Μετάβαση στο περιεχόμενο

Άκρα (πόλη)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Άκρα)
Άκρα

Έμβλημα
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Άκρα
32°55′34″N 35°5′2″E
ΧώραΙσραήλ
Διοικητική υπαγωγήΥποδιαμέρισμα Άκρας
Ίδρυση1500 π.Χ.
 • Μέλος του/τηςΟργανισμός Πόλεων Παγκόσμιας Κληρονομιάς[1]
Έκταση13,533 km², 63,3 εκτάριο και 22,99 εκτάριο
Υψόμετρο10 μέτρα
Πληθυσμός48.900 (31  Δεκεμβρίου 2018)[2]
Τηλ. κωδ.972 4
ΙστότοποςΕπίσημος ιστότοπος
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Μνημείο Παγκόσμιας
Κληρονομιάς της UNESCO
Παλαιά πόλη της Άκρας
Επίσημο όνομα στον κατάλογο μνημείων Π.Κ.
Χώρα μέλος Ισραήλ
ΤύποςΠολιτιστικός
Κριτήριαii, iii, v
Ταυτότητα1042
ΠεριοχήΑραβικά κράτη
Ιστορικό εγγραφής
Εγγραφή2001 (25η συνεδρίαση)

Η Άκρα (αρχαία ελληνικά: Ἄκη· εβραϊκά: עַכּוֹ, Άκο· αραβικά: عكّا, Άκκα) είναι πόλη της Δυτικής Γαλιλαίας στο βόρειο Ισραήλ. Βρίσκεται στην βόρεια πλευρά του Κόλπου της Χάιφα. Είχε πληθυσμό 46.000 στο τέλος του 2007, σε αναλογία Εβραίων - Παλαιστινίων 2:1.[3] Ιστορικά η Άκρα θεωρούνταν το κλειδί του Λεβάντε λόγω της στρατηγικής της θέσης.

Ήταν φοινικικό λιμάνι και όρμος που μέχρι το 266 π.Χ. έφερε το όνομα Ακκ (η γνωστή Άκη των Ελλήνων ή Άκκα των Αράβων). Μετονομάστηκε σε Αντιόχεια από Πτολεμαΐδα που έτσι συνέχισε να ονομάζεται η περιοχή, αλλά αργότερα παρέμεινε γνωστή για τους Ευρωπαίους ως πόλη «Σαίν Ζαν ντ'Ακρ» (Saint Jean d’ Acre, Άγιος Ιωάννης της Άκρας) της Παλαιστίνης. Η πολιορκία της Άκρας ήταν ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της Γ' Σταυροφορίας. Διήρκεσε περίπου δύο χρόνια, από τον Αύγουστο του 1189 μέχρι τον Ιούλιο του 1191.

Κατά την απογραφή του 1945, στους 12.360 κατοίκους, μόλις 50 ήταν Εβραίοι. Το Ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ για την κρατική διχοτόμηση και οικονομική ένωση της Παλαιστίνης (29/11/1947) απέδιδε την πόλη στο αραβικό κράτος. Εντούτοις, εβραϊκές ένοπλες δυνάμεις κατέλαβαν την πόλη στις 17 Μαΐου 1948 και εκδίωξαν τα 3/4 των Παλαιστινίων (13.510 από τους 17.395 που είχαν φτάσει τότε). Τις επόμενες δεκαετίες η πόλη εποικίστηκε από εβραϊκής καταγωγής Μαροκινούς και Σοβιετικούς.

Ο Στράβων αναφέρεται στην πόλη ως μέρος συνάντησης για τους Πέρσες στις εκστρατείες τους κατά της Αιγύπτου. Σύμφωνα με ιστορικούς όπως ο Διόδωρος Σικελιώτης και ο Στράβων, ο βασιλιάς Καμβύσης Β΄ επιτέθηκε στην Αίγυπτο αφού συγκέντρωσε έναν τεράστιο στρατό στις πεδιάδες κοντά στην πόλη Άκρα. Τον Δεκέμβριο του 2018, οι αρχαιολόγοι που έσκαβαν στην τοποθεσία Τελ Κισσόν στην Άκρα ανακάλυψαν τα ερείπια ενός περσικού στρατιωτικού φυλακίου που θα μπορούσε να έπαιξε ρόλο στην επιτυχή εισβολή των Αχαιμενιδών στην Αίγυπτο το 525 π.Χ. Οι οχυρώσεις της περσικής περιόδου στο Τελ Κισσόν υπέστησαν αργότερα σοβαρές ζημιές κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Αλεξάνδρου τον τέταρτο αιώνα π.Χ. για να εκδιώξει τους Αχαιμενίδες από τον Λεβάντε.[4][5]

Μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλέξανδρου, οι διάδοχοί του διαίρεσαν την αυτοκρατορία του μεταξύ τους. Στην αρχή, οι Αιγύπτιοι Πτολεμαίοι κατείχαν τη γη γύρω από την Άκρα. Ο Πτολεμαίος Β΄ μετονόμασε την πόλη σε Πτολεμαΐδα προς τιμήν του ίδιου και του πατέρα του τη δεκαετία του 260 π.Χ.[6]

Ο Αντίοχος Γ΄ κατέλαβε την πόλη για τους Σύρους Σελευκίδες το 200 π.Χ. Στα τέλη της δεκαετίας του 170 ή στις αρχές της δεκαετίας του 160 π.Χ., ο Αντίοχος Δ΄ ίδρυσε μια ελληνική αποικία στην πόλη, την οποία ονόμασε Αντιόχεια από τον ίδιο.[6]

Περίπου το 165 π.Χ. ο Ιούδας ο Μακκαβαίος νίκησε τους Σελευκίδες σε πολλές μάχες στη Γαλιλαία και τους οδήγησε στην Πτολεμαΐδα. Περίπου το 153 π.Χ. ο Αλέξανδρος Α΄ Βάλας, υιός του Αντιόχου Δ' Επιφάνη, διεκδικώντας το στέμμα των Σελευκιδών με τον Δημήτριο, κατέλαβε την πόλη, η οποία του άνοιξε τις πύλες της. Ο Δημήτριος πρόσφερε πολλές δωροδοκίες στους Μακκαβαίους για να λάβει την υποστήριξη των Εβραίων εναντίον του αντιπάλου του, συμπεριλαμβανομένων των εσόδων της Πτολεμαΐδος προς όφελος του Ναού της Ιερουσαλήμ, αλλά ματαίως. Ο Ιωνάθαν Απφούς έριξε τον κλήρο του με τον Αλέξανδρο· ο Αλέξανδρος και ο Δημήτριος συναντήθηκαν στη μάχη και ο τελευταίος σκοτώθηκε. Το 150 π.Χ. ο Αλέξανδρος δέχθηκε με μεγάλη τιμή τον Ιωνάθαν στην Πτολεμαΐδα. Μερικά χρόνια αργότερα, ωστόσο, ο Τρύφων, ένας αξιωματικός της Αυτοκρατορίας των Σελευκιδών, που είχε αρχίσει να υποψιάζεται τους Μακκαβαίους, παρέσυρε τον Ιωνάθαν στην Πτολεμαΐδα και εκεί τον αιχμαλώτισε με δόλιο τρόπο.

Η πόλη καταλήφθηκε από τον Αλέξανδρο Ιανναίο (κυβέρνησε περί το 103–76 π.Χ.), την Κλεοπάτρα (κυβέρνησε το 51–30 π.Χ.) και τον Τιγράνη τον Μέγα (κυβέρνησε το 95–55 π.Χ.). Εδώ ο Ηρώδης ο Μέγας (κυβέρνησε το 37–4 π.Χ.) έχτισε ένα γυμνάσιον.

Κατά την βυζαντινή περίοδο, μετά τη μόνιμη διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 395 μ.Χ., η Αντιόχεια Πτολεμαΐς διοικούνταν από το διάδοχο κράτος, τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η πόλη άρχισε να χάνει την σπουδαιότητά της και τον έβδομο αιώνα περιορίστηκε σε έναν μικρό οικισμό με λιγότερους από χίλιους κατοίκους.

Δημογραφικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σήμερα υπάρχουν περίπου 48.000 άνθρωποι που ζουν στην Άκρα. Μεταξύ των ισραηλινών πόλεων, η Άκρα έχει σχετικά υψηλό ποσοστό μη Εβραίων κατοίκων, με το 32% του πληθυσμού να είναι Άραβες.[7] Το 2000, το 95% των κατοίκων της Παλαιάς Πόλεως ήταν Άραβες.[8] Μόνο το 15% περίπου του σημερινού αραβικού πληθυσμού στην πόλη προέρχεται από οικογένειες που ζούσαν εκεί πριν το 1948.[9]

Η Άκρα φιλοξενεί Εβραίους, Μουσουλμάνους, Χριστιανούς, Δρούζους και Μπαχάι. Συγκεκριμένα, η Άκρα είναι η ιερότερη πόλη της Πίστης Μπαχάι και δέχεται πολλούς προσκυνητές αυτής της πίστης ετησίως.

Το 1999, υπήρχαν 22 σχολεία στην Άκρα με εγγεγραμμένα 15.000 παιδιά.[10]

Σιδηροδρομικός Σταθμός Άκρας

Ο κεντρικός σταθμός λεωφορείων της Άκρας, που εξυπηρετείται από την Εγκέντ και την Νατίβ Εξπρές, προσφέρει δρομολόγια εντός πόλεως και δρομολόγια υπεραστικών λεωφορείων προς προορισμούς σε όλο το Ισραήλ. Η Νατίβ Εξπρές έχει επί του παρόντος συμβόλαιο για την παροχή των δρομολογίων εντός πόλεως των λεωφορείων εντός της Άκρας. Η πόλη εξυπηρετείται επίσης από τον σιδηροδρομικό σταθμό Άκρας,[11] που βρίσκεται στην κύρια παράκτια σιδηροδρομική γραμμή προς την Ναχαρίγια, με τρένα στον νότο προς Μπερ Σεβά και Μοντιίν-Μακκαμπίμ-Ρεούτ.

  1. www.ovpm.org/wp-content/uploads/2024/03/liste-villes-en-regle-pour-page-web12-03-2024.pdf. Ανακτήθηκε στις 31  Δεκεμβρίου 2023.
  2. «Šnatôn statîstî le-Yisra'el». (πολλαπλές γλώσσες) Statistical Yearbook for Israel. Κεντρικό Γραφείο Στατιστικής του Ισραήλ. Ανακτήθηκε στις 3  Μαΐου 2020.
  3. «Table 3 - Population of Localities Numbering Above 1,000 Residents and Other Rural Population» (PDF). Κεντρικό Γραφείο Στατιστικών του Ισραήλ. 30 Ιουνίου 2008. Ανακτήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 2008. 
  4. "2,500-Year-Old Persian Military Base Found In Northern Israel". 2015. Haaretz.Com. Accessed December 26, 2018. [1] Αρχειοθετήθηκε 2019-09-23 στο Wayback Machine..
  5. Powell, Eric. 2018. "A Persian Military Outpost Identified In Israel – Archaeology Magazine". Archaeology.Org. Accessed December 26, 2018. [2] Αρχειοθετήθηκε 2018-12-24 στο Wayback Machine..
  6. 6,0 6,1 Head & al. (1911), σελ. 793.
  7. Jerusalem - Facts And Trends 2019 Αρχειοθετήθηκε 2019-07-02 στο Wayback Machine., Jerusalem Institute for Policy Research. p. 18.
  8. «The Arab population in Israel» (PDF). Αρχειοθετήθηκε (PDF) από το πρωτότυπο στις 3 Οκτωβρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 3 Αυγούστου 2010. 
  9. Stern, Yoav. «For Love of Acre». Haaretz. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 October 2008. https://web.archive.org/web/20081019050906/https://www.haaretz.com/hasen/spages/1024906.html. Ανακτήθηκε στις October 20, 2008. 
  10. Hertz-Lazarowitz, Rachel (1999). «Cooperative Learning in Israel's Jewish and Arab Schools: A Community Approach». Theory into Practice 38 (2): 105–113. doi:10.1080/00405849909543840. https://archive.org/details/sim_theory-into-practice_spring-1999_38_2/page/105. 
  11. «Israel Railways – Akko». Israel Railways. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Απριλίου 2016. Ανακτήθηκε στις 10 Ιανουαρίου 2016.