα του συνολικού βιοτόπου. Επιπλέον, ακόμη και εντός των προστατευόμενων περιοχών, οι αρκούδες είναι ευάλωτες στην καταστροφή των ενδιαιτημάτων και τη λαθροθηρία, επειδή πολλές περιοχές περιπολούνται ανεπαρκώς. Η ανάπτυξη του οδικού δικτύου και η επέκταση της γεωργίας λειτουργούν με ιδιαίτερα «ύπουλο» τρόπο, επειδή μειώνονται διαρκώς οι εκτάσεις των βιοτόπων, ενώ οι καλλιεργημένοι αγροί προσελκύουν αρκούδες, οι οποίες θανατώνονται από τους αγρότες. Η αύξηση της εξόρυξης μεταλλευμάτων και η εκμετάλλευση πετρελαίου δημιουργούν, επιπρόσθετα, σημαντικές απειλές για το είδος αυτό.

Με βάση τα παραπάνω, οι αρκούδες των Άνδεων έχουν δυσοίωνο μέλλον και είναι πιθανό να οδεύσουν προς εξαφάνιση. Μέχρι το 2030, προβλέπεται ότι τι είδος θα υποβαθμιστεί στην κατηγορία Κινδυνεύοντα (EN), από την κατηγορία Τρωτά (VU) που βρίσκεται σήμερα.[4]

  1. https://www.departments.bucknell.edu/biology/resources/msw3/browse.asp?id=14001134
  2. 2,0 2,1 https://www.departments.bucknell.edu/biology/resources/msw3/browse.asp?id=14000951
  3. 3,0 3,1 3,2 Nowak
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 https://www.iucnredlist.org/details/full/22066/0
  5. Evolution, Phylogeny and Taxonomy. In: Shaenandhoa García-Rangel: Andean bear Tremarctos ornatus natural history and conservation. Mammal Review 42 (2), 2012; S. 90–91
  6. Strucchi et al
  7. Garshelis
  8. Genetics. In: Shaenandhoa García-Rangel: Andean bear Tremarctos ornatus natural history and conservation. Mammal Review 42 (2), 2012; S. 91–92.
  9. 9,0 9,1 Bunnell
  10. Jorgenson 1984
  11. Global Biodiversity Information Facility Data Portal 2008
  12. Goldstein et al. 2007
  13. 13,0 13,1 13,2 13,3 13,4 Servheen et al
  14. 14,0 14,1 Peyton 1980
  15. 15,0 15,1 Suarez 1988
  16. 16,0 16,1 16,2 Velez 1999
  17. 17,0 17,1 Paisley 2001
  18. 18,0 18,1 Cuesta et al. 2003
  19. 19,0 19,1 19,2 19,3 Peyton 1999a
  20. Goldstein 2006
  21. 21,0 21,1 Peyton 1999b
  22. Peyton 1987a, b
  23. 23,0 23,1 Rios-Uzeda et al. 2005
  24. Rumiz et al. 1999
  25. Suarez 1985
  26. Bies
  27. Davis
  28. Mondolfi, 1971
  29. Roth
  30. Brown
  31. https://www.brazilianfauna.com/spectacledbear.php
  32. Burton & Burton
  33. Kurtén
  34. Thenius
  35. Mondolfi 1989
  36. 36,0 36,1 Goldstein 1991
  37. 37,0 37,1 La Fee
  38. Rosenthal
  39. Rodriguez et al. 2003
  40. Young & Leon 1999
  41. Yerena et al. 2003
  42. Kattan et al. 2004
  43. Rumiz & Salazar 1999
  44. Suarez 1999
  45. Castellanos 2002
  46. Μorales 2003
  47. Yerena 1999
  48. Jorgenson & Sandoval 2005
  49. Peyton et al. 1998
  • Bies, LeeAnn: Tremarctos ornatus im Animal Diversity Net.
  • Brown, Gary (1996). Great Bear Almanac. p. 340. ISBN 1-55821-474-7
  • Bunnell, Fred (1984). Macdonald, D., ed. The Encyclopedia of Mammals. New York: Facts on File. p. 96. ISBN 0-87196-871-1.
  • Burton, Maurice; Burton, Robert (1970). The international wildlife encyclopedia. Marshall Cavendish. pp. 2470–. ISBN 978-0-7614-7266-7. Retrieved 26 September 2011.
  • Cardillo, M., Purvis, A., Sechrest, W., Gittleman, J. L., Bielby, J. and Mace, G. M. 2004. Human Population Density and Extinction Risk in the World's Carnivores. PLoS Biology 2(7): 909.
  • Castellanos, A. 2002. Ataques de oso andino a ganado vacuno en la cuenca del Rio Cosanga, Ecuador. UKUKU Boletín Informativo sobre la Conservación del Oso Andino 4(3).
  • Castellanos, A. 2007. Andean Bear Project, Ecuador. Final Proceedings, Zoos and Aquariums Committing to Conservation, January 26 – 31, pp. 36. Houston, USA.
  • Castellanos, A., Altamirano, M. and Tapia, G. 2005. Ecología y comportamiento de osos andinos reintroducidos en la Reserva Biológica Maquipucuna, Ecuadorimplicaciones en conservación. Revista Politécnica 26, Biología 6: 54-82.
  • Cuesta, F., Peralvo, M. F. and Manen, F. T., van. 2003. Andean bear habitat use in the Oyacachi River Basin, Ecuador. Ursus 14(2): 198-209.
  • Davis, D.D. (1955). Masticatory apparatus in the spectacled bear (Tremarctos ornatus). Fieldiana: Zoology 37: 25–46. doi:10.5962/bhl.title.2809.
  • Garshelis, D. L. 2004. Variation in ursid life histories: Is there an outlier? In: D. Lindburg and K. Baragona (eds), Giant pandas. Biology and conservation., pp. 53–73. University of California Press, Berkeley, California, USA.
  • Global Biodiversity Information Facility Data Portal. 2008. Biodiversity occurrence data from the Natural History Museum of Los Angeles County. Available at: www.gbif.net.
  • Goldstein, I. 1991. Spectacled bear predation and feeding behavior on livestock in Venezuela. Studies on Neotropical Fauna and Environment 26: 231-235.
  • Goldstein I., Guerrero, V. and Moreno, R. 2007. Are there Andean bears in Panama? Poster presentation. Abstracts from the 18th International Conference on Bear Research and Management, pp. 169. Monterrey, Mexico.
  • Goldstein, I., Paisley, S., Wallace, R., Jorgenson, J., Cuesta, F. and Castellanos, A. 2006. Bear-cattle conflicts: a review. Ursus 17: 8-15.
  • Hunter, Luke (2011). Carnivores of the World . Princeton University Press, ISBN 9780691152288
  • IUCN. 2008. 2008 IUCN Red List of Threatened Species. Available at: https://www.iucnredlist.org.
  • Jorgenson, J. P. 1984. Colombia. Spectacled Bear Specialist Group Newsletter 7: 13.
  • Jorgenson, J. P. and Sandovala, S. 2005. Andean bear management needs and interactions with humans in Colombia. Ursus 16: 108-116.
  • Kattan, G., Hernandez, O. L., Goldstein, I., Rojas, V., Murillo, O., Gomez, C., Restrepo, H. and Cuesta, F. 2004. Range fragmentation in the spectacled bear Tremarctos ornatus in the northern Andes. Oryx 38: 155-163.
  • Kurtén, B. (1966). Pleistocene bears of North America: Genus Tremarctos, spectacled bears. Acta Zool. Fennica 115: 1–96.
  • LaFee, Scott (2009-09-07). Hanging on, bearly: South America's only bear species struggles to avoid extinction. SignOnSanDiego.Com. The San Diego Union-Tribune.
  • Mondolfi, E. 1989. Notes on the distribution, habitat, food habits, status and conservation of the spectacled bear (Tremarctos ornatus Cuvier) in Venezuela. Mammalia 53: 525-544.
  • Mondolfi, E. (1971). El oso frontino. Defensa de la Naturaleza 1:31–35.
  • Morales, A. 2003. Evaluación de daños causados por vertebrados silvestres en maizales de Pajan, K’Apna y Wayrapata. Universidad Mayor de San Andrés.
  • Nowak, R.M. (1991). Walker’s Mammals of the World. The Johns Hopkins University Press, Baltimore and London, ISBN 0801857899
  • Orejuela, J. and Jorgenson, J. 1999. Status and management of the Spectacled bear in Colombia. In: C. Servheen, S. Herrero and B. Peyton (eds), Bears. Status survey and conservation action plan, pp. 168–179. IUCN/SSC Bear and Polar Bear Specialist Groups, Gland Switzerland and Cambridge, UK.
  • Paisley, S. 2001. Andean bears and people in Apolobamba, Bolivia: culture, conflict and conservation. University of Kent.
  • Paisley, S. and Garshelis, D. L. 2006. Activity patterns and time budgets of Andean bears (Tremarctos ornatus) in the Apolobamba Range of Bolivia. Journal of Zoology (London) 268: 25-34.
  • Paisley S. and Garshelis, D. L. 2006. Monitoring Bear Movements in Difficult Terrain: Andean Bears in the Apolobamba Range, Bolivia. Oral Presentation. Abstracts from the 18th International Conference on Bear Research and Management., pp. 44–45. Riva del Garda., Trentino, Italy.
  • Peyton, B. 1980. Ecology, distribution, and food habits of spectacled bears, Tremarctos ornatus, in Peru. Journal of Mammalogy 61: 639-652.
  • Peyton, B. 1987. Criteria for assessing habitat quality of the spectacled bear in Machu Picchu, Peru. International Conference on Bear Research and Management 7: 135-143.
  • Peyton, B. 1987. Habitat components of the spectacled bear in Machu Picchu, Peru. International Conference on Bear Research and Management 7: 127-133.
  • Peyton, B. 1999. Spectacled bear conservation action plan. In: C. Servheen, S. Herrero and B. Peyton (eds), Bears. Status survey and conservation action plan, pp. 157-164. IUCN/SSC Bear and Polar Bear Specialist Groups, Gland, Switzerland and Cambridge, UK.
  • Peyton, B. 1999. Status and management of the Spectacled bear in Peru. In: C. Servheen, S. Herrero and B. Peyton (eds), Bears. Status survey and conservation action plan, pp. 182-193. IUCN/SSC Bear and Polar Bear Specialist Groups, Gland, Switzerland and Cambridge, UK.
  • Peyton, B., Yerena, E., Rumiz, D., Jorgenson, J. and Orejuela, J. 1998. Status of wild bears and policies for their management. Ursus 10: 87-100.
  • Ríos-Uzeda, B., Gómez, H. and Wallace, R. 2005. Habitat preferences of the Andean Bear (Tremarctos ornatus) in the Bolivian Andes. Journal of Zoology (London) 268: 271-278.
  • Rios-Uzeda, B., Gomez, H. and Wallace, R. B. 2007. First density estimation of spectacled bear (Tremarctos ornatos) using camera trapping methodologies. Ursus 18: 124-128.
  • Rodríguez, D., Cuesta, F., Goldstein, I., Bracho, A. E., Naranjo, L. G. and Hernandez, O. L. 2003. Ecoregional strategy for the conservation of the spectacled bear (Tremarctos ornatus) in the northern Andes. WWF Colombia, Fundación Wii, EcoCiencia, Wildlife Conservation Society, and Red Tremarctos.
  • Rosenthal, M.A. (1987). Biological management of spectacled bears (Tremarctos ornatus) in captivity, pp. 93–103. in: Weinhardt, D., (ed.) International studybook for the spectacled bear, 1986. Lincoln Park Zoological Gardens, Chicago Park District Press, Chicago, Illinois, U.S.A.
  • Roth, H.H. (1964). "Ein beitrag zur Kenntnis von Tremarctos ornatus (Cuvier)". D. Zoolog. Garten 29:107–129.
  • Ruiz Garcia, M. 2003. Molecular population genetic analysis of the spectacled bear (Tremarctos ornatus) in the northern Andean area. Hereditas 138: 81-93.
  • Rumiz, D., Eulert, C. and Arispe, M. R. 1999. Situación del oso andino (Tremarctos ornatus), en los Parques Nacionales Amboró y Carrasco. In: T. G. Fang, O. L. Montenegro and R. E. Bodmer (eds), Manejo y Conservación de la fauna silvestre en América Latina., Instituto de Ecología, La Paz, Bolivia.
  • Rumiz, D. I. and Salazar, J. 1999. Status and management of the Spectacled bear in Bolivia. In: C. Servheen, S. Herrero, and B. Peyton (eds), Bears. Status survey and conservation action plan, pp. 164-168. IUCN/SSC Bear and Polar Bear Specialist Groups, Gland, Switzerland and Cambridge, UK.
  • Servheen, C., Herrero, S. and Peyton, B. (1999). Bears: Status Survey and Conservation Action Plan. IUCN/SSC Bear and Polar Bear Specialist Groups, IUCN, Gland, Switzerland and Cambridge, UK.
  • Shaenandhoa García-Rangel: Andean bear Tremarctos ornatus natural history and conservation. Mammal Review 42 (2), 2012; S. 85–87.
  • Stucchi, Marcelo, Rodolfo Salas-Gismondi, Patrice Baby, Jean-Loup Guyot und Bruce J. Shockey: A 6,000+ year-old specimen of a spectacled bear from an Andean cave in Peru. Ursus 20 (1), 2009, S. 63–68
  • Suarez, L. 1985. Hábitos alimentarios y distribución estacional del oso de anteojos Tremarctos ornatus, en el Páramo Suroriental del Volcan Antisana, Ecuador. Thesis, Pontificia Universidad Católica del Ecuador.
  • Suarez, L. 1988. Seasonal distribution and food habits of the spectacled bears Tremarctos ornatus in the highlands of Ecuador. Studies on Neotropical Fauna and Environment 23: 133-136.
  • Suarez, L. 1999. Status and management of the Spectacled bear in Ecuador. In: C. Servheen, S. Herrero and B. Peyton (eds), Bears. Status survey and conservation action plan, pp. 179-182. IUCN/SSC Bear and Polar Bear Specialist Groups, Gland, Switzerland and Cambridge, UK.
  • Vargas, R. and Azurduy, C. 2006. Nuevos registros de distribución del oso Andino (Tremarctos ornatus) en el departamento de Tarija, el registro más austral en Bolivia. Mastozoología Neotropical 13(1): 137-142.
  • Velez, X. 1999. Caracterización y uso de hábitat por el oso Andino en la cuenca alta del Río San Jacinto, Cochabamba. Thesis, Universidad de San Simón.
  • Viteri, P. and Waits, L. 2005. Population estimation and genetic diversity of the Andean bear in Ecuador. Abstracts from the 18th International Conference on Bear Research and Management: 44. Trentino, Italy.
  • Yerena, E. 1999. Status and management of the Spectacled bear in Venezuela. In: C. Servheen, S. Herrero and B. Peyton (eds), Bears. Status survey and conservation action plan, pp. 193–198. IUCN/SSC Bear and Polar Bear Specialist Groups, Gland Switzerland and Cambridge, UK.
  • Yerena, E., Padron, J., Vera, R., Martinez, Z. and Bigio, D. 2003. Building consensus on biological corridors in the Venezuela Andes. Mountain Research and Development 23: 215-218.
  • Young, K and Leon, B. 1999. Peru’s humid eastern montane forests: an overview of their physical settings, biological diversity, human use, and conservation needs. Center for research on the cultural and biological diversity of Andean rainforests (DIVA), Denmark.