Academia.edu no longer supports Internet Explorer.
To browse Academia.edu and the wider internet faster and more securely, please take a few seconds to upgrade your browser.
2021
…
5 pages
1 file
Πρόλογος και απόδοση από τα γαλλικά στο ποίημα του Ιωάννη Καρασούτσα ''Lord Byron'', δημοσιευμένο στο πλαίσιο αφιερώματος στα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821 στο ηλεκτρονικό ''Νέο Πλανόδιον''. https://neoplanodion.gr/2021/03/22/ioannis-karasoutsas-lord-byron-thanos-yannoudis/
2021
Το διττό ερώτημα που βρίσκεται στη βάση του προβληματισμού της παρούσας διδακτορικής διατριβής διαφαίνεται ήδη από τον τίτλο της. Προς διερεύνηση τίθενται η ποιητική θεωρία του Γιάννη Μ. Αποστολάκη (1886-1947), του πρώτου καθηγητή στην έδρα της «Νεώτερης Ελληνικής Φιλολογίας» του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, της οποίας οι βασικές θέσεις είναι εγκατεσπαρμένες σε πολλά σημεία των κειμένων του, καθώς και η εφαρμογή αυτής της θεωρίας, ώστε να κριθούν ποιητικά έργα αλλά και κριτικές προσεγγίσεις των συγκεκριμένων ποιητικών έργων. Ως προέκταση της βασικής υπόθεσης εργασίας τίθεται και η διακρίβωση ορισμένων ιχνών της κριτικής πρόσληψης των θέσεων του Αποστολάκη, καθώς και πλευρές της καθηγεσίας του, ώστε να προσεγγιστεί επαρκέστερα ο θεωρητικός λόγος και η κριτική του πρακτική. Το χρονικό άνυσμα της εργασίας εκκινεί από τα πρώιμα κείμενα στον Νουμά (1904) και φτάνει ως το 2019 με την αφιέρωση στο πρόσωπό του της Ημερίδας από το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων υπό τον κύκλο «Πρόσωπα άξια τιμή...
2006
Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση, 1988
2022
Ο Merlin Peris, ομότιμος καθηγητής Κλασικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Peradeniya, έχει συγκεντρώσει ενδιαφέρουσες πληροφορίες σχετικά με τους παραλληλισμούς και τις ομοιότητες μεταξύ Ελληνικών μύθων αφ' ενός και θεμάτων του Βουδιστικού βιβλίου pansiya panas jataka, αφ' ετέρου.[1] Τέτοια μυθολογικά 'στερεότυπα' εμφανίζονται οικεία στους λαούς στην Ανατολή αλλά και στην Δύση, καθένας δε από αυτούς φαίνεται να πιστεύει ότι οι θεμελιώδεις ρίζες των μυθικών πλοκών ανήκουν στους ίδιους από την αρχή του μύθου. Αυτά τα συγκρίσιμα θεματίδια αποδεικνύονται περισσότερα από ό,τι είχε αναγνωρισθεί πριν από αυτήν την έρευνα του Merlin Peris.
2018
Η προσέγγισή μας στο έργο του Rousseau έγινε κυρίως με βάση το άνοιγμα που πραγματοποίησε η φιλοσοφία του 20ου αιώνα σε έννοιες όπως το βίωμα, το συναίσθημα, η εμπειρία, η υπέρβαση και η συνείδηση. Αυτές οι έννοιες μεταξύ άλλων, που ανέδειξε κυρίως η φιλοσοφία της υπάρξεως, βρίσκονταν σε μεγάλο βαθμό ήδη στα κείμενα του Rousseau και έδιναν τη δυνατότητα για μια εξέταση της φιλοσοφίας του από τη σκοπιά του υποκειμένου. Στη διατριβή επιχειρούμε να δείξουμε πως το έργο του δεν μπορεί να νοηθεί χωριστά από καταστάσεις που προάγουν μια ιδιαίτερη φιλοσοφική εμπειρία, όπως εκείνη της ονειροπόλησης, και από την ανάγκη του για μια ελεύθερη και μη συστηματική γραφή, που θα μπορούσε να επηρεάσει τοπνεύμα της εποχής του προς μια άλλη κατεύθυνση από την υλιστικά προσανατολισμένη που έβλεπε ήδη να επικρατεί. Στην εισαγωγή παρατηρούμε πώς διαφοροποιείται ο Rousseau από τους συγκαιρινούς του φιλοσόφους λόγω της έμφασης που δίνει σε μια ισχυρή εσωτερική αλήθεια σε αντίθεση με μια μηχανιστική ερμηνεία του ανθρώπου. Η συνέχεια της διατριβής αποτελείται από δύο κύρια μέρη, με το πρώτο να επικεντρώνεται στην έρευνα της ανθρώπινης φύσης μέσα από τη συνείδηση, την ιδιοσυγκρασία, την εσωτερικότητα και τα «λελογισμένα» πάθη. Τονίζεται η διάκριση της αγάπης του εαυτού, που εξακολουθεί να υπάρχει ως φυσικό πάθος στον άνθρωπο, από την εγωιστική φιλαυτία, δηλαδή την αρνητική μετάλλαξή της, και υπογραμμίζεται ο καθοριστικός ρόλος του οίκτου, δεύτερου φυσικού πάθους του ανθρώπου,καθοριστικού για τη δημιουργία κοινωνιών. Στο δεύτερο μέρος της διατριβής εξετάζονται οι παράμετροι των σχέσεων που δημιουργούνται ανάμεσα στον εαυτό και την πραγματικότητα, φυσική και κοινωνική. Επιχειρείται να αναδειχθεί η δυνατότητα μιας αυθεντικής σύνδεσης του ανθρώπου με το περιβάλλον του, αφορμώμενης από μια εσωτερική ανάγκη και σύμφυτης με τη συνολική ανάπτυξη της προσωπικότητας. Η «επιθυμία του φαίνεσθαι» (désir de paraître) υπονομεύει όμως την αυθεντική επαφή με τα πράγματα και τους ανθρώπους. Ο Rousseau φαίνεται να αντλεί έμπνευση περισσότερο από τις εμπειρίες του, καθώς εκείνες του δίνουν το κίνητρο να γράψει, ενώ επεξεργάζεται τις πολυάριθμες κριτικές που δέχτηκε με τέτοιο αιχμηρό τρόπο, ώστε να δίνει ολοένα και πιο προσωπική κατεύθυνση στο έργο του. Από την αρχή του έργου φανερώνει την πρόθεσή του να ανιχνεύσει τις δυνατότητες του ανθρώπου όπως εκείνες βρίσκονται μέσα του κρυμμένες καιπεριθωριοποιημένες. Παίρνει μια τολμηρή στάση απέναντι στην ιστορία και στην κοινωνία, γιατί θέλει να αναδείξει το γεγονός ότι ο άνθρωπος μπορεί να ακολουθήσει τις καλύτερες αρχές του εαυτού του, οι οποίες σύμφωνα με εκείνον είναι φυσικές αρχές. Θεωρεί τον άνθρωπο φυσικά καλό και τον αντιτάσσει στον κοινωνικό εαυτό, που έχει λησμονήσει τις αρετές του αντικαθιστώντας τις με εκείνες που προβάλλει μια ματαιόδοξη φιλαυτία. Έτσι καταλήγει στον Αιμίλιο να υποστηρίξει μια αγωγή αποκομμένη απ’ ό,τι μπορεί να διαστρέψει τη φύση, η οποία για να παραμείνει καλή οφείλει να οδηγείται από την άμεση επαφή με την πραγματικότητα και από τη φωνή της συνείδησης που δεν είναι άλλη από εκείνη που η φύση τον έχει προικίσει. Η ιδιοτυπία του Rousseau εντοπίζεται τόσο σε μια ελεύθερη σχέση με τον χρόνο -είναι συχνές οι αναφορές του σε στιγμές ανάπαυλας και σε μια παντελή έλλειψη καταναγκασμού- όσο και στη στοργική μνήμη που βασίζεται στα συναισθήματά του. Μέσα από την ανάλυση των κειμένων του διαπιστώνουμε ότι σύμφωνα με τον Rousseau ο άνθρωπος ολοκληρώνεται μόνον όταν καθίσταται δυνατή μια βιωματική επαφή του εαυτού και της πραγματικότητας, βασισμένη στην καλοσύνη και την αυθεντικότητα. Μελετώνται ακόμη οι όροι υπό τους οποίους θεωρεί ο Rousseau δυνατή μια διαφορετική κοινωνία, υποστηρίζεται η αλληλουχία της ζωής και της σκέψης του, καθώς και ο καθοριστικός ρόλος τόσο του «απρόοπτου» όσο και της ονειροπόλησης στη διαμόρφωσή της. Πέρα από την ερμηνεία όψεων της πολύπλευρης σκέψης του Rousseau, επιχειρείται να καταστεί εμφανής η επικαιρότητα της σκέψης του και το ενδιαφέρον της για μια ώθηση της φιλοσοφίας προς τη σφαιρικότερη γνώση του εαυτού και της πραγματικότητας και την κατανόηση των παθών του ανθρώπου, αντιπαραθέτοντας στα κακώς κείμενα μια ύπαρξη που ζει και ονειρεύεται, που γράφει και δημιουργεί. Our approach to Rousseau’s work was based at the opening of the philosophy of 20th century to notions like lived experience, sentiment, experience, transcendence and consciousness. These notions, which among others, were given prominence mainly by the philosophy of existence, were already to a large extent in the texts of Rousseau and were providing the possibility of an examination of his philosophy from the point of view of the subject. In the dissertation we try to point out that his work cannot be understood without taking into account situations that promote a special philosophical experience, like that of reverie, and from his need for a free and non systematic writing, that could influence the spirit of his era towards another direction from the materialistic orientation that he was seeing already prevailing. In the introduction we notice how Rousseau is differentiated from contemporary philosophers, because of the emphasis he gives to a powerful internal truth contrary to a mechanistic interpretation of the human. The rest of the dissertation is composed of two parts, with the first focusing on the research of human nature through consciousness,idiosyncrasy, interiority and “reasonable” passions. We highlight the distinction between love-of-oneself, that continues to exist as a natural passion inside human, and the egoistic self-love, that is to say its negative transmutation, as well as we note the determinant part of pity, the second natural human passion, determinant for the creation of societies. In the second part of the dissertation the parameters of the relations that are created between the self and the reality, natural and social, are examined. There is an attempt to point out the possibility of an authentic bond between the human and its environment, induced by an internal need and inherent with the entire development of the personality. But the “desire to appear” (désir de paraître) undermines the authentic contact with things and humans. Rousseau seems to be inspired more from his experiences, since they motivate him to write, while he elaborates the numerous critics he has received in such a poignant way, that he gives a more personal direction to his work. From the start of his work he makes clear his intention to trace the possibilities of the human such as they are found inside him hidden and marginalized. He takes a bold stance towards history and society, because he wants to point out the fact that the human can follow the best principles of his self, which according to him are natural principles. He considers the human naturally good and he opposes him to the social self, who has forgotten his virtues replacing them with the ones that a vain self-love projects. Thus he ends up supporting in Emile an education cut off from whatever can distort the nature, which in order to remain good should be conducted by the direct contact with the reality and the voice of consciousness, which is not any other than the one that nature has granted him. The specificity of Rousseau is located to a particular extent in his free relation with time –his references to moments of rest and to a total lack of compulsion are often- as long as in his affectionate memory which is based on his sentiments. Through the analysis of his texts we note that according to Rousseau the human is complete only when a lived contact with the self and the reality is made possible, one that is based on goodness and authenticity. The conditions under which Rousseau considers possible a different society are also studied, the coherence of his life and his thought is asserted, as well as the determinant part that the “hazard” and the reverie are playing in the formation of his thought. Beyond the interpretation of the multisided thought of Rousseau, it is attempted to make clear the actuality of his thought and its interest to motivate philosophy towards a more comprehensive knowledge of the self and of the reality and of the understanding of the human passions, confronting the existing faults with an existence who lives and dreams, who writes and creates.
Πρακτικά Συνεδρίων
Στην τρέχουσα δεκαετία της έκρηξης των ψηφιακών ανθρωπιστικών και κοινωνικών σπουδών συντελούνται σημαντικά βήματα για την εδραίωση του συγκεκριμένου το-ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕΔΡΙΩΝ Α Θ Α Ν Α Σ Ι ΟΣ Κ Α ΡΑ Σ ΙΜ ΟΣ κ .ά. ΑΠΟ ΤΟ DARIAH-GR/ΔΥΑΣ ΣΤΟ PARTHENOS-EU 1. Η τελευταία επίσκεψη σε όλους τους ψηφιακούς πόρους του παρόντος κειμένου πραγματοποιήθηκε στις 30 Ιανουαρίου 2023.
Επιστήμη και Κοινωνία: Επιθεώρηση Πολιτικής και Ηθικής Θεωρίας, 2016
2017
Στόχος της διατριβής είναι η ανάδειξη της έννοιας του ανοίκειου ως επίκεντρου της κινηματογραφικής ποιητικής του Andrei Tarkovsky. Μέσα από τη λεπτομερή ανάλυση παραδειγματικών σκηνών από το έργο του σκηνοθέτη διερευνώνται οι τρόποι με τους οποίους η χρήση συγκεκριμένων κινηματογραφικών μηχανισμών δίνει τη δυνατότητα σε ορισμένα τυπικά χαρακτηριστικά του ανοίκειου να λάβουν χωρική έκφραση. Εξετάζοντας τη φροϋδική έννοια του ανοίκειου μέσα από το πρίσμα της ανοικείωσης των Ρώσων φορμαλιστών και της μεταγενέστερης νεοφορμαλιστικής κινηματογραφικής θεωρίας, η μέθοδος που ακολουθεί η προκειμένη έρευνα για την ανάλυση των ταινιών του Tarkovsky εστιάζει στη συστηματική εξέταση των ενδοκινηματογραφικών/μορφολογικών στοιχείων που τις συγκροτούν. Μέσω της ανάλυσης συγκεκριμένων κινηματογραφικών τεχνικών που αφορούν στην αφήγηση και στο στιλ των προς ανάλυση ταινιών, εντοπίζονται οι μηχανισμοί εκείνοι που λειτουργούν ως φορείς ανοικείωσης. Σύμφωνα με τους μηχανισμούς αυτούς περιγράφονται οκτώ διαφορετικές χωρικότητες που παράγουν την αίσθηση του ανοίκειου και βάσει αυτών εξετάζονται οι πέντε τελευταίες ταινίες του Andrei Tarkovsky: Solaris (1972), Καθρέπτης (1975) , Stalker (1979), Νοσταλγία (1983) και Θυσία (1986). Συνδυάζοντας στοιχεία από τη ρεαλιστική κινηματογραφική θεωρία με θέσεις από τον πρώιμο ρώσικο φορμαλισμό και τους σοβιετικούς θεωρητικούς του μοντάζ (κυρίως το έργο του Sergei Eisenstein), υποστηρίζεται ότι ο Tarkovsky υιοθετεί μια ανοίκεια φιλμική γραφή, η οποία από τη μια μεριά φέρει σημαντικές δομικές ομοιότητες με τους φροϋδικούς μηχανισμούς του ονείρου και από την άλλη μεριά στοχεύει στην ακριβή κινηματογραφική απόδοση της πραγματικότητας. Μιας κινηματογραφικής απόδοσης που δεν θεωρεί όμως την πραγματικότητα ως κάτι δεδομένο, αλλά ως κάτι που είναι οικείο και ταυτόχρονα ξένο. Το έργο του Tarkovsky διανοίγει νέες πιθανότητες για τον κινηματογραφικό ρεαλισμό και κατ' επέκταση προτείνει καινούργιους τρόπους αναπαράστασης της πραγματικότητας. Έτσι, μέσα από την ανοικείωση των παγιωμένων τρόπων αντίληψης της υλικής πραγματικότητας, αναδιαμορφώνεται τελικά και η σχέση του θεατή με το πραγματικό.
International Journal of Evaluation and Research in Education (IJERE)
Trakya Üniversitesi Edebiyat Fakültesi Dergisi, 2020
Economic and Political Weekly, 2024
Planning Perspectives, 2019
Umber Nyelvi Tudástár 1. Budenz Alkotóház. Székesfehérvár 2023, 52 p.
SIAM Journal on Mathematical Analysis, 1998
Journal of Taibah University Medical Sciences, 2016
International Journal of Academic Information Systems Research (IJAISR), 2024
American Journal of Obstetrics and Gynecology, 2018
Vector-Borne and Zoonotic Diseases, 2011
Journal of Business Research, 2016
Journal of the American Society for Naval Engineers, 2009