ΙΟΝΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ
ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΑΣ 12 2014
ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΑΣ
Επιμέλεια έκδοσης-Ηλεκτρονική σελιδοποίηση
Ιωάννα Αθανασοπούλου
Εκτύπωση – Βιβλιοδεσία
ΤΥΠΟΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΦΟΙ ΡΟΥΒΑ Ο.Ε.
ΙSSN: 2241-5769
ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2014
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΑΝωΓΙΑΤΗΣ ΠΕλΕ
Καθηγητης ΙονΙου ΠανεΠΙςτημΙου
ΚωΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΑΥΡΕΑΣ
Καθηγητης τεΙ ΠελοΠοννηςου
ΙωΑΝΝΗΣ ΔΗΜΟΠΟΥλΟΣ
Καθηγητης τεΙ ΠελοΠοννηςου
ΕΥΑΓΓΕλΟΣ ΠΟλΙΤΗΣ ΣΤΕΡΓΙΟΥ
Καθηγητης τεΙ ΔυτΙΚης ελλαΔας
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΠΟΓΙΑΝΝΗΣ
εΠ. Καθηγητης τεΙ ΔυτΙΚης ελλαΔας
ΠΑΝΑΓΙωΤΑ ΒΑθΗ
εΙΔΙΚη εΠΙςτημων (Π.Δ. 407/80)-ΠτΔε Παν/μΙου ΠατρωνΠανεΠΙςτημΙαΚη υΠοτροφος τεΙ ΔυτΙΚης ελλαΔας.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΟΥΤΣΟΜΑΝΗΣ
Ιατρος-ΚοΙνωνΙολογος
ΜΠλΑΝΚΑ ΣΤΙΑΣΤΝΑ
ε. ε. Π ΙονΙου ΠανεΠΙςτημΙου
ΧΡΗΣΤΟΣ ΔΕΣΥλλΑΣ
Δρ. οΙΚονομΙΚης ΙςτορΙας
ΣΤΑΥΡΟΣ ΠΑΝΤΑζΟΠΟΥλΟΣ
αΠοφοΙτος Πμς ΙςτορΙΚης ΔημογραφΙας
ΔημητρΙΟς ΑνωγΙΑτης-Pelé, ΙωΑννης ΔημΟπΟυλΟς,
ΚωνςτΑντΙνΟς μΑυρέΑς
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
1. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΑΝωΓΙΑΤΗΣ-Pelé, ΙωΑΝΝΗΣ ΔΗΜΟΠΟΥλΟΣ,
ΚωΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΑΥΡΕΑΣ
Η ΦΥΣΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΣΤΟΝ ΑΣΤΙΚΟ ΧΩΡΟ
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1971-1998 .......................................... 11
2. ΠΑΝΑΓΙωΤΑ ΒΑθΗ, ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΠΟΓΙΑΝΝΗΣ, ΕΥΑΓΓΕλΟΣ
ΠΟλΙΤΗΣ-ΣΤΕΡΓΙΟΥ
Η ΣΥΝΕΡΓΙΑ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ/ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑΣ ΩΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΠΡΟΩΘΗΤΙΚΟΣ
ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ............................. 33
3. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΟΥΤΣΟΜΑΝΗΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ, ΗΘΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΤΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ ............................... 63
4. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΑΝωΓΙΑΤΗΣ-Pelé, ΙωΑΝΝΗΣ ΔΗΜΟΠΟΥλΟΣ,
ΚωΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΑΥΡΕΑΣ, ΣΤΑΥΡΟΣ ΠΑΝΤΑζΟΠΟΥλΟΣ
Η ΦΥΣΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΣΤΑ ΙΟΝΙΑ ΝΗΣΙΑ
ΚΑΤΑ ΤΟΝ 20Ο ΑΙΩΝΑ ..................................................................................... 75
5. BlANKA STIASTNA
La popuLatioN de La Grèce daNS LeS GuideS de voyaGe
de La coLLectioN GuideS-JoaNNe ....................................................... 89
6. ΧΡΗΣΤΟΣ ΔΕΣΥλλΑΣ
ΤΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΤΕΚΜΗΡΙΑ ΩΣ ΠΗΓΕΣ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΩΝ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ................................................................................................. 107
7
Η ΦΥΣΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΣΤΟΝ ΑΣΤΙΚΟ ΧΩΡΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΤΑ
ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1971-1998
8
ΔημητρΙΟς ΑνωγΙΑτης-Pelé, ΙωΑννης ΔημΟπΟυλΟς,
ΚωνςτΑντΙνΟς μΑυρέΑς
Αντί Προλόγου
Ο δωδέκατος τόμος των Τετραδίων του ΠΜΣ Ιστορικής Δημογραφίας
του Τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου περιλαμβάνει πρωτότυπες
συλλογικές και ατομικές εργασίες διδασκόντων του Μεταπτυχιακού Προγράμματος, σχετικές με τη θεματολογία της διδασκαλίας των σεμιναριακών
μαθημάτων τους, ή με επιμέρους θεματολογίες που τους απασχόλησαν σε
αυτά ή και στην ευρύτερη επιστημονική τους δραστηριότητα.
Πρόκειται για επιστημονικές εργασίες, των οποίων οι θεματικές ενότητες
όπως και το περιεχόμενο αφορούν κυρίως δημογραφικές συμπεριφορές στον
ελλαδικό χώρο καθώς και τις διεπιστημονικές προεκτάσεις τους. Η φυσική
κίνηση του πληθυσμού στην Ελλάδα και στα νησιά Ιονίου κατά τον 20ό αιώνα, η εικόνα του ελληνικού πληθυσμού που προκύπτει από τη μελέτη των
γαλλικών ταξιδιωτικών οδηγών της συλλογής Guides-Joanne, η συμβολή
των εκκλησιαστικών τεκμηρίων στις δημογραφικές αποτιμήσεις, η σχέση της
Ιστορίας με την ηθολογία και την τεχνική νοημοσύνη καθώς και οι δημογραφικές συνιστώσες της δημιουργικότητας των φοιτητών αποτελούν τις θεματικές ενότητες των εργασιών της παρούσας δημοσίευσης.
Καθηγητής Δημήτριος Ανωγιάτης-pelé
Επιστημονικός Υπεύθυνος του Π.Μ.Σ. Ιστορικής Δημογραφίας
9
ΔημητρΙΟς ΑνωγΙΑτης-Pelé, ΙωΑννης ΔημΟπΟυλΟς,
ΚωνςτΑντΙνΟς μΑυρέΑς
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΑΝΩΓΙΑΤΗΣ-peLé
ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΑΥΡΕΑΣ
Η ΦΥΣΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΤΟΥ ΠλΗθΥΣΜΟΥ ΣΤΟΝ
ΑΣΤΙΚΟ ΧωΡΟ ΣΤΗΝ ΕλλΑΔΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ
1971-1998*
Εισαγωγή – Μεθοδολογικές επισημάνσεις
Όπως είναι γνωστό, ιδιαίτερα σε εκείνους που μελετούν την εξέλιξη του πληθυσμού στην Ελλάδα, από τις αρχές της δεκαετίας του ’20 παρατηρείται μια σταδιακή
ενδυνάμωση των αστικών κέντρων. Πρόκειται για μια διαδικασία που είχε ξεκινήσει
-έστω και δειλά- από τις αρχές του 20ου αιώνα και επιταχύνθηκε μετά το 1922 με την
εγκατάσταση στις πόλεις μέρους των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής,
αλλά και με τη μετακίνηση μέρους του γηγενούς πληθυσμού από την ύπαιθρο προς
τις πόλεις. Ως αποτέλεσμα αυτών των πληθυσμιακών μετακινήσεων, στην απογραφή
πληθυσμού του 1920 καταγράφονται 30 πόλεις με πληθυσμό άνω των 10.000 κατοίκων, στην επόμενη απογραφή πληθυσμού (1928) οι πόλεις έφθασαν τις 41, εκ των
οποίων οι 10 ήταν άνω των 30.000 κατοίκων, ενώ στην απογραφή του 1940 καταγράφονται συνολικά 40 πόλεις, εκ των οποίων οι 13 υπερέβαιναν τους 30.000 κατοίκους.
Η πληθυσμιακή και αριθμητική αύξηση των αστικών κέντρων συνεχίστηκε και μεταπολεμικά και, σε ορισμένες περιπτώσεις, γνώρισε μεγάλη ένταση1. Στην απογραφή
πληθυσμού του 1951, ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, των πληθυσμιακών μετακινήσεων που σημειώθηκαν στη δεκαετία του ’40 -και, ιδιαίτερα, κατά την περίοδο του Εμφυλίου πολέμου- οι πόλεις με πληθυσμό 10.000 κατοίκων και άνω έφθασαν τις 51, ενώ
εκείνες με πληθυσμό 30.000 κατοίκων και άνω έφθασαν τις 11. Στην αμέσως επόμενη
απογραφή πληθυσμού (1961) οι αντίστοιχοι αριθμοί των πόλεων είναι 55 και 12. Είναι
γνωστό, ότι κατά τη δεκαετία του ’60 εντείνεται στην Ελλάδα η εσωτερική -αλλά και
*
1
Το παρόν άρθρο αποτελεί εκτεταμένη έκδοση ανακοίνωσης που παρουσιάστηκε στο 2ο Συνέδριο
Δημόσιας Πολιτικής και Θεσμών με θέμα «Συνέχειες και Ασυνέχειες στο Ελληνικό Κράτος, την Οικονομία και την Κοινωνία (1945-2012)», Πάντειο Πανεπιστήμιο, 13-15 Δεκεμβρίου 2012.
Βλ. ενδεικτικά, Δρεττάκης, Μ., Δημογραφικές εξελίξεις στην Ελλάδα 1961-1990, ΙΑΔΗΠ, Αθήνα 1996,
Κοτζαμάνης, Β. και Μαράτου, Λ. (επιμ.), Οι δημογραφικές εξελίξεις στη μεταπολεμική Ελλάδα, Λιβάνης, Αθήνα 1994, Εμκε-Πουλοπούλου, Η., Το δημογραφικό, Ελλην, Αθήνα 1994 και Σιάμπος, Γ. (επιμ.),
Πληθυσμός και ανάπτυξη στην Ελλάδα, Κορφή, Αθήνα 2003.
11
Η ΦΥΣΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΣΤΟΝ ΑΣΤΙΚΟ ΧΩΡΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΤΑ
ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1971-1998
η εξωτερική- μετανάστευση, η οποία συνεχίστηκε και κατά τις επόμενες δεκαετίες,
χρονική περίοδο που εξετάζεται στην παρούσα μελέτη. Σύμφωνα με την απογραφή
πληθυσμού του 1971, οι πόλεις (άνω των 10.000 κατοίκων) είναι 57, εκ των οποίων οι
16 είναι άνω των 30.000 κατοίκων. Το 1981 οι αριθμοί αυτοί είναι 63 και 25 αντίστοιχα,
ενώ το 1991 οι αντίστοιχοι αριθμοί είναι 66 και 25.
Η αύξηση του πληθυσμού των ελληνικών πόλεων μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
οφείλεται, όπως προαναφέρθηκε, στην εσωτερική μετανάστευση αλλά και στη φυσική αύξηση του πληθυσμού. Σ’ αυτή τη δεύτερη παράμετρο, της φυσικής κίνησης του
πληθυσμού, επικεντρώνεται η παρούσα εισήγηση. Η μελέτη περιορίζεται χρονικά στις
τρεις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα (1971-1998) και εξετάζει ζητήματα, όπως η
εξέλιξη της φυσικής κίνησης του πληθυσμού και η επιρροή της στο γενικότερο αστικό
πληθυσμό, οι διαφορές μεταξύ μικρών και μεγάλων πόλεων ως προς αυτόν, αλλά και
μεταξύ των πόλεων, όπως αυτές εντάσσονται σε διοικητικές περιφέρειες ή τοποθετούνται μέσα στο χρόνο (διαφορετικές δεκαετίες). Πρόκειται για μια αρχική προσέγγιση
στο θέμα και αποτελεί συνέχεια άλλων σχετικών εργασιών που προηγήθηκαν2.
Όλα τα δεδομένα της παρούσας μελέτης προέρχονται από τις δημοσιεύσεις της
«Στατιστικής της Φυσικής Κινήσεως του Πληθυσμού της Ελλάδος» της Ελληνικής
Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ). Οι δημοσιεύσεις αυτές στηρίζονται σε καταγραφές
προερχόμενες από τα Ληξιαρχεία όλων των Δήμων και Κοινοτήτων της χώρας και
ξεκινούν μεταπολεμικά με πρώτο έτος καταγραφής το 1956 φθάνοντας αδιαλείπτως
έως και το 19973. Είναι απαραίτητο να διευκρινισθεί, ότι στις «γεννήσεις» έχουν καταγραφεί και υπολογισθεί οι γεννήσεις ζώντων τέκνων με βάση τον τόπο κατοικίας
της μητέρας και ανεξαρτήτως του τόπου, όπου έγινε η γέννηση (επομένως δεν λαμβάνεται υπόψη η βρεφική θνησιμότητα), ενώ στους «θανάτους» καταγράφηκαν και
υπολογίσθηκαν οι θάνατοι με βάση τον τόπο κατοικίας του θανόντος και ανεξαρτήτως του τόπου, όπου συνέβη το γεγονός. Επίσης, στον ορισμό του αστικού κέντρου
2
3
Ανωγιάτης-Pelé Δ., Δημόπουλος Ι. και Μαυρέας Κ., «Η φυσική κίνηση του πληθυσμού στον αστικό
χώρο στην Ελλάδα κατά την περίοδο του μεσοπολέμου», στο Τετράδια Ιστορικής Δημογραφίας, τομ.
6, Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Κέρκυρα 2011, σελ. 11-41 και Ανωγιάτης-Pelé Δ., Δημόπουλος Ι. και Μαυρέας
Κ., «Η φυσική κίνηση του πληθυσμού στον αστικό χώρο στην Ελλάδα κατά την περίοδο 1956-1975»,
π. Ιόνιος Λόγος, τομ. Δ’, Κέρκυρα 2013, σελ. 75-104. Επιπρόσθετα, και τελείως ενδεικτικά, αναφέρονται επίσης οι μελέτες: Ανδρουλάκη, Ελ., Η διαχρονική εξέλιξη της θνησιμότητας στην Ελλάδα, Βόλος
2007, στο https://www.demography-lab.prd.uth.gr/ANDROULAKI_H%20DIAXRONIKH%20EXELIXH%20
THS%20THNISISMOTHTAS.pdf και Κοτζαμάνης, Β., «Οι προβληματισμοί για την πορεία της γεννητικότητας και της γονιμότητας στην Ελλάδα: λόγος και αντίλογος», στο Κοτζαμάνης Β. (επιμ.), Η
δημογραφική πρόκληση, γεγονότα και διακυβεύματα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας, Βόλος 2009, σελ. 121-152, στο https://www.demography-lab.prd.uth.gr/Papers/5_KOTZAMANIS%20
problimatismoi_2009.pdf.
Βλ.https://dlib.statistics.gr/portal/page/portal/ESYE/categoryyears?p_cat=10007865&p_
topic=10007865. Τα δεδομένα των υπολοίπων έως σήμερα ετών, με εξαίρεση εκείνο του 2004 (έκδ.
2009), δεν έχουν ακόμη εκδοθεί. Από την ΕΛΣΤΑΤ μας παραχώρησαν ευγενικά και τα δεδομένα του
1998. Αυτή η αδυναμία περιόρισε την παρούσα εργασία στο έτος 1998 αντί του 2000, που ήταν η
αρχική πρόθεση των συντακτών της.
12
ΔημητρΙΟς ΑνωγΙΑτης-Pelé, ΙωΑννης ΔημΟπΟυλΟς,
ΚωνςτΑντΙνΟς μΑυρέΑς
έχει υιοθετηθεί η προσέγγιση της (προπολεμικής) Γενικής Στατιστικής Υπηρεσίας
Ελλάδος μετά το 1928 -που συνεχίστηκε και μεταπολεμικά-, σύμφωνα με την οποία
«πόλεις» ορίζονται οι οικισμοί με πληθυσμό άνω των 10.000 κατοίκων, ανεξαρτήτως
του εάν αποτελούσαν ή όχι πρωτεύουσες νομών4. Η παρούσα εργασία ακολουθεί
αυτή τη διάκριση και εξαιρεί από τη μελέτη τις πόλεις, που δεν πληρούν το κριτήριο
αυτό. Ωστόσο, έχουν συμπεριληφθεί εκείνες οι πόλεις, οι οποίες, στο μεσοδιάστημα
της υπό εξέταση περιόδου (1971-1998), βρέθηκαν να υπερβαίνουν το όριο των 10.000
κατοίκων. Βέβαια, η αντίστοιχη καταγραφή των πόλεων αυτών γίνεται από το έτος
που πληρούν το παραπάνω κριτήριο.
Η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη υπολογίζονται στη μελέτη ως Πολεοδομικά Συγκροτήματα. Στα δύο αυτά Συγκροτήματα έχουν προσμετρηθεί οι πόλεις άνω των 10.000
κατοίκων, ενώ έχουν αποκλειστεί οι κωμοπόλεις (2.000-9.999 κατοίκων) και τα χωριά
(έως 1.999 κατοίκους)5. Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, που η αστικοποίηση του συνόλου της χώρας είναι έκδηλη, πολεοδομικά συγκροτήματα συναντάμε και σε άλλες
μεγάλες ή μικρότερες πόλεις. Οι δύο πόλεις που αποτελούν το Π.Σ. Βόλου -ο Βόλος
και η Νέα Ιωνία- έχουν καταγραφεί και εξετάζονται ξεχωριστά. Όμως, στις υπόλοιπες
περιπτώσεις Πολεοδομικών Συγκροτημάτων (Π.Σ. Αγρινίου, Σαλαμίνας, Χαλκίδας,
Αιγίου, Πατρών, Σπάρτης, Καλαμάτας, Κερκύρας, Ιωαννίνων, Κατερίνης, Ερμουπόλεως, Χίου Ηρακλείου, Ρεθύμνου και Χανίων) η καταγραφή αφορά τις πόλεις, οι οποίες
αρχικά εμφανίζονται στις καταγραφές ως δήμοι και στη συνέχεια, ως πολεοδομικά
συγκροτήματα (σ’ αυτή την περίπτωση όμως, όπως προαναφέρθηκε, καταγράφονται
πάντα οι πόλεις-δήμοι άνω των 10.000 κατοίκων). Οι πληθυσμοί των πόλεων αναφέρονται στο συνολικό πληθυσμό, συμπεριλαμβάνουν δηλαδή τόσο το συγκεντρωμένο,
όσο και το διεσπαρμένο πληθυσμό των πόλεων. Τέλος, εις ό,τι αφορά το συνυπολογισμό των διοικητικών περιφερειών, ακολουθείται η διοικητική διαίρεση της χώρας,
4
5
Στην απογραφή του 1928 και στις επόμενες ο αστικός πληθυσμός αντιστοιχεί σε πόλεις που απαριθμούν 10.000 κατοίκους και άνω, ενώ ο ημιαστικός σε πόλεις (κωμοπόλεις) που απαριθμούν 2.0009.999 κατοίκους.
Το 1997 (δηλαδή προς το τέλος της υπό εξέταση περιόδου) οι πόλεις αυτές είναι οι εξής:
α) Στο Πολεοδομικό Συγκρότημα Πρωτευούσης (Αθηνών) ανήκουν οι Δήμοι Αθηναίων, Αγίας Βαρβάρας, Αγίας Παρασκευής, Αγίου Δημητρίου, Αγίου Ιωάννου Ρέντη, Αγίων Αναργύρων, Αιγάλεω, Αλίμου, Αμαρουσίου, Αργυρουπόλεως, Βούλας, Βριλησσίων, Βύρωνος, Γαλατσίου, Γλυφάδας, Δάφνης,
Δραπετσώνας, Ελληνικού, Ζωγράφου, Ηλιουπόλεως, Ηρακλείου, Ιλίου (Νέων Λιοσίων) Καισαριανής,
Καλλιθέας, Καματερού, Κερατσινίου, Κηφισιάς, Κορυδαλλού, Μελισσίων, Μεταμορφώσεως, Μοσχάτου, Νέας Ερυθραίας, Νέας Ιωνίας, Νέας Σμύρνης, Νέας Φιλαδελφείας, Νέας Χαλκηδόνος, Νέου
Ψυχικού, Νικαίας, Παλαιού Φαλήρου, Παπάγου, Πειραιώς, Περάματος, Περιστερίου, Πετρουπόλεως, Πεύκης, Ταύρου, Υμηττού, Χαϊδαρίου, Χαλανδρίου, Χολαργού και Ψυχικού.
β) Στο Πολεοδομικό Συγκρότημα Θεσσαλονίκης ανήκουν οι Δήμοι Θεσσαλονίκης, Αμπελοκήπων,
Ελευθερίου-Κορδελίου, Ευόσμου, Καλαμαριάς, Μενεμένης, Νεαπόλεως, Πολίχνης, Πυλαίας, Σταυρουπόλεως, Συκεών, Τριανδρίας και Πανοράματος.
Πηγή: Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, Στατιστική της Φυσικής Κινήσεως του Πληθυσμού
της Ελλάδος έτους 1997, Αθήνα 2003.
13
Η ΦΥΣΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΣΤΟΝ ΑΣΤΙΚΟ ΧΩΡΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΤΑ
ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1971-1998
όπως αυτή αποτυπώνεται στην απογραφή πληθυσμού του 19916.
1. Η φυσική κίνηση του συνολικού πληθυσμού στην Ελλάδα και ο αντίστοιχος πληθυσμός των πόλεων
Η πραγματική αύξηση (καθαρή αύξηση) του ελληνικού πληθυσμού κατά την περίοδο 1950-1974 είναι μικρότερη από τη φυσική αύξηση, λόγω της αυξημένης εξωτερικής μετανάστευσης αυτή την περίοδο. Το αντίθετο παρατηρείται τα επόμενα χρόνια,
ιδιαίτερα την περίοδο 1975-1980, όπου η φυσική αύξηση κυμάνθηκε περίπου στο 7%
και η πραγματική αύξηση ήταν περίπου στο 12%, καθώς και την περίοδο 1993-1997,
όπου, λόγω της υπεροχής των εισερχόμενων μεταναστών και παλιννοστούντων έναντι της αποδημίας, η φυσική αύξηση κυμάνθηκε περίπου στο 0,2% και η πραγματική
αύξηση στο 2,9%.
Όπως προκύπτει από τον επόμενο πίνακα (Πίνακας 1), σε όλη την περίοδο 19711997 ο συνολικός πληθυσμός της χώρας αυξάνεται συνεχώς και αδιαλείπτως όλα τα
έτη, με αποτέλεσμα από τα 8,8 εκατ. περίπου που υπολογίζεται την 1η Ιανουαρίου
1971, να φθάσει στα 10,5 εκατ. περίπου την 1η Ιανουαρίου 1997. Ωστόσο, η υπεροχή
των γεννήσεων έναντι των θανάτων ακολουθεί -σε γενικές γραμμές- πτωτική τάση.
Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’70 η υπεροχή αυτή είναι σημαντική, συμβάλλοντας στην αύξηση του πληθυσμού, παρόλη την απώλεια μέρους του πληθυσμού, λόγω
της μετανάστευσης στο εξωτερικό. Τα επόμενα χρόνια όμως -και ιδιαίτερα από τις αρχές της δεκαετίας του ’90-, η υπεροχή των γεννήσεων έναντι των θανάτων μειώνεται
σημαντικά, με αποτέλεσμα η αύξηση του συνολικού πληθυσμού να οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη σημαντική αύξηση των μεταναστευτικών ροών που παρατηρούνται
το ίδιο διάστημα. Στην ουσία η μετανάστευση αντισταθμίζει μέρος από τη μείωση της
φυσικής αύξησης.
6
7
Κατά την απογραφή πληθυσμού του 1991, η χώρα απαρτίζεται από τις εξής Περιφέρειες με τις αντίστοιχες πόλεις: 1). Περιφέρεια Πρωτευούσης αποτελούμενη από το Π.Σ. Πρωτευούσης (Αθηνών).
2). Περιφέρεια Λοιπής Στερεάς Ελλάδος και Εύβοιας αποτελούμενη από τις πόλεις: Αγρίνιο, Ανω
Λιόσια, Ασπρόπυργος, Αχαρνές, Ελευσίνα, Θήβα, Κορωπί, Λαμία, Λειβαδιά, Μάνδρα, Μέγαρα, Μεσολόγγι, Νέα Μάκρη, Σαλαμίνα και Χαλκίδα. 3). Περιφέρεια Πελοποννήσου αποτελούμενη από τις
πόλεις: Αίγιο, Αμαλιάδα, Αργος, Καλαμάτα, Κόρινθος, Ναύπλιο, Πάτρα, Πύργος, Σπάρτη και Τρίπολη.
4). Περιφέρεια Ιονίων Νήσων αποτελούμενη από τις πόλεις: Ζάκυνθος και Κέρκυρα. 5). Περιφέρεια
Ηπείρου αποτελούμενη από τις πόλεις: Αρτα, Ιωάννινα και Πρέβεζα. 6). Περιφέρεια Θεσσαλίας αποτελούμενη από τις πόλεις: Βόλος, Καρδίτσα, Λάρισα, Νέα Ιωνία, Τρίκαλα και Τύρναβος. 7). Περιφέρεια Μακεδονίας αποτελούμενη από το Π.Σ. Θεσσαλονίκης και από τις πόλεις: Αλεξάνδρεια, Βέροια,
Γιαννιτσά, Δράμα, Εδεσσα, Καβάλα, Καστοριά, Κατερίνη, Κιλκίς, Κοζάνη, Νάουσα, Πτολεμαΐδα, Σέρρες και Φλώρινα. 8). Περιφέρεια Θράκης αποτελούμενη από τις πόλεις: Αλεξανδρούπολη, Κομοτηνή,
Ξάνθη και Ορεστιάδα. 9). Περιφέρεια Νήσων Αιγαίου αποτελούμενη από τις πόλεις: Ερμούπολη,
Κάλυμνος, Κως, Μυτιλήνη, Ρόδος και Χίος. 10). Περιφέρεια Κρήτης αποτελούμενη από τις πόλεις:
Ηράκλειο, Ρέθυμνο και Χανιά. Βλ. Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, Στατιστική της Φυσικής
Κινήσεως του Πληθυσμού της Ελλάδος 1997, Αθήνα 2003.
Στο ίδιο, σελ. 26.
14
ΔημητρΙΟς ΑνωγΙΑτης-Pelé, ΙωΑννης ΔημΟπΟυλΟς,
ΚωνςτΑντΙνΟς μΑυρέΑς
Πίνακας 1:
Πληθυσμιακή μεταβολή, φυσική αύξηση, καθαρή μετανάστευση – απόλυτοι αριθμοί και ποσοστά σε εθνικό επίπεδο, 1971-1997.
Πηγή: εθνική ςτατιστική υπηρεσία της ελλάδος, ςτατιστική της φυσικής Κινήσεως του Πληθυσμού της
ελλάδος 1997, αθήνα 2003, σελ. 37.
15
Η ΦΥΣΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΣΤΟΝ ΑΣΤΙΚΟ ΧΩΡΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΤΑ
ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1971-1998
Στον επόμενο πίνακα (Πίνακας 2) αποτυπώνεται σε απόλυτους αριθμούς ολόκληρη η φυσική κίνηση του πληθυσμού από τότε που υπάρχουν επίσημες καταγραφές
(1921) έως το 1997. Εξαιρείται, βέβαια, η περίοδος 1941-1948, κατά τη διάρκεια της
οποίας η φυσική κίνηση δεν έχει καταγραφεί.
Έτη
Θάνατοι
Γεννήσεις ζώντων
Απόλυτοι αριθμοί
Επί πληθυσμού
1.000 ατόμων
Απόλυτοι
αριθμοί
Επί πληθυσμού
1.000 ατόμων
1921
106.935
21,2
68.839
13,6
1922
1923
1924
1925
1926
1927
1928
1929
1930
1931
1932
1933
1934
1935
1936
1937
1938
1939
1940
1949
1950
1951
1952
1953
1954
1955
1956
1957
1958
109.636
113.926
117.014
156.367
181.278
176.527
189.250
181.870
199.665
199.243
185.523
189.583
208.929
192.511
193.343
183.878
184.509
178.852
179.500
139.108
151.134
155.422
149.637
143.765
151.892
154.263
158.203
155.940
155.359
21,5
19,0
19,5
26,3
30,0
28,8
30,5
28,9
31,3
30,8
28,4
28,6
31,1
28,2
27,9
26,2
25,9
24,8
24,5
18,6
20,0
20,3
19,3
18,4
19,2
19,4
19,7
19,3
19,0
81.718
102.042
93.320
88.633
84.136
100.020
105.665
115.561
103.811
114.369
117.593
111.447
100.651
101.416
105.005
105.674
93.766
100.459
93.830
59.450
53.755
57.508
53.377
56.680
55.625
54.781
59.460
61.664
58.160
16,0
17,0
15,6
14,9
13,9
16,3
17,0
18,4
16,3
17,7
18,0
16,8
15,0
14,8
15,1
15,0
13,2
13,9
12,8
7,9
7,4
7,5
6,9
7,2
7,0
6,9
7,4
7,6
7,1
1959
1960
1961
1962
1963
1964
1965
1966
1967
1968
160.199
157.239
150.716
152.158
148.249
153.109
151.448
154.613
162.839
160.338
19,4
18,9
17,9
18,0
17,5
18,0
17,7
17,9
18,7
18,2
60.852
60.563
63.955
66.554
66.813
69.429
67.269
67.912
71.975
73.309
7,4
7,3
7,6
7,9
7,9
8,2
7,9
7,9
8,3
8,3
16
ΔημητρΙΟς ΑνωγΙΑτης-Pelé, ΙωΑννης ΔημΟπΟυλΟς,
ΚωνςτΑντΙνΟς μΑυρέΑς
1969
1970
1971
1972
1973
1974
1975
1976
1977
1978
1979
1980
1981
1982
1983
1984
1985
1986
1987
1988
1989
1990
1991
1992
1993
1994
1995
1996
1997
154.077
144.928
141.126
140.891
137.526
144.069
142.273
146.566
143.739
146.588
147.965
148.134
140.953
137.275
132.608
125.724
116.481
112.810
106.392
107.505
101.657
102.229
102.620
104.081
101.799
103.763
101.495
100.718
102.038
17,4
16,5
16,0
15,9
15,4
16,1
15,7
16,0
15,5
15,7
15,7
15,4
14,5
14,0
13,5
12,7
11,7
11,3
10,6
10,7
10,1
10,1
10,0
10,1
9,8
9,9
9,7
9,6
9,7
71.825
74.009
73.819
76.859
77.648
76.303
80.077
81.818
83.750
81.615
82.338
87.282
86.261
86.345
90.586
88.397
92.886
91.783
95.656
92.407
92.720
94.152
95.498
98.231
97.419
97.807
100.158
100.740
99.738
8,1
8,4
8,4
8,6
8,7
8,5
8,8
8,9
9,0
8,7
8,7
9,1
8,9
8,8
9,2
8,9
9,4
9,2
9,6
9.2
9,2
9,3
9,3
9,5
9,4
9,4
9,6
9,6
9,5
Πίνακας 2:
η φυσική κίνηση του πληθυσμού στην ελλάδα κατά τις χρονικές περιόδους 1921 – 1940
και 1949 – 1997.
Πηγή: εθνική ςτατιστική υπηρεσία της ελλάδος, ςτατιστική της φυσικής Κινήσεως του Πληθυσμού της
ελλάδος 1997, αθήνα 2003, σελ. 41.
Από τη μελέτη του συνόλου της φυσικής κίνησης του πληθυσμού για την περίοδο
1921-1997 παρατηρούμε ότι: α) Οι γεννήσεις σε απόλυτους αριθμούς -ανεξάρτητα
από το συνολικό πληθυσμό της χώρας- ξεπερνούν ετησίως συνεχώς και αδιαλείπτως
τις 150.000 από το 1925 έως και το 1969. Στη συνέχεια (με εξαίρεση το 1973) μειώνονται αριθμητικά, κινούνται ωστόσο κατά την περίοδο 1970-1981 στην κλίμακα των
140.000-150.000 ετησίως. Έκτοτε, μειώνονται ακόμη περισσότερο, με αποτέλεσμα
μετά το 1989 και για τα επόμενα έτη έως το 1997, να ευρίσκονται λίγο πάνω από τις
100.000, β) Η μείωση των γεννήσεων αποτυπώνεται και επί του πληθυσμού 1.000
17
Η ΦΥΣΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΣΤΟΝ ΑΣΤΙΚΟ ΧΩΡΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΤΑ
ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1971-1998
ατόμων. Ενώ την περίοδο 1921-1959 οι γεννήσεις ευρίσκονται πάνω από τις 19/1.000
άτομα (και σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως τα έτη 1926, 1928, 1930, 1931 και 1934,
ευρίσκονται ακόμη και πάνω από 30/1.000 άτομα), η αναλογία αυτή βαίνει συνεχώς
μειούμενη μετά το 1960 και, μετά το 1987, ευρίσκεται στα όρια του 10/1.000 άτομα ή
και κάτω από το όριο αυτό, γ) Οι θάνατοι σε απόλυτους αριθμούς κατά την περίοδο
του μεσοπολέμου -ιδιαίτερα το διάστημα 1923-1940- ευρίσκονται ετησίως περίπου
στο όριο των 100.000 (κάτι που θα μπορούσε να αποδοθεί στις υγειονομικές συνθήκες της εποχής, στις μεγάλες επιδημίες και στις συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού),
για να μειωθούν σημαντικά στη συνέχεια. Ο μεγάλος αριθμός θανάτων «επιστρέφει»
στην Ελλάδα κατά τη δεκαετία του ’70. Το 1975 οι θάνατοι υπερβαίνουν το όριο των
80.000, το 1983 υπερβαίνουν εκείνο των 90.000, ενώ το 1995 υπερβαίνουν πλέον το
όριο των 100.000 ετησίως, δ) Η αναλογία θανάτων επί πληθυσμού 1.000 ατόμων μειώνεται και αυτή μετά το 1949, για να ακολουθήσει στη συνέχεια (από τα μέσα περίπου
της δεκαετίας του ’70) αυξητικούς μάλλον ρυθμούς, ε) Η προβολή επί του πληθυσμού
1.000 ατόμων, καταδεικνύει τη σταδιακή μείωση της φυσικής αύξησης του πληθυΣυνολικός Πληθυσμός
% Μεταβολή
Πληθυσμού
ΠΟΛΗ
Αγρίνιο
Αίγιο
Αλεξάνδρεια
Αλεξανδρούπολη
1971
1981
1991
32.654
35.774
40.934
1971-'81
9,6
Μέσος ετήσιος ρυθμός
μεταβολής (‰)
1981-'91
1971-'81
1981-'91
14,4
9,2
13,6
10,3
6,3
18.910
20.955
22.316
10,8
6,5
-
10.543
12.109
-
14,9
-
13,9
7,1
41,5
6,9
22.995
34.535
36.994
50,2
Αμαλιάδα
14.177
14.698
15.232
3,7
3,6
3,6
3,6
Άνω Λιόσια
11.388
16.862
21.397
48,1
26,9
40,0
24,1
Άργος
18.890
20.702
21.901
9,6
5,8
9,2
5,6
Άρτα
19.498
18.283
19.087
-6,2
4,4
-6,4
4,3
Ασπρόπυργος
10.613
11.816
15.034
11,3
27,2
10,8
24,4
Αχαρνές
24.621
40.185
59.698
63,2
48,6
50,2
40,4
Βέροια
29.528
37.087
37.858
25,6
2,1
23,1
2,1
Βόλος
59.316
71.998
77.192
21,4
7,2
19,6
7,0
Γιαννιτσά
18.151
21.082
22.504
16,1
6,7
15,1
6,5
Δράμα
29.692
36.109
37.604
21,6
4,1
19,8
4,1
Έδεσσα
13.967
16.054
17.128
14,9
6,7
14,0
6,5
Ελευσίνα
18.535
20.320
22.793
9,6
12,2
9,2
11,6
Ερμούπολη
13.506
13.877
13.030
2,7
-6,1
2,7
-6,3
-
9.764
10.236
-
4,8
-
4,7
Ηράκλειο
78.209
102.398
116.178
30,9
13,5
27,3
12,7
Θήβα
15.971
18.712
19.505
17,2
4,2
16,0
4,2
Ζάκυνθος
18
ΔημητρΙΟς ΑνωγΙΑτης-Pelé, ΙωΑννης ΔημΟπΟυλΟς,
ΚωνςτΑντΙνΟς μΑυρέΑς
Θήβα
15.971
18.712
19.505
17,2
4,2
Ιωάννινα
40.130
44.829
56.699
11,7
26,5
11,1
23,8
Καβάλα
46.234
56.375
56.571
21,9
0,3
20,0
0,3
Καλαμάτα
39.462
42.075
44.052
6,6
4,7
6,4
4,6
Κάλυμνος
-
10.118
10.543
-
4,2
-
4,1
Καρδίτσα
25.685
27.291
30.067
6,3
10,2
6,1
9,7
Καστοριά
15.407
17.133
14.775
11,2
-13,8
10,7
-14,7
Κατερίνη
29.767
39.101
45.281
31,4
15,8
27,7
14,8
Κέρκυρα
31.461
36.909
36.293
17,3
-1,7
16,1
-1,7
8,6
Κιλκίς
10.538
11.148
12.139
5,8
8,9
5,6
Κοζάνη
23.240
30.994
31.553
33,4
1,8
29,2
1,8
8,4
Κομοτηνή
28.896
34.051
37.036
17,8
8,8
16,6
Κόρινθος
20.773
22.658
27.412
9,1
21,0
8,7
19,2
Κορωπί
-
11.214
12.790
-
14,1
-
13,2
Κως
-
11.851
14.714
-
24,2
-
21,9
5,7
Λαμία
37.872
41.667
44.084
10,0
5,8
9,6
Λάρισα
Σέρρες
72.336
39.897
102.048
45.213
112.777
49.380
41,1
13,3
10,5
9,2
35,0
12,6
10,0
8,9
Σπάρτη
11.998
12.975
14.084
8,1
8,5
7,9
8,2
Τίρναβος
10.451
10.965
12.028
4,9
9,7
4,8
9,3
Τρίκαλα
34.794
40.857
44.232
17,4
8,3
16,2
8,0
Τρίπολη
20.209
21.311
22.429
5,5
5,2
5,3
5,1
Φλώρινα
11.164
12.562
12.355
12,5
-1,6
11,9
-1,7
Χαλκίδα
36.300
44.867
51.646
23,6
15,1
21,4
14,2
Χανιά
40.564
47.451
50.077
17,0
5,5
15,8
5,4
Χίος
24.084
24.070
22.894
-0,1
-4,9
-0,1
-5,0
Πίνακας 3:
ο πληθυσμός των πόλεων στην ελλάδα και η μεταβολή του σύμφωνα με τις απογραφές πληθυσμού των ετών 1971, 1981 και 1991.
Παρατηρήσεις: Όπως προαναφέρθηκε, α) η μη αναφορά πληθυσμού σε ορισμένες πόλεις οφείλεται στο
γεγονός, ότι, κατά τη δεδομένη απογραφή, οι πόλεις αυτές δεν πληρούσαν το κριτήριο των 10.000 κατοίκων,
β) οι πληθυσμοί των πόλεων αναφέρονται στο συνολικό πληθυσμό, συμπεριλαμβάνουν δηλαδή το
συγκεντρωμένο και το διεσπαρμένο πληθυσμό των πόλεων, γ) η έκταση του Π.ς. αθηνών αντιστοιχεί στην
έκταση της τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης. τα στοιχεία του πληθυσμού αναφέρονται στο συνολικό πληθυσμό
της περιοχής, ανεξάρτητα από το μέγεθος των περιλαμβανόμενων συνοικισμών, δ) το Π.ς. θεσσαλονίκης
περιλαμβάνει το Δήμο θεσσαλονίκης, καθώς και τους δήμους και τις κοινότητες που αποτελούσαν αρχικώς
το δήμο αυτό και, στη συνέχεια, αποσπάστηκαν από αυτόν, ε) ο Βόλος και η νέα Ιωνία απαρτίζουν το Π.ς.
Βόλου. ςτον πίνακα αναφέρονται χωριστά, προκειμένου να υπάρξει αναλογία με την καταγραφή της φυσικής
κίνησης του πληθυσμού που παρουσιάζεται στη συνέχεια.
Πηγή: εθνική ςτατιστική υπηρεσία της ελλάδος, ςτατιστική επετηρίς της ελλάδος 1976, εθνικό τυπογραφείο,
αθήνα 1976, σελ. 22-25 και εθνική ςτατιστική υπηρεσία της ελλάδος, ςτατιστική επετηρίδα της ελλάδος
1998, αθήνα 1999, σελ. 51-54.
19
Η ΦΥΣΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΣΤΟΝ ΑΣΤΙΚΟ ΧΩΡΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΤΑ
ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1971-1998
σμού, με αποτέλεσμα, μετά το 1987, η διαφορά μεταξύ γεννήσεων και θανάτων να
ευρίσκεται κάτω από τα δύο (2) άτομα και, μετά το 1995, να εκμηδενίζεται σχεδόν,
δηλαδή οι γεννήσεις είναι έκτοτε περίπου ίσες με τους θανάτους.
Όπως προαναφέρθηκε, ο πληθυσμός των αστικών κέντρων στην Ελλάδα άρχισε
να αυξάνεται σημαντικά από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια (βλ. Πίνακα 3).
Το 1971 υπάρχουν στην Ελλάδα έξι (6) πόλεις άνω των 50.000 κατοίκων και εννέα
(9) πόλεις άνω των 40.000 κατοίκων με τα πολεοδομικά συγκροτήματα Αθηνών και
Θεσσαλονίκης να συνυπολογίζονται ως ενιαίες πόλεις. Στην απογραφή πληθυσμού
του 1991 οι πόλεις αυτές είναι ένδεκα (11) και δεκαοκτώ (18) αντίστοιχα και μάλιστα,
πέντε (5) εξ αυτών ξεπερνούν τους 100.000 κατοίκους.
2. Η εξέλιξη της φυσικής κίνησης του πληθυσμού στις πόλεις
Οι γεννήσεις και οι θάνατοι σε ένα τόπο, τόσο σε απόλυτους αριθμούς όσο και σε
ποσοστό, είναι εύλογο να ακολουθούν τη γενικότερη πληθυσμιακή αναλογία. ΩστόΜέσος ετήσιος Γ/Θ
Μέσος ετήσιος αριθμός
γεννήσεων
Μέσος ετήσιος αριθμός
θανάτων
1971-1998
1971-1998
Αγρίνιο
669,3
261,8
2,6
Αίγιο
257,1
199,0
1,3
Αλεξάνδρεια
183,9
92,2
2,0
Αλεξανδρούπολη
438,9
238,7
1,9
Αμαλιάδα
228,4
159,0
1,5
Άνω Λιόσια
322,1
100,5
3,3
Άργος
336,6
187,4
1,8
Άρτα
303,1
149,1
2,1
Ασπρόπυργος
206,0
120,0
1,9
Αχαρνές
714,3
288,6
2,8
Βέροια
540,8
282,3
2,0
1.010,6
671,3
1,5
Γιαννιτσά
333,3
197,9
1,7
Δράμα
508,9
335,7
1,5
Έδεσσα
229,0
145,5
1,6
Ελευσίνα
347,2
158,6
2,3
Ερμούπολη
171,6
142,2
1,2
1,5
1971-1998
ΠΟΛΗ
Βόλος
Ζάκυνθος
150,2
99,4
Ηράκλειο
2.008,3
631,4
3,2
296,8
148,9
2,0
Θήβα
Ιωάννινα
795,0
324,9
2,5
Καβάλα
708,0
533,2
1,3
Καλαμάτα
700,4
390,2
1,8
Κάλυμνος
20
ΔημητρΙΟς ΑνωγΙΑτης-Pelé, ΙωΑννης ΔημΟπΟυλΟς,
ΚωνςτΑντΙνΟς μΑυρέΑς
708,0
533,2
Καλαμάτα
700,4
390,2
1,8
Κάλυμνος
275,0
144,4
1,9
Καρδίτσα
444,6
222,4
2,1
Καστοριά
274,5
97,2
3,0
Κατερίνη
567,2
312,2
1,9
Κέρκυρα
454,7
343,6
1,3
Κιλκίς
166,0
92,0
1,8
Κοζάνη
532,3
180,6
3,0
Κομοτηνή
528,4
338,0
1,6
Κόρινθος
366,7
185,7
2,0
Κορωπί
169,1
121,4
1,4
Κως
206,6
102,6
2,0
Λαμία
637,8
310,4
2,2
1.784,3
637,0
2,9
Λειβαδιά
301,5
141,0
2,2
Μάνδρα
127,8
88,4
1,5
Μέγαρα
326,4
186,4
1,8
Μεσολόγγι
170,5
106,5
1,6
Μυτιλήνη
355,8
285,8
1,2
Λάρισα
1,3
Νάουσα
268,4
165,6
1,7
Ναύπακτος
133,0
112,0
1,2
Ναύπλιο
153,2
87,7
1,8
Νέα Αλικαρνασσός
107,6
48,8
2,3
Νέα Ιωνία
338,2
245,6
1,4
Νέα Μάκρη
Ξάνθη
Ορεστιάδα
97,2
72,4
1,4
533,8
303,9
1,8
1,5
166,4
113,6
38.233,0
24.488,5
1,6
Π. Σ. Θεσσαλονίκης
9.395,7
4.996,8
1,9
Πάτρα
2,4
Π. Σ. Αθήνας
2.589,0
1.131,3
Πρέβεζα
191,9
113,6
1,7
Πτολεμαΐδα
426,4
132,8
3,3
Πύργος
297,3
205,9
1,5
Ρέθυμνο
350,0
131,1
2,7
Ρόδος
745,0
284,1
2,7
Σαλαμίνα
242,0
160,6
1,6
Σέρρες
502,3
369,6
1,4
Σπάρτη
171,6
113,3
1,5
Τίρναβος
146,2
105,8
1,4
Τρίκαλα
642,8
344,8
1,9
Τρίπολη
357,0
168,2
2,2
Φλώρινα
180,4
113,7
1,6
Χαλκίδα
791,5
343,8
2,4
Χανιά
626,3
387,8
1,7
Χίος
21
Η ΦΥΣΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΣΤΟΝ ΑΣΤΙΚΟ ΧΩΡΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΤΑ
ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1971-1998
Χίος
626,3
387,8
1,7
404,2
275,9
1,5
Πίνακας 4:
η φυσική κίνηση του πληθυσμού όλων των ελληνικών πόλεων την περίοδο 1971-1998.
Πηγή: εθνική ςτατιστική υπηρεσία της ελλάδος, ςτατιστική της φυσικής Κινήσεως του Πληθυσμού της
ελλάδος (έτη 1971-1998), εθνικό τυπογραφείο, αθήναι, ιδία επεξεργασία.
σο, η μελέτη της φυσικής κίνησης του πληθυσμού όλων των ελληνικών πόλεων κατά
την περίοδο 1971-1998 με βάση το μέσο ετήσιο αριθμό των γεννήσεων (Γ) και των
θανάτων (Θ), παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον (Πίνακας 4).
Οι πόλεις, όπου σε ολόκληρο το διάστημα της υπό εξέταση περιόδου (1971-1998)
ο μέσος ετήσιος ρυθμός των γεννήσεων προς τους θανάτους είναι τριπλάσιος ή και
μεγαλύτερος, είναι τα Άνω Λιόσια (3,3), το Ηράκλειο (3,2), η Καστοριά (3,0), η Κοζάνη (3,0) και η Πτολεμαΐδα (3,3), ενώ εκείνες που ξεπερνούν το όριο του 2,5 είναι το
Αγρίνιο (2,6), οι Αχαρνές (2,8), τα Ιωάννινα (2,5), η Λάρισα (2,9), το Ρέθυμνο (2,7) και
η Ρόδος (2,7). Αντίστροφα, πολύ χαμηλά για όλη την περίοδο 1971-1998, κάτω από
το όριο του 1,5 είναι αρκετές πόλεις της Αττικής και κυρίως της περιφέρειας, όπως
το Αίγιο (1,3), η Αμαλιάδα (1,5), ο Βόλος (1,5), η Δράμα (1,5), η Ερμούπολη (1,2), η
Ζάκυνθος (1,5), η Καβάλα (1,3), η Κέρκυρα (1,3), το Κορωπί (1,4), η Μάνδρα (1,5),
η Μυτιλήνη (1,2), η Ναύπακτος (1,2), η Νέα Ιωνία (1,4), η Νέα Μάκρη (1,4), η Ορεστιάδα (1,5), ο Πύργος (1,5), οι Σέρρες (1,4), η Σπάρτη (1,5), ο Τίρναβος (1,4) και η
Χίος (1,5).
Από τις μεγάλες πόλεις (άνω των 100.000 κατοίκων) χαμηλότερη αναλογία παρουσιάζει το Π.Σ. Αθηνών (1,6) και ακολουθεί το Π.Σ. Θεσσαλονίκης (1,9). Οι υπόλοιπες τρεις πόλεις παρουσιάζουν σχετικά υψηλό μέσο ετήσιο ρυθμό γεννήσεων προς
θανάτους: η Πάτρα 2,4, η Λάρισα 2,9 και το Ηράκλειο 3,2.
3. Η εξέλιξη της φυσικής κίνησης του πληθυσμού στις πόλεις με τις πόλεις ενταγμένες σε διοικητικές περιφέρειες
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο μέσος ετήσιος ρυθμός των γεννήσεων προς τους θανάτους με τις πόλεις ενταγμένες σε διοικητικές περιφέρειες. Εδώ το Π.Σ. Αθηνών, λόγω
του μεγέθους του, υπολογίζεται ξεχωριστά από το υπόλοιπο Αττικής (βλ. Γράφημα
1). Όπως προκύπτει, οι πόλεις της Κρήτης και οι πόλεις του υπολοίπου Αττικής παρουσιάζουν υψηλότερο μέσο ετήσιο ρυθμό των γεννήσεων προς τους θανάτους, ενώ
οι πόλεις της Θράκης και κυρίως των Νησιών του Ιονίου (Κέρκυρα, και αργότερα,
Ζάκυνθος) παρουσιάζουν το χαμηλότερο.
22
ΔημητρΙΟς ΑνωγΙΑτης-Pelé, ΙωΑννης ΔημΟπΟυλΟς,
ΚωνςτΑντΙνΟς μΑυρέΑς
Γράφημα 1:
μέσος όρος ετήσιων γεννήσεων προς θανάτους κατά την περίοδο 1971-1998 – οι πόλεις ενταγμένες σε διοικητικές περιφέρειες.
Στο επόμενο γράφημα (Γράφημα 2) απεικονίζονται οι περιφέρειες με τη μεγαλύτερη συνολικά τάση μεταβολής γεννήσεων προς θανάτους για το σύνολο της υπό διερεύνηση περιόδου (1971-1998) που είναι η Αττική, το Π.Σ. Αθηνών, η Στερεά Ελλάδα
και Εύβοια, η Πελοπόννησος, η Θεσσαλία και η Ήπειρος, ενώ στο Γράφημα 3 αποτυπώνονται εκείνες με τη μικρότερη συνολικά τάση μεταβολής γεννήσεων προς θανάτους, που είναι τα Νησιά του Ιονίου, η Μακεδονία, η Θράκη και τα Νησιά του Αιγαίου.
Γράφημα 2:
Περιφέρειες με τη μεγαλύτερη συνολικά τάση μεταβολής γ/θ (1971-1998).
23
Η ΦΥΣΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΣΤΟΝ ΑΣΤΙΚΟ ΧΩΡΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΤΑ
ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1971-1998
Ωστόσο, τα δύο αυτά γραφήματα είναι περισσότερο ενδεικτικά, διότι καταδεικνύουν
τη γενικότερη τάση μεταβολής των γεννήσεων προς τους θανάτους. Παρατηρείται,
ότι τόσο στις περιφέρειες με τη μεγαλύτερη συνολικά τάση μεταβολής Γ/Θ (Γράφημα
2), όσο και σε εκείνες με τη μικρότερη συνολικά τάση μεταβολής Γ/Θ (Γράφημα 3),
υπάρχει μια γενικότερη πτώση έως την περίοδο 1984-1985. Στη συνέχεια όμως, σε
κάποιες περιφέρειες η κάθοδος δεν είναι τόσο έντονη, ενώ σε άλλες (π.χ. πόλεις των
Νησιών του Ιονίου) σημειώνεται άνοδος, δηλαδή σε αρκετές πόλεις φαίνεται, ότι αυξάνονται οι γεννήσεις.
Γράφημα 3:
Περιφέρειες με τη μικρότερη συνολικά τάση μεταβολής γ/θ (1971-1998).
Όσα προαναφέρθηκαν, αποτυπώνονται καλύτερα στο Γράφημα 4, όπου απεικονίζεται ο μέσος όρος των ετήσιων γεννήσεων προς θανάτους ανά πενταετία (με τις
πόλεις ενταγμένες πάντα σε διοικητικές περιφέρειες). Εκεί, σε όλες τις περιφέρειες
παρατηρείται την περίοδο 1986-1995 μια πτώση, συγκριτικά με την προηγούμενη περίοδο 1971-1980 (με τη μεγαλύτερη πτώση να σημειώνεται στην Αττική και στο Π.Σ.
Αθηνών). Ωστόσο, υπάρχουν περιφέρειες (όπως τα Νησιά του Ιονίου, η Θράκη και η
Κρήτη), όπου, κατά το διάστημα 1986-1995, οι μεταβολές είναι μικρότερες, φαίνεται
δηλαδή να σημειώνεται εκεί, όπως προαναφέρθηκε, αύξηση των γεννήσεων.
4. Η φυσική κίνηση του πληθυσμού στις πόλεις σε σύγκριση με την προηγούμενη
περίοδο, 1921-1970 και 1971-1998
Στον Πίνακα 5 απεικονίζεται η εξέλιξη της φυσικής κίνησης των πόλεων από την
24
ΔημητρΙΟς ΑνωγΙΑτης-Pelé, ΙωΑννης ΔημΟπΟυλΟς,
ΚωνςτΑντΙνΟς μΑυρέΑς
Γράφημα 4:
μέσος όρος ετήσιων γεννήσεων προς θανάτους – οι πόλεις ενταγμένες σε διοικητικές περιφέρειες ανα πενταετία κατά την περίοδο 1971-1995.
ύπαρξη επίσημων δημοσιευμένων καταγραφών (1921). Η σύγκριση των δεδομένων
των δύο μεσοπολεμικών δεκαετιών με τη μεταπολεμική περίοδο είναι χρήσιμη, διότι
καταδεικνύει την αναλογικότητα της μέσης ετήσιας αύξησης γεννήσεων προς θανάτους κατά τις τέσσερις αυτές διαφορετικές περιόδους.
Κατ’ αρχήν διαπιστώνεται, ότι στη συντριπτική πλειοψηφία των πόλεων, ο μέσος
ετήσιος λόγος Γ/Θ κατά την περίοδο 1971-1998 είναι χαμηλότερος του αντιστοίχου
της περιόδου 1956-1970. Μάλιστα, σε ορισμένες πόλεις, η μείωση που παρατηρείται
κατά την περίοδο 1971-1998, αγγίζει τα αντίστοιχα επίπεδα της δεκαετίας του ’30
Μέσος ετήσιος
Γ/Θ
Μέσος ετήσιος
Γ/Θ
Μέσος ετήσιος
Γ/Θ
Μέσος ετήσιος
Γ/Θ
1921-1929
1930-1938
1956-1970
1971-1998
Αγρίνιο
1,5
1,8
3,6
2,6
Αθήνα
1,2
1,4
-
-
Αίγιο
0,9
1,7
2,2
1,3
Αλεξανδρούπολη
1,2
1,4
2,7
1,9
Αμαλιάδα
1,8
1,8
2,2
1,5
Άργος
1,2
1,6
2,6
1,8
Βέροια
1
1,7
2,5
2,0
Βόλος
1,1
1,3
1,9
1,5
Δράμα
1,2
1,5
2,0
1,5
Έδεσσα
1,2
1,5
2,0
1,6
Ερμούπολη
1,2
1,4
1,6
1,2
Ζάκυνθος
1,5
1,4
2,8
1,5
Ηράκλειο
1,3
1,9
3,2
3,2
Πόλη
25
Η ΦΥΣΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΣΤΟΝ ΑΣΤΙΚΟ ΧΩΡΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΤΑ
ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1971-1998
Θεσσαλονίκη
1,1
1,4
-
-
Ιωάννινα
0,7
1,1
2,4
2,5
Καβάλα
1,3
1,5
1,8
1,3
Καλαμάτα
1,3
1,8
2,6
1,8
Καλλιθέα
1,5
1,1
-
-
Καρδίτσα
1,2
1,6
3,0
2,1
Καστοριά
1,7
1,9
3,7
3,0
Κατερίνη
1,8
2,1
3,1
1,9
Κέρκυρα
0,8
1,1
1,5
1,3
Κοζάνη
1,7
1,5
2,1
3,0
Κομοτηνή
0,9
1,2
1,6
1,6
Λαμία
1
1,9
3,2
2,2
Λάρισα
0,8
1,4
3,0
2,9
Λειβαδιά
1,8
2
3,0
2,2
Μέγαρα
1,9
1,8
2,4
1,8
Μυτιλήνη
1,1
1,6
1,2
1,2
Νάουσα
1,4
1,9
2,2
1,7
Ξάνθη
1,1
1,3
1,8
1,8
2,4
Πάτρα
1
1,5
2,6
Πειραιάς
1,2
1,7
-
-
Πύργος
1,1
1,5
2,3
1,5
Σέρρες
1,4
1,3
1,9
1,4
Τρίκαλα
1,1
1,4
2,4
1,9
Τρίπολη
1,3
1,5
2,5
2,2
Φλώρινα
1,6
1,8
1,8
1,6
Χαλκίδα
1,3
1,9
2,8
2,4
Χανιά
1,3
1,9
2,5
1,7
Χίος
1,4
1,5
1,7
1,5
Πίνακας 5:
η φυσική κίνηση του πληθυσμού των ελληνικών πόλεων, 1921-1929, 1930-1938, 1956-1970 και
1971-1998.
Παρατηρήσεις: α) ςτον πίνακα αναφέρονται μόνο οι πόλεις, οι οποίες τόσο προπολεμικά όσο και μεταπολεμικά
πληρούσαν το κριτήριο των 10.000 κατοίκων, β) ςτον πίνακα δεν αναγράφεται η σύγκριση με την αθήνα,
τον Πειραιά, την Καλλιθέα και τη θεσσαλονίκη, διότι, όπως προαναφέρθηκε, μεταπολεμικά οι πόλεις αυτές
εντάσσονται πλέον σε πολεοδομικά συγκροτήματα.
Πηγή: γενική ςτατιστική υπηρεσία της ελλάδος, ςτατιστική της Κινήσεως του Πληθυσμού (έτη 1921-1938),
εθνική ςτατιστική υπηρεσία της ελλάδος, ςτατιστική της φυσικής Κινήσεως του Πληθυσμού της ελλάδος
(έτη 1956-1997), εθνικό τυπογραφείο, αθήναι, και ελςτατ, Πίνακες φυσικής κινήσεως πληθυσμού αστικών
κέντρων έτους 1998, ιδία επεξεργασία.
ή ακόμη και εκείνα της δεκαετίας του ’20 (που θεωρούνται ως τα χαμηλότερα από
ποτέ). Οι μοναδικές πόλεις που αποτελούν εξαίρεση, είναι η Κοζάνη και τα Ιωάννινα, οι οποίες κατά την περίοδο 1971-1998 παρουσιάζουν αύξηση του μέσου ετήσιου
λόγου Γ/Θ έναντι ολόκληρης της -προπολεμικής και μεταπολεμικής- περιόδου, ενώ
26
ΔημητρΙΟς ΑνωγΙΑτης-Pelé, ΙωΑννης ΔημΟπΟυλΟς,
ΚωνςτΑντΙνΟς μΑυρέΑς
υπάρχουν και κάποιες πόλεις, όπου, κατά την περίοδο 1971-1998, δεν σημειώνεται
μείωση έναντι της περιόδου 1956-1970. Οι πόλεις αυτές είναι το Ηράκλειο, η Κομοτηνή, η Μυτιλήνη και η Ξάνθη.
5. Η πληθυσμιακή εξέλιξη των πόλεων και η διαφαινόμενη μετανάστευση κατά τις
δεκαετίες του 1970 και 1980
Στη συνέχεια επιχειρείται η συσχέτιση της φυσικής κίνησης του πληθυσμού στις
πόλεις με τη μεταβολή του πληθυσμού κατά τις περιόδους 1971-1980 και 1981-1990,
καθώς και μια αρχική προσέγγιση των μεταναστευτικών ροών κατά τις δύο αυτές
δεκαετίες (Πίνακας 6).
Όπως προκύπτει στον επόμενο Πίνακα: α) Όλες οι πόλεις της Αττικής (εκτός βεβαίως του Π.Σ. Αθηνών) χαρακτηρίζονται, τόσο κατά τη δεκαετία του ’70 όσο και
κατά τη δεκαετία του ’80, από φυσική αλλά και πραγματική αύξηση του πληθυσμού
τους, εμφανίζουν δηλαδή σε όλη αυτή την περίοδο θετικό μεταναστευτικό ισοζύγιο,
β) Κάτι ανάλογο παρατηρούμε για όλη αυτή την περίοδο και σε πόλεις, όπως η Χαλκίδα στη Στερεά Ελλάδα, το Αίγιο, ο Πύργος και η Σπάρτη στην Πελοπόννησο, ο Βόλος,
η Νέα Ιωνία και τα Τρίκαλα στη Θεσσαλία, τα Γιαννιτσά, η Έδεσσα, η Κατερίνη, το
ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ
ΔΗΜΟΣ
Άνω Λιόσια
Ασπρόπυργος
ΑΤΤΙΚΗ
Ισοζύγιο
Μετανάστευ
σης
(προσέγγιση)
1971-1980
(Β)
(Β-Α)
2096
5474
3378
Σύνολο
Γεννήσε
ιςΘάνατοι
19811990
(Γ)
Μεταβολ
ή
Πληθυσμ
ού 19811990
Ισοζύγιο
Μετανάστευ
σης
(προσέγγιση)
1981-1990
(Δ)
(Δ-Γ)
2143
4535
2392
897
1203
306
764
3218
2454
4571
15564
10993
4212
19513
15301
Ελευσίνα
2699
1785
-914
1792
2473
681
Μέγαρα
2025
425
-1600
1253
2684
1431
Σύνολο
ΣΤΕΡΕΑ
ΕΛΛΑΔΑΕΥΒΟΙΑ
Μεταβολ
ή
Πληθυσμ
ού 19711980
Αχαρνές
Σαλαμίνα
Π.Σ. ΑΘΗΝΑΣ
Σύνολο
Γεννήσε
ιςΘάνατοι
19711980
(Α)
1391
2443
1052
729
2254
1525
13679
26894
13215
10893
34677
23784
243170
490180
247010
116906
34677
-82229
Αγρίνιο
4619
3120
-1499
4000
5160
1160
Θήβα
1546
2741
1195
1610
793
-817
Λαμία
4510
3795
-715
3173
2417
-756
Λειβαδιά
2108
1419
-689
1734
1573
-161
974
-1450
-2424
493
752
259
Χαλκίδα
5449
8567
3118
4660
6779
2119
Σύνολο
19206
18192
-1014
15670
17474
1804
Π.Σ. Αθήνας
Μεσολόγγι
27
Η ΦΥΣΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΣΤΟΝ ΑΣΤΙΚΟ ΧΩΡΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΤΑ
ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1971-1998
Σύνολο
ΠΕΛΟΠΟΝΝΗ
ΣΟΣ
19206
18192
-1014
15670
17474
1804
Αίγιο
1300
2045
745
482
1361
879
Αμαλιάδα
1169
521
-648
566
534
-32
Άργος
2027
1812
-215
1496
1199
-297
Καλαμάτα
3149
2613
-536
3839
1977
-1862
Κόρινθος
2198
1885
-313
1995
4754
2759
Πάτρα
15713
29935
14222
18147
11181
-6966
Πύργος
1348
1359
11
718
6507
5789
Σπάρτη
449
977
528
666
1109
443
-816
Τρίπολη
2249
1102
-1147
1934
1118
Σύνολο
29602
42249
12647
29843
29740
-103
Βόλος
4596
12682
8086
4005
5194
1189
Καρδίτσα
Λάρισα
ΘΕΣΣΑΛΙΑ
ΗΠΕΙΡΟΣ
Νέα Ιωνία
-1199
2249
2776
527
16180
11902
10729
-1173
1510
5131
3621
838
2104
1266
646
514
-132
338
1063
725
Τρίκαλα
4066
6063
1997
2788
3375
587
Σύνολο
27155
55708
28553
22120
25241
3121
Άρτα
2069
-1215
-3284
1609
804
-805
Ιωάννινα
5276
4699
-577
4832
11870
7038
Πρέβεζα
877
1223
346
847
679
-168
Σύνολο
8222
4707
-3515
7288
13353
6065
1969
5448
3479
952
-616
-1568
Βέροια
3369
7559
4190
2491
771
-1720
Γιαννιτσά
1571
2931
1360
1295
1422
127
Δράμα
1559
6417
4858
1933
1495
-438
Έδεσσα
930
2087
1157
860
1074
214
Καστοριά
2730
1726
-1004
1623
-2358
-3981
Κατερίνη
3841
3026
9334
6308
2339
6180
Κιλκίς
621
610
-11
549
991
442
Κοζάνη
3600
7754
4154
3849
559
-3290
Νάουσα
Π.Σ.
Θεσσαλονίκη
ς
1477
2008
531
973
411
-562
60601
148820
88219
37887
42868
4981
Πτολεμαΐδα
2575
5521
2946
3501
3016
-485
Σέρρες
1794
5316
3522
1322
4167
2845
Φλώρινα
Σύνολο
Αλεξανδρούπ
ολη
ΘΡΑΚΗ
1606
29712
Τίρναβος
ΝΗΣΟΙ ΙΟΝΙΟΥ Κέρκυρα
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
2805
13532
715
1398
683
530
-207
-737
84568
201481
116913
59152
60389
1237
2240
11540
9300
1797
2459
662
Καβάλα
2682
10141
7459
1767
196
-1571
Κομοτηνή
2334
5155
2821
2119
2985
866
28
ΔημητρΙΟς ΑνωγΙΑτης-Pelé, ΙωΑννης ΔημΟπΟυλΟς,
ΚωνςτΑντΙνΟς μΑυρέΑς
ΘΡΑΚΗ
Ξάνθη
Ορεστιάδα
Σύνολο
ΝΗΣΟΙ
ΑΙΓΑΙΟΥ
ΚΡΗΤΗ
2060
6674
4614
2408
3348
940
787
1958
1171
405
6
-399
10103
35468
25365
8496
8994
498
Ερμούπολη
945
371
-574
187
-847
-1034
Μυτιλήνη
692
689
-3
893
-144
-1037
Ρόδος
4890
8300
3410
4609
2008
-2601
Χίος
1795
-14
-1809
1201
-1176
-2377
Σύνολο
8322
9346
1024
6890
-159
-7049
Ηράκλειο
14796
24189
9393
14035
13780
-255
Ρέθυμνο
1628
2817
1189
2323
5874
3551
Χανιά
4477
6887
2410
1859
2626
767
Σύνολο
20901
33893
12992
18217
22280
4063
Πίνακας 6:
οι μεταβολές στον πληθυσμό των πόλεων και η διαφαινόμενη μετανάστευση κατά τις δεκαετίες
1970 και 1980.
Παρατηρήσεις: α) οι υπολογισμοί έγιναν επί του πραγματικού και όχι του μόνιμου πληθυσμού, β) τα δεδομένα
του (α) και του (γ) προέρχονται από τις καταγραφές της εςυε για τη φυσική κίνηση του πληθυσμού (εθνική
ςτατιστική υπηρεσία της ελλάδος, ςτατιστική της φυσικής Κινήσεως του Πληθυσμού της ελλάδος, ετών
1971-1997), ενώ εκείνα του (Β) και του (Δ) στηρίζονται στις απογραφές πληθυσμού της εςυε του 1971, 1981
και 1991, γ) ςτον πίνακα σημειώνονται οι πόλεις με διαφαινόμενο αρνητικό μεταναστευτικό ισοζύγιο, δ) το
Ιόνιο αντιπροσωπεύεται μόνο από την Κέρκυρα, αφού όλες οι υπόλοιπες πόλεις της περιφέρειας κατά τις δύο
αυτές απογραφές έχουν πληθυσμό μικρότερο των 10.000 κατοίκων.
Π.Σ. Θεσσαλονίκης και οι Σέρρες στη Μακεδονία, η Αλεξανδρούπολη, η Κομοτηνή
και η Ξάνθη στη Θράκη και τέλος, το Ρέθυμνο και τα Χανιά στην Κρήτη, γ) Αντιστρόφως, υπάρχουν πόλεις, οι οποίες, παρόλη τη φυσική αύξηση του πληθυσμού τους,
παρουσιάζουν μείωση του πραγματικού τους πληθυσμού τόσο κατά τη δεκαετία του
’70 όσο και κατά τη δεκαετία του ’80, εμφανίζουν δηλαδή αυξημένη συγκριτικά μεταναστευτική εκροή. Τέτοιες πόλεις είναι η Λαμία, η Λειβαδιά, η Αμαλιάδα, το Άργος,
η Καλαμάτα, η Τρίπολη, η Άρτα, η Καστοριά, η Ερμούπολη, η Μυτιλήνη και η Χίος,
δ) Αξιοσημείωτη είναι η μεταβολή που εμφανίζεται στο Π.Σ. Αθηνών, το οποίο κατά
τη δεκαετία του ’70 παρουσιάζει αξιόλογη πληθυσμιακή αύξηση, η οποία οφείλεται
και στο θετικό μεταναστευτικό ισοζύγιο, ενώ κατά την αμέσως επόμενη δεκαετία του
’80, παρόλη τη φυσική αύξηση, εμφανίζει περιορισμένη αύξηση του πληθυσμού του,
γεγονός που πρέπει να αποδοθεί στην αυξημένη μεταναστευτική εκροή της περιόδου
(απώλεια πληθυσμού).
Σε γενικές γραμμές, κατά τη διάρκεια της περιόδου 1971-1998, η εισροή μεταναστών και παλιννοστούντων έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του πραγματικού πληθυσμού της χώρας. Ιδιαίτερα σε χρονικές περιόδους, όπως οι περίοδοι
1975-1980 και 1993-1997, η είσοδος μεταναστών και παλιννοστούντων στη χώρα
29
Η ΦΥΣΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΣΤΟΝ ΑΣΤΙΚΟ ΧΩΡΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΤΑ
ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1971-1998
συνέβαλε, ώστε η πραγματική αύξηση του πληθυσμού να ξεπεράσει κατά πολύ τη
φυσική του αύξηση την ίδια περίοδο. Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’70 στην
Ελλάδα η φυσική αύξηση του πληθυσμού ευρίσκεται σε υψηλά συγκριτικά επίπεδα,
αντισταθμίζοντας μέρος της απώλειας του πληθυσμού λόγω της μετανάστευσης στο
εξωτερικό. Τα επόμενα χρόνια όμως -ιδιαίτερα από τις αρχές της δεκαετίας του ’90-,
παρατηρείται το αντίστροφο: η παλιννόστηση και γενικά, η εισροή μεταναστών αντισταθμίζει μέρος της «απώλειας» του πληθυσμού λόγω της μείωσης της φυσικής του
αύξησης.
Συμπεράσματα
Μελετώντας το σύνολο της φυσικής κίνησης του πληθυσμού στην Ελλάδα κατά
την περίοδο 1921-1997, διαπιστώνεται, ότι κατά το διάστημα 1925-1969 οι γεννήσεις
ξεπερνούν ετησίως τις 150.000 άτομα. Έκτοτε μειώνονται σταδιακά, με αποτέλεσμα
μετά το 1989 να ευρίσκονται λίγο πάνω από τα 100.000 άτομα ετησίως. Ο αριθμός
των ετήσιων θανάτων μειώνεται κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, για να αυξηθεί διαρκώς από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, φθάνοντας στα μέσα της δεκαετίας
του ’90, το όριο των 100.000 ετησίως, δηλαδή στα αριθμητικά όρια που οι θάνατοι ευρίσκονταν κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου (κυρίως κατά το διάστημα 1923-1940).
Αξίζει να επισημανθεί η σταδιακή μείωση της φυσικής αύξησης του πληθυσμού
-ιδιαίτερα από τα μέσα της δεκαετίας του ’80-, η οποία οδήγησε, από τα μέσα της
δεκαετίας του ’90, ώστε ο αριθμός των γεννήσεων στη χώρα να είναι περίπου ίσος με
εκείνον των θανάτων. Το ζήτημα αυτό αναδεικνύει το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα στην ανανέωση του πληθυσμού της.
Από τη μελέτη της φυσικής κίνησης των πόλεων σε όλη την περίοδο 1971-1998
διαπιστώνεται κατ’ αρχήν, ότι είναι λίγες οι πόλεις που επιδεικνύουν ένα δυναμισμό
ως προς την ανανέωση και τη φυσική αύξηση του πληθυσμού τους. Τριπλάσιο ή και
μεγαλύτερο αριθμό γεννήσεων, έναντι των θανάτων, εμφανίζουν μόνο τα Άνω Λιόσια,
το Ηράκλειο, η Καστοριά, η Κοζάνη και η Πτολεμαΐδα, ενώ λίγες είναι και εκείνες οι
πόλεις που ξεπερνούν το όριο του 2,5: Αγρίνιο, Αχαρνές, Ιωάννινα, Λάρισα, Ρέθυμνο
και Ρόδος. Αντίθετα, είναι αρκετές οι πόλεις της Αττικής και της περιφέρειας -τόσο
της ηπειρωτικής, όσο και της νησιωτικής χώρας- που εμφανίζουν πολύ μικρή φυσική
αύξηση του πληθυσμού τους αυτή τη χρονική περίοδο. Στη δεινότερη θέση ευρίσκονται η Ερμούπολη, η Μυτιλήνη και η Ναύπακτος, όπου η μέση ετήσια διαφορά των
γεννήσεων έναντι των θανάτων είναι 1,2, δηλαδή εκεί οι γεννήσεις υπερβαίνουν ελάχιστα τους θανάτους. Ανάμεσα στις πόλεις άνω των 100.000 κατοίκων, τη χαμηλότερη
μέση ετήσια αναλογία Γ/Θ παρουσιάζει το Π.Σ. Αθηνών, ενώ τοποθετούνται σε σαφώς καλύτερα επίπεδα το Π.Σ. Θεσσαλονίκης, η Πάτρα, η Λάρισα και το Ηράκλειο.
30
ΔημητρΙΟς ΑνωγΙΑτης-Pelé, ΙωΑννης ΔημΟπΟυλΟς,
ΚωνςτΑντΙνΟς μΑυρέΑς
Με βάση το κριτήριο της ένταξης των πόλεων σε διοικητικές περιφέρειες, οι πόλεις της Κρήτης και της Αττικής παρουσιάζουν υψηλότερο μέσο ετήσιο ρυθμό Γ/Θ,
ενώ οι πόλεις της Θράκης και των Νησιών του Ιονίου παρουσιάζουν το χαμηλότερο.
Σε όλες γενικά τις περιφέρειες παρατηρείται πτώση έως τα μέσα της δεκαετίας του
’80. Ωστόσο, στη συνέχεια, σε κάποιες περιφέρειες, είτε η κάθοδος δεν είναι τόσο
έντονη, είτε σημειώνεται άνοδος, δηλαδή σε αρκετές πόλεις φαίνεται να αυξάνονται
οι γεννήσεις.
Σε σύγκριση με τις προηγούμενες περιόδους (1921-1938 και 1956-1970), κατά την
περίοδο 1971-1998 στις περισσότερες ελληνικές πόλεις παρατηρείται μείωση της φυσικής αύξησης του πληθυσμού τους (δηλαδή ο μέσος ετήσιος λόγος Γ/Θ είναι συγκριτικά χαμηλότερος αυτή την περίοδο), με αποτέλεσμα αρκετές πόλεις να φαίνεται, ότι
«επιστρέφουν» στα αντίστοιχα μεσοπολεμικά επίπεδα της δεκαετίας του ’30 ή και του
’20. Είναι χαρακτηριστικό, ότι μόνο δύο πόλεις, η Κοζάνη και τα Ιωάννινα εμφανίζουν
-τόσο προπολεμικά, όσο και μεταπολεμικά- μια διαρκή υπεροχή των γεννήσεων έναντι των θανάτων.
Τέλος, φαίνεται ότι, κατά τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, η εισροή μεταναστών ή/
και παλιννοστούντων έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην αύξηση του πληθυσμού αρκετών
πόλεων. Κάτι ανάλογο παρατηρείται σε όλες τις πόλεις της Αττικής -πόλεις δηλαδή
που ευρίσκονται περιφερειακά του Π.Σ. Αθηνών-, καθώς και στη Χαλκίδα, το Αίγιο,
τον Πύργο, τη Σπάρτη, το Βόλο, τη Νέα Ιωνία, τα Τρίκαλα, τα Γιαννιτσά, την Έδεσσα,
την Κατερίνη, το Π.Σ. Θεσσαλονίκης, τις Σέρρες, την Αλεξανδρούπολη, την Κομοτηνή, την Ξάνθη, το Ρέθυμνο και τα Χανιά. Αντιστρόφως, υπάρχουν πόλεις που, παρόλη
τη φυσική τους αύξηση, παρουσιάζουν μείωση του πληθυσμού τους οφειλόμενη κυρίως στις μεταναστευτικές εκροές που παρατηρούνται. Στην ίδια κατηγορία εντάσσεται
και το Π.Σ. Αθηνών κατά την περίοδο 1981-1990.
31
Παναγιώτα Βαθη, ΔημητριΟς ΚαΠΟγιαννης,
ΕΥαγγΕΛΟς ΠΟΛιτης-ςτΕργιΟΥ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΒΑΘΗ
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΠΟΓΙΑΝΝΗΣ
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ-ΣΤΕΡΓΙΟΥ
Η ΣΥΝΕΡΓΙΑ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗΣ
ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΟΙΝωΝΙΚΗΣ/ΑλλΗλΕΓΓΥΑΣ
ωΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΠΡΟωθΗΤΙΚΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ
Δημογραφικές συνιστώσες μιας έρευνας για την καλλιέργεια της δημιουργικότητας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Περίληψη
Στην παρούσα εργασία εξετάζεται κατά πόσο και με ποιους τρόπους το σύστημα
παιδείας και, ειδικότερα, το παιδαγωγικό πνεύμα που επικρατεί στην Τριτοβάθμια,
ιδίως, Εκπαίδευση θα μπορούσαν να εμπλουτιστούν με ένα εναλλακτικό παιδαγωγικό παράδειγμα. Ένα διαφοροποιημένο, ως προς τις δεσπόζουσες παιδαγωγικές αντιλήψεις, παράδειγμα, που θα το διατρέχουν αξίες και αρχές, οι οποίες αποτελούν τόπο
κοινό αφενός μιας παιδείας συνεργατικής και αφετέρου μιας οικονομίας κοινωνικής
και αλληλέγγυας.
Εξετάζονται, επίσης, οι στάσεις των φοιτητών απέναντι σε μια τέτοια προοπτική,
κυρίως μέσα από τη διερεύνηση των υφιστάμενων δυνατοτήτων αλλά και των ενδεχομένων διεύρυνσής τους προς μια κατεύθυνση που θα προάγει τη δημιουργικότητα
και την καινοτομία.
Η μελέτη αυτή αξιοποιεί συμπεράσματα από έρευνα που εκπονήθηκε με θέμα:
«Πολυπρισματική-Διεπιστημονική προσέγγιση και αξιολόγηση της Δημιουργικότητας των φοιτητών, με έμφαση στην εφαρμογή στατιστικών αναλύσεων» (από την
οποία αντλήθηκαν και οι δημογραφικές συνιστώσες του θέματος).
Εισαγωγή
Διαδοχικές έρευνες στο πεδίο της οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας και της
ιστορικής δημογραφίας έχουν δείξει πως μεγάλες πληθυσμιακές μετακινήσεις, εξαι-
33
Η συνεργία παίδείασ συνεργατίκΗσ καί οίκονομίασ κοίνωνίκΗσ/αλλΗλεγγυασ
ωσ παραγοντασ προωθΗτίκοσ τΗσ δΗμίουργίκοτΗτασ καί τΗσ καίνοτομίασ
τίας περιβαλλοντικών καταστροφών, πολέμων, συνοριακών μεταβολών και άλλων
έκτακτων οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών, όπως αυτές που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια, δημιούργησαν καταστάσεις για την αντιμετώπιση των οποίων η συμβολή μιας οικονομίας «εκ των κάτω», όπως είναι η Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία, έχει αποδειχτεί εξαιρετικά αποτελεσματική.
Είχαμε, για να μιλήσουμε ενδεικτικά, σε προηγούμενο άρθρο μας (Καπογιάννης,
Πολίτης-Στεργίου, 2011) την ευκαιρία να αναδείξουμε, εν προκειμένω, τη σημασία
που είχε, κατά την περίοδο μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και τη Μικρασιατική
καταστροφή, για τη μετέπειτα πορεία της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, η προσφυγή, προκειμένου να αξιοποιηθεί ο παραγωγικός συντελεστής «εργασία» που ήταν
«εν αφθονία» διαθέσιμος, σε θεσμούς της Κοινωνικής Οικονομίας (το γνωστό εγχείρημα αποκατάστασης αγροτών και αστών προσφύγων).
Στην εποχή μας, η οικονομική, κοινωνική και αξιακή κρίση και ο τρόπος αντιμετώπισής της έχουν οδηγήσει σε μυριάδες ανέργων, ημιαπασχολούμενων και επισφαλώς
απασχολούμενων, ενώ έχουν περιορίσει τις δυνατότητες οικονομικής ευμάρειας που,
κατά την προηγούμενη περίοδο, είχαν προκύψει τεχνητά από ένα σαθρό αναπτυξιακό
πρότυπο. Πρότυπο που ευδοκιμούσε και στηριζόταν στην καλλιέργεια ατομικιστικών
συμπεριφορών ενσωματωμένων συχνά και στο δεσπόζον παιδαγωγικό πνεύμα και
αναπαραγόμενων από αυτό.
Συνεπώς, μια αλλαγή αναπτυξιακού προτύπου δεν μπορεί να προκύψει μόνο από
έναν νέο τεχνοκρατικό σχεδιασμό, αλλά από ένα άλλο πρότυπο κοινωνικής συμπεριφοράς και παιδαγωγικής αντίληψης.
Η αναζήτηση βιώσιμων, σε μακρά διάρκεια χρόνου, λύσεων, δημιούργησε εκ νέου
το ερέθισμα να διερευνηθούν, με δεδομένη την πλεονάζουσα σήμερα διαθεσιμότητα
του παραγωγικού συντελεστή εργασία, εναλλακτικά πρότυπα μόρφωσης, προσωπικής συγκρότησης και κοινωνικής συμπεριφοράς. Σε πολλές περιφέρειες της Ευρώπης,
μετά το ξέσπασμα της κρίσης, έχουν δημιουργηθεί δίκτυα εναλλακτικής οικονομίας
σε ποικίλες μορφές. Υπάρχουν σήμερα χιλιάδες άνεργοι νέοι, οι οποίοι επιστρέφουν
στην ύπαιθρο μετά το πέρας των σπουδών τους και δημιουργούν παραγωγικούς συνεταιρισμούς, συνεταιρισμούς ανανεώσιμων πηγών ενέργειας κ.λπ, ενώ κάνουν την εμφάνισή τους δίκτυα ανταλλαγής αγαθών χωρίς τη διαμεσολάβηση χρήματος. Το ίδιο
συμβαίνει σε μεγάλες πόλεις, όπου πανευρωπαϊκά κέντρα ανταλλαγής αγαθών και
εργασίας, συνεταιρισμοί ενοικιαστών, συνεταιρισμοί στεγαστικοί κ.λπ εξαπλώνονται,
καθώς καλύπτουν πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας. Η δράση τους μάλιστα έχει
την υποστήριξη μιας συνεχώς διευρυνόμενης κοινωνικής βάσης, όπως οργανώσεις
χειροτεχνών, βιοτεχνικοί και μικροβιομηχανικοί συνεταιρισμοί κ.α. (K.H. roth & Z.
Παπαδημητρίου, 2013, σ.117).
Όπως τονίζουν σημαντικοί ερευνητές του πεδίου των Κοινωνικών Επιστημών, «σε
34
Παναγιώτα Βαθη, ΔημητριΟς ΚαΠΟγιαννης,
ΕΥαγγΕΛΟς ΠΟΛιτης-ςτΕργιΟΥ
αυτές τις μικροοικονομικές κοινότητες ανοίγονται άγνωστοι μέχρι τώρα ορίζοντες
εμπειρίας καθώς και διαδικασίες μάθησης. Ανακαλύπτουν νέους τρόπους οργάνωσης
της ζωής τους, που στηρίζονται στην αλληλοβοήθεια, στην κοινωνική και οικονομική
ισότητα και στην ενδυνάμωση των κοινωνικών σχέσεων αλληλεγγύης» (στο ίδιο, 2.
117).
Οι αξίες του συνεργατισμού που καλλιεργούνται μέσω μιας παιδείας συνεργατικής
και οι αντίστοιχες πρακτικές που αναλαμβάνουν να υλοποιήσουν θεσμικά μορφώματα Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας (τυπικές και άτυπες εκδοχές αυτής)
έρχονται να συνεισφέρουν, μεταξύ άλλων σε ένα αναπροσανατολισμό της παιδείας,
της κοινωνίας και της οικονομίας. Άλλωστε, όπως ήδη έχει προσφυέστατα τονιστεί:
«ο συνεργατισμός είναι μια οικονομική κίνηση που χρησιμοποιεί την εκπαίδευση…»,
υποστηρίζεται (όμως) ότι είναι «…εξίσου αληθινό πως ο συνεργατισμός αποτελεί και
ένα παιδαγωγικό ρεύμα, μια νέα κουλτούρα, που χρησιμοποιεί την οικονομική δράση» (M. colombain, 1959, σ. 84).
Τούτο στο βαθμό που υπάρχει μια ώσμωση (Καπογιάννης, 2011, σ. 72-73) αρχών
και αξιών όπως: αλληλεγγύη, ισοτιμία, υπευθυνότητα (αυτευθύνη), αυτοβοήθεια,
δημοκρατία (ian Macpherson, 1997, σ.1) αυτενέργεια, αυτομόρφωση, αυτοέκφραση,
αυτοπεποίθηση, αυτοοργάνωση, αυτοδιαχείριση, οι οποίες είναι εγγεγραμμένες τόσο
στις «γενετικές οδηγίες» μιας παιδείας και κουλτούρας συνεργατικής όσο και στο «γενετικό κώδικα» της Κοινωνικής/Αλληλέγγυας Οικονομίας.
Ειδικότερα μπορούμε να ανιχνεύσουμε αλληλοσυσχετίσεις, αλληλοτροφοδότηση
και αλληλοενίσχυση αλλά και παραγοντική συνεργία ανάμεσα αφενός σε υπευθυνότητα, αυτοδέσμευση, αυτοοργάνωση, αυτοβοήθεια και αφετέρου σε αυτοέκφραση,
δημιουργική πρωτοβουλία και οριζόντια δημοκρατική οργάνωση, όπως επίσης ανάμεσα αφενός στην αυτομόρφωση και αυτενέργεια (Χατζάτογλου, Κουλουγλιώτης,
1979, σ.92-94) και αφετέρου στην ισχυρή αυτοπεποίθηση και την αυτοδιαχείριση.
Με άλλα λόγια, η πρακτική εφαρμογή των περισσότερων από αυτές τις αξίες και
αρχές, ακόμη και αν δεν θεωρηθεί ως αυτοσκοπός (parnell, 2000, σ. 91) μπορεί να
είναι παράγωγο της συνεργατικής δράσης και μπορεί να αποτελέσει νέο «ορμητήριο»
(ή κίνητρο) για την παραπέρα εξάπλωση αυτών.
Τούτο στο μέτρο μάλιστα που ορισμένες συνιστούν βασικές ανθρώπινες αξίες, ιδίως όταν αυτές είναι συνυφασμένες και με οικονομικά αποτελεσματικές πρακτικές.
Πιο συγκεκριμένα, μια από τις σοβαρότερες δυσκολίες που αναφύονται για την
τόσο αναγκαία σε περιόδους κρίσης παραγωγική ανασυγκρότηση, με κατάλληλη αξιοποίηση του θεσμικού εξοπλισμού της Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας, είναι και η έλλειψη προηγούμενης σχετικής πείρας. Τούτο, μεταξύ άλλων, οφείλεται και
στο γεγονός ότι το υφιστάμενο σύστημα παιδείας αλλά, και γενικότερα, το σύστημα
κοινωνικοποίησης, δεν παρέχει ουσιαστικά στοιχεία μάθησης ως προς την αυτοοργά-
35
Η συνεργία παίδείασ συνεργατίκΗσ καί οίκονομίασ κοίνωνίκΗσ/αλλΗλεγγυασ
ωσ παραγοντασ προωθΗτίκοσ τΗσ δΗμίουργίκοτΗτασ καί τΗσ καίνοτομίασ
νωση (παράβαλε και: Μαντέλ -Βογκτ, 1973, σ.307).
Γι’αυτό, κατά τον parnell, χρειάζεται σχετική προπαίδεια για τους υπάρχοντες και
τους εν δυνάμει κατόχους θέσεων ευθύνης σε θεσμούς Κοινωνικής Οικονομίας. Όπως
τονίζει: «…πολύ συχνά υπάρχει έλλειψη αυτοπεποίθησης σε πρόσωπα που θα μπορούσαν να συμβάλουν τα μέγιστα. Πρέπει να σχεδιαστούν προγράμματα που θα ενισχύσουν την αυτοπεποίθηση των ανθρώπων και θα αναπτύξουν τις ικανότητές τους,
έτσι ώστε να μπορούν να εκφράσουν όχι μόνο τις δικές τους απόψεις αλλά και των
άλλων μελών…» (parnell, 2000, σ. 110-111).
Τούτο ιδιαίτερα στο βαθμό που, μέσα από την ανάπτυξη της ικανότητας για αυτοοργάνωση, οι νεότερες γενιές είναι πλέον σε θέση να συνειδητοποιούν ότι μπορούν
να κάνουν με τα δικά τους μέσα και με το δικό τους τρόπο, όχι ως απλοί εκτελεστές
εντολών, με μηχανιστική αναπαραγωγή αυτών, αλλά ως συνειδητοί δρώντες, αυτά
που προάγουν τη μάθηση και τη ζωή τους, δηλαδή, κατά τη διατύπωση των Μπουρντέ και Γκιγιέρμ (1981, σ. 267) να γίνονται «οι ίδιοι δημιουργοί της δικής τους ζωής».
Έτσι, η συλλογική δράση στην καθημερινή ζωή, η δράση που την ορίζουν οι νέοι μόνοι
τους, θα τους επιτρέπει να συνειδητοποιούν τη δύναμή τους και να υπερασπίζονται
τα δικαιώματά τους, οικοδομώντας, έτσι την αυτοπεποίθησή τους (Μαντέλ, Βογκτ,
1973, σ.317).
Σε αυτή την εργασία επιχειρούμε, λοιπόν, να συζητήσουμε τη θέση σύμφωνα με
την οποία όταν υπάρχει συνεργία μεταξύ θεσμών και δράσεων, που εμπνέονται από
τις αρχές και τις αξίες τόσο της συνεταιριστικής παιδείας όσο και της Κοινωνικής και
Αλληλέγγυας Οικονομίας, επιτυγχάνεται ένα συνθετικό αποτέλεσμα που είναι μεγαλύτερο από το άθροισμα των επιμέρους συστατικών. Η θέση αυτή, επίσης, εκκινεί
από (και εμπεριέχει) την παραδοχή πως αυτή η συνεργία μπορεί να συμβάλλει στη
διαμόρφωση ενός νέου αναπτυξιακού προτύπου, καθώς κατατείνει στην προαγωγή
της δημιουργικότητας και της καινοτομίας, από έναν διαφορετικό της ατομικότητας
και μηχανιστικής αναπαραγωγής γνώσης δρόμο.
Η εργασία περιλαμβάνει δύο μέρη: το θεωρητικό, όπου αναδεικνύεται ο ρόλος
μιας παιδείας εναλλακτικής, ενταγμένης στην προοπτική μιας οικονομίας με συναφές αξιακό περιεχόμενο, ώστε να συλλειτουργούν προωθητικά για τη δημιουργικότητα και συνακόλουθα την καινοτομία και το ερευνητικό. Σε αυτό το δεύτερο μέρος
παρουσιάζονται στοιχεία και γίνεται αξιοποίηση των συμπερασμάτων έρευνας που
πραγματοποιήθηκε στο Πανεπιστήμιο Πατρών, από την οποία προκύπτει ο βαθμός
καλλιέργειας της δημιουργικότητας των φοιτητών κατά τη διαδικασία διδασκαλίαμάθηση-αξιολόγηση με παράλληλη ανάδειξη των δημογραφικών συνιστωσών του
υπό μελέτη θέματος (Βάθη, 2014).
36
Παναγιώτα Βαθη, ΔημητριΟς ΚαΠΟγιαννης,
ΕΥαγγΕΛΟς ΠΟΛιτης-ςτΕργιΟΥ
ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΟ ΕΜΠΝΕΥΣΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Η ανάγκη για αποδέσμευση του δημιουργικού δυναμικού και ο ορίζοντας για τους
συλλογικούς προσανατολισμούς.
Ο απεγκλωβισμός και η έκλυση του δημιουργικού δυναμικού
Η συνήθης κριτική που ασκείται στο υφιστάμενο σύστημα παιδείας είναι πως
εγκαθιδρύει διαδικασίες μετάδοσης της γνώσης, περιοριζόμενο στην αναπαραγωγή
της χωρίς να προσφέρονται κίνητρα για τη διεύρυνση των οριζόντων των παιδαγωγούμενων.
Από πολλούς το γεγονός αυτό αποδίδεται στον «εξετασιοκεντρικό» (Αγγελόπουλος, 2007, σσ. 61-67) χαρακτήρα της παιδείας και ιδιαίτερα στην «ολέθρια σύνδεση
της εκπαίδευσης με την εισαγωγή στα πανεπιστήμια» (Μπαμπινιώτης, 2010). Στην
πραγματικότητα, όμως, φαίνεται πως τούτο ανάγεται σε γενικότερες (δομικές) αιτίες
που αποθαρρύνουν τη δημιουργία και καλλιέργεια κριτικού πνεύματος. Μια εύλογη
εξήγηση που διατύπωσε ο σημαντικός παιδαγωγός Πάουλο Φρέιρ και η οποία υιοθετήθηκε, μεταξύ άλλων, και από τον Νόαμ Τσόμσκι, είναι, ενδεχομένως, το ότι, κατά
κανόνα, τα «επίσημα» συστήματα Παιδείας είναι προσανατολισμένα «…και στη διατήρηση των υπαρχουσών κοινωνικών και οικονομικών δομών αντί της αλλαγής τους»
(N. chomsky, 2009, σ. 34).
Για παράδειγμα, γίνονται πλέον ευρύτερα αποδεκτές διαπιστώσεις σημαντικών
παιδαγωγών και κοινωνικών φιλοσόφων (όπως οι Φέρρερ, Γκόντγουιν κ.α.) κατά τις
οποίες η ιεραρχική δομή της βιομηχανικής κοινωνίας και ορισμένοι τύποι χαρακτηριολογικών γνωρισμάτων που διαμόρφωσε, στο συγκεκριμένο τύπο κοινωνίας, το «επίσημο» σύστημα παιδείας, είχαν, κατά κανόνα, συμβατότητα. (Τζόελ Σπρινγκ, 1987,
ιδίως σσ. 22-24).
Σε συνάφεια με τα παραπάνω, μπορεί να υποστηριχθεί πως, και στο πλαίσιο του
ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, το «επίσημο» σύστημα παιδείας όχι μόνο αποθαρρύνει την κριτική και δημιουργική σκέψη (Αγγελόπουλος, 2000) αλλά, ακόμη παραπέρα, μέσω των «ιερών» εξετάσεων κατασκευάζει μηχανισμούς που υπονομεύουν
το σύστημα παραγωγής γνώσης.
Μπορούμε βάσιμα να υποστηρίξουμε πως στην ουσία λειτουργεί, συνήθως, ως
επισχετικός μηχανισμός που παρεμποδίζει την έκλυση του δημιουργικού δυναμικού
των νέων, οι οποίοι, μάταια, αναζητούν διαύλους διοχέτευσής του. Τούτο μαρτυρεί
και η «δίψα» που εμφανίζεται οσάκις δίνονται ευκαιρίες δημιουργικής αυτοέκφρασης,
όπως επιβεβαιώνεται και από τα ευρήματα της έρευνας που παραθέτουμε στη συνέχεια.
37
Η συνεργία παίδείασ συνεργατίκΗσ καί οίκονομίασ κοίνωνίκΗσ/αλλΗλεγγυασ
ωσ παραγοντασ προωθΗτίκοσ τΗσ δΗμίουργίκοτΗτασ καί τΗσ καίνοτομίασ
Όλο και πιο επιτακτικά επομένως, και ιδιαίτερα μέσα σε συνθήκες κρίσης, προβάλλει το αίτημα για σταδιακή υπέρβαση του υπάρχοντος συστήματος παιδείας προς ένα
διαφορετικό, με ορίζοντα νέους κοινωνικούς και συλλογικούς προσανατολισμούς. Η
μετάβαση, δηλαδή, από ένα σύστημα που υποθάλπει και αναπαράγει το ίδιο σύστημα
αξιών, σε ένα άλλο σύστημα παιδείας. Σύστημα εμπνευσμένο από τις αξίες της αλληλεγγύης και του συνεργατισμού, που θα υποκινεί διαδικασίες παραγωγής γνώσης με
νέους όρους. Ένα σύστημα, επίσης, που θα συνδέει «τον προσδιορισμό των αναγκών
και την οργάνωση της κάλυψής τους με τις διαδικασίες παραγωγής γνώσης», κυρίως
μέσα από την αξιοποίηση των νέων δυνατοτήτων που προσφέρουν «…οι μορφές της
ομότιμης (peer to peer) παραγωγής και της αλληλέγγυας οικονομίας» (Π. ΛινάρδοςΡυλμόν, 2014) και το οποίο θα λειτουργεί σαν μοχλός για την προώθηση της καινοτομίας και της δημιουργικότητας.
Οι κοινωνικοί πειραματισμοί που, από τώρα, μέσα από ρωγμές στους υπάρχοντες
θεσμούς, λαμβάνουν χώρα και συνδέονται με μια οικονομία κοινωνική και αλληλέγγυα, αποτελούν προπαίδεια για μία παιδαγωγική της αυτονομίας (βλέπε παρακάτω)
και της δημιουργικότητας.
Είναι προφανές, πως μέσα στις συνθήκες μιας οικονομίας «έκτακτης ανάγκης» που
συνεπιφέρει η κρίση, επιταχύνεται η διαδικασία «τήξης» (κατά την εύστοχη Σαρτρική
διατύπωση1) υφιστάμενων θεσμών ετεροδιαχείρισης ή ετερονομίας, γεγονός που γεννά την ανάγκη προσφυγής στους αυτοδιαχειριστικούς θεσμούς της Κοινωνικής και
Αλληλέγγυας Οικονομίας. Μέσα από το θεσμικό πλουραλισμό και τους κοινωνικούς
πειραματισμούς που αυτή υποκινεί θα αναδύονται, κάθε φορά, εκείνοι που θα είναι
πιο πρόσφοροι για να απελευθερώνουν το δημιουργικό δυναμικό που εμπερικλείουν
οι νέες, εγκλωβισμένες επί του παρόντος, παραγωγικές δυνάμεις. Τούτο στο βαθμό
που με την αυτοδιαχείριση διαμορφώνονται, όπως έχουν δείξει σύγχρονες μελέτες
(Η. Νικολόπουλος, 2013, σ. 69) συνθήκες πρόσφορες για την έκλυση των τεράστιων
δημιουργικών δυνάμεων που παρέμεναν αδρανοποιημένες, κυρίως εξαιτίας του αυταρχικού παιδαγωγικού παραδείγματος και του ιεραρχικού μοντέλου οργάνωσης της
οικονομίας και της κοινωνίας.
Αξίζει εδώ να υπενθυμίσουμε πως από ετών σε διάφορες χώρες (και στην Ελλάδα2), έχουν αναληφθεί σημαντικές πρωτοβουλίες και έχει προταθεί να αξιοποιηθούν
θεσμοί, όπως αυτός των σχολικών συνεταιρισμών3 που κινούνται προς μια τέτοια
κατεύθυνση (Baudrit, 2007, p.20). Με παρόμοιους συλλογικούς προσανατολισμούς,
1
2
3
Υ. Μπουρντέ & Α. Γκιγιέμ (1981), σ. 275.
Κλήμης, 1993.
Η κεντρική ιδέα των συνεταιρισμών: «όλοι συμβάλλουν στην ανάπτυξη της κοινωνικής δομής, όλοι
παίρνουν αυτό που έχουν ανάγκη» θα μπορούσε να μεταφερθεί και στο σχολείο. Με βάση αυτή την
αρχή, το παιδί θα μπορούσε να αναπτύξει την προσωπικότητά του στους κόλπους μιας ορθολογικής
κοινότητας την οποία υπηρετεί και η οποία το υπηρετεί (Freinet, 1977, p. 18). Ετσι, οι σχολικοί συνεταιρισμοί λειτουργούν ως κοινότητες συμβίωσης, στις οποίες οι μαθητές ζουν μαζί, εργάζονται μαζί,
μαθάινουν μαζί, καθορίζοντας οι ίδιοι τους κανόνες λειτουργίας (Baudrit, 2007, p. 20).
38
Παναγιώτα Βαθη, ΔημητριΟς ΚαΠΟγιαννης,
ΕΥαγγΕΛΟς ΠΟΛιτης-ςτΕργιΟΥ
κατά τον 20ο αιώνα προτάθηκαν και άλλες μορφές συλλογικής δραστηριότητας,
όπως οι σχολικές κοινότητες και οι μαθητικές κολεκτίβες (Baudrit, 2007, pp. 19-20),
αλλά και άλλες που εντάσσονται σε μια αυτοδιαχειριστική προοπτική, αφού θεωρούνται συμβατές με συνεργατικής έμπνευσης παιδαγωγικές αντιλήψεις που δίνουν έμφαση στην προαγωγή της δημιουργικότητας.
Θετικός κοινωνιοτροπισμός: Ένας νέος ορίζοντας για τους συλλογικούς προσανατολισμούς.
Προκειμένου να εντρυφήσουμε στην αποκρυπτογράφηση εσωτερικών μηχανισμών που δημιουργούν ωσμώσεις μεταξύ κοινωνίας, οικονομίας, παιδείας, δημιουργικότητας, καινοτομίας, είναι χρήσιμο να εμπλουτίσουμε και τον εννοιολογικό μας
εξοπλισμό.
Σε μια τέτοια προσπάθεια έρχεται να συνεισφέρει και η εισαγωγή ενός νέου όρου
στον επιστημονικό διάλογο που ήδη, σε νέες συνθήκες πλέον, διεξάγεται αναφορικά
με τις προαναφερθείσες συνάφειες. Δεν πρόκειται για «νεολογισμό», αλλά για όρο
που φέρει θετικό προωθητικό φορτίο όσον αφορά στην εξέλιξη και τον προσανατολισμό του όλου εγχειρήματος. Κάνοντας λόγο, λοιπόν, για θετικό κοινωνιοτροπισμό
εννοούμε την ειδική εκείνη περίπτωση τροπισμού4 κατά την οποία οι ατομικά ή και
συλλογικά δρώντες είναι προσανατολισμένοι στην, κατά προτεραιότητα, ικανοποίηση των αναγκών της κοινωνίας και την παραγωγή του κοινωνικού ιστού (de angelis,
2013, σσ. 138-139) και εμπνευσμένοι από σύστοιχες παιδαγωγικές αρχές και αξίες.
Πριν προχωρήσουμε στη συγκεκριμενοποίηση των συναφειών είναι χρήσιμη, κατά
το μέρος που αφορά στην παιδεία, η υπενθύμιση της σημαντικής διάκρισης που γίνεται μεταξύ παιδείας εργαλειακής και παιδείας της αυτονομίας. Το στοιχείο, λοιπόν,
που διαφοροποιεί τη μια από την άλλη είναι πως η δεύτερη εκκινεί από μια θεμελιακή
παραδοχή σύμφωνα με την οποία η αυτόνομη5 κοινωνία απαρτίζεται από αυτόνομα άτομα και, αντίστροφα, πως άτομα αληθινά αυτόνομα «…δεν μπορούν να υπάρχουν παρά μέσα σε μια αυτόνομη κοινωνία και διαμέσου μιας αυτόνομης κοινωνίας»
(Καστοριάδης & Μπεντίτ, 1981, σ.88). Για τον Καστοριάδη μάλιστα που επανέρχεται
συχνά στο θέμα αυτό (Λατούς, 2014, σ.28) μια τέτοια παιδεία «…για την αυτονομία
και προς την αυτονομία, μια παιδεία που κάνει όσους την έχουν -και όχι μονάχα τους
μαθητές- να θέτουν διαρκώς υπό αμφισβήτηση των εαυτό τους προκειμένου να μά4
5
Ως τροπισμός ορίζεται «μια αντίδραση προσανατολισμού προς (θετικός τροπισμός) ή μακριά από
(αρνητικός τροπισμός)». (Πάπυρος-Λαρούς – Μπριττάνικα, 1996).
Η έννοια της αυτονομίας εδώ χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή προς την έννοια της ετερονομίας
που είναι η αντίθετη όψη της και η οποία (αυτονομία) δεν πρέπει να περιορίζεται (όπως το θέλει η
φιλελεύθερη παράδοση) απλά στη χειραφέτηση του ατόμου από τις παραδόσεις (Λατούς, 2014, σ.
21).
39
Η συνεργία παίδείασ συνεργατίκΗσ καί οίκονομίασ κοίνωνίκΗσ/αλλΗλεγγυασ
ωσ παραγοντασ προωθΗτίκοσ τΗσ δΗμίουργίκοτΗτασ καί τΗσ καίνοτομίασ
θουν να πράττουν έχοντας συνείδηση των πράξεών τους…», είναι εκ των πραγμάτων
«…μια υπόθεση που ξεκινά με τη γέννηση [του ατόμου] και δεν ολοκληρώνεται παρά
μόνο με τον θάνατό του (Λατούς, 2014, σ.66). Στο σημείο αυτό πρέπει να αναδείξουμε
και τη σπουδαιότητα που έχει, εν προκειμένω, η παιδαγωγική της αυτομόρφωσης. Ως
τέτοια ορίζεται, κατά κύριο λόγο, «μια στάση ζωής, μια στάση απέναντι στη μόρφωση,
που προσανατολίζεται στην αποβολή του κυριαρχικού και του συμβατικού πνεύματος,
στην καλλιέργεια της ερευνητικής διάθεσης, της κριτικής σκέψης και της δημιουργικής
έκφρασης, στον αυτοκαθορισμό της προσωπικής και της κοινής ζωής, συμβάλει στην
κοινωνική ανάπτυξη και τη χειραφέτηση του ανθρώπου» (Βεργίδης, στο Βεργίδης et
al., 2011, σελ. 104-129). «η παιδαγωγική της αυτομόρφωσης αναφέρεται στη μόρφωση
ως ολικό κοινωνικό φαινόμενο, στο σύνολο, δηλαδή, των διαδικασιών που «μορφώνουν»
(μορφοποιούν) τους ανθρώπους και όχι μόνο σε εκείνες που περιορίζουν οι εκπαιδευτικοί θεσμοί» (Λιβιεράτος, 1983).
Διαφαίνεται, επομένως, η συγκρότηση του κοινού πεδίου όπου τέμνονται η συνεργατική παιδεία, ως κατεξοχήν παιδεία της αυτονομίας, η διά βίου μάθηση, η αυτομόρφωση, η Κοινωνική Οικονομία και το «Κοινωνικό Κεφάλαιο».
Ας ξαναπιάσουμε, τώρα, το νήμα από αυτό που αποτελεί την πεμπτουσία των θεσμών της Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας όπως συμπυκνώνεται στη γνωστή θέση του rob. owen (ενός εκ των θεμελιωτών του Συνεργατισμού) και σύμφωνα
με την οποία: Μια εναλλακτική κοινωνική οργάνωση χρειάζεται να είναι τέτοια που
«…να εναρμονίζει τα ατομικά συμφέροντα με τα συμφέροντα της κοινωνίας» (οπ.
αναφ. Καπογιάννης, 1990, σ.26).
Στις μέρες μας, όλο και περισσότερο, η συζήτηση αυτή για το θεσμικό και εννοιολογικό εξοπλισμό της Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας λαμβάνει πρόσθετες
διαστάσεις. Τούτο στο βαθμό που, όπως προαναφέρθηκε, εμπλουτίζεται και γονιμοποιείται από ειδικότερες σύστοιχες ιδεολογικές και επιστημονικές επεξεργασίες, που,
από διαφορετικές αφετηρίες, τείνουν να συνδέουν θεωρητικά τα περί «κοινωνικού
κεφαλαίου» και «συνεργατικής δημιουργικότητας» με το ευρύτερο πεδίο της Κοινωνικής Οικονομίας (της αλληλεγγύης ή της αγοράς)6 καθώς θεωρείται ότι συσχετίζονται
κατ’ άλλους με την ποικιλία των γόνιμων κοινωνικών ή και θεσμικών πειραματισμών
(Βαρκαρόλης, 2012 και Ποταμιάνος, 2013, ιδίως σσ. 71-72, 189-193), κατ’ άλλους δε
με την προώθηση και της καινοτομίας (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Νάσιουλας, 2013, σσ.
63, 65).
Δεν είναι, ίσως, τυχαίο πως τα τελευταία χρόνια στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος
της Ευρωπαϊκής Επιτροπής βρίσκεται, ως εναλλακτική μορφή επιχειρηματικότητας,
η κοινωνική επιχειρηματικότητα. Προτείνεται, μάλιστα, η μορφή αυτή ως εκείνη από
τις εναλλακτικές εκδοχές επιχειρηματικής δράσης που είναι περισσότερο συμβατή με
την προώθηση της καινοτομίας. Τούτο προκύπτει, μεταξύ άλλων, και από το γεγονός
6
Βλέπε σχετικά με τη διάκριση αυτή στο: Νικολόπουλος & Καπογιάννης, 2011, σ. 23.
40
Παναγιώτα Βαθη, ΔημητριΟς ΚαΠΟγιαννης,
ΕΥαγγΕΛΟς ΠΟΛιτης-ςτΕργιΟΥ
ότι από τον Οκτώβριο του 2011 βρίσκεται σε εξέλιξη σχετική πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής υπό τον τίτλο: «Πρωτοβουλία για τις κοινωνικές επιχειρήσεις-Δημιουργώντας ένα ευνοϊκό περιβάλλον για τις κοινωνικές επιχειρήσεις, τους κύριους
εταίρους στην Κοινωνική Οικονομία και την καινοτομία» (Νάσιουλας, 2013, σ. 14).
Ποιες είναι όμως οι ειδικότερες συσχετίσεις, που φέρνουν κοντά το Κοινωνικό
Κεφάλαιο7 με την Κοινωνική Οικονομία; Η αμοιβαιότητα και η εμπιστοσύνη είναι
εκείνες οι διαστάσεις που δημιουργούν τις στενές σχέσεις ανάμεσα στην Κοινωνική
και, ιδίως, Αλληλέγγυα Οικονομία και στο Κοινωνικό Κεφάλαιο (Bévort & Bucolo,
2006/2008, σ. 93). Οι κανόνες της αμοιβαιότητας δημιουργούν και την εμπιστοσύνη
ανάμεσα στα άτομα αλλά και τις αλληλέγγυες αξίες εντός των αλληλέγγυων δομών
αλλά και εκτός αυτών ( Bévort & Bucolo, 2006/2008, σ. 93). Έτσι, το μέλος μιας αλληλέγγυας δομής δημιουργεί Κοινωνικό Κεφάλαιο, αξιοποιώντας και αξιοδοτώντας τον
κοινωνικό δεσμό μέσω της αμοιβαιότητας. Κάθε μέλος μιας ομάδας επωφελείται από
τις διαφορετικές εμπειρίες των άλλων και όλοι μαζί τις διαθέτουν σ’ ένα, ευρύτερο,
τοπικό «κοινό» («αγορά»), σ’ ένα αυτόνομο δημόσιο –κοινό χώρο (Bévort & Bucolo,
2006/2008, σ. 92). Η ένωση, μη ιεραρχική–ισότιμη και διαβουλευτική, των προσώπων
δημιουργεί δραστηριότητες για μια ομάδα επωφελούμενων ή, μέσω της αυτο-οργάνωσης, απαντά συλλογικά σε μια ανάγκη, την οποία και τα ίδια τα πρόσωπα –μέλη
επιδιώκουν να ικανοποιήσουν ( Bévort & Bucolo, 2006/2008, σ. 92).
Ως κοινωνικο-πολιτικό πρόταγμα η Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία έχει
στη ρίζα της το Κοινωνικό Κεφάλαιο (Παπαδόπουλος, 2005, σ. 204-205), υπό την
έννοια ότι για την ύπαρξή της προϋποθέτει την ενεργοποίηση/αξιοποίηση του Κοινωνικού Κεφαλαίου, το οποίο δημιουργεί θεσμούς και ενώσεις του τρίτου οικονομικού φαινομένου. Ταυτόχρονα οι θεσμοί και ενώσεις /επιχειρήσεις ενδυναμώνουν το
Κοινωνικό Κεφάλαιο σε μια τοπική οικονομία και κοινωνία (Παπαδόπουλος, 2005, σ.
205). Όπως ήδη επισημάνθηκε, οι υπηρεσίες εγγύτητας της Αλληλέγγυας Οικονομίας βασίζονται στις καθημερινές πρακτικές των τοπικών πληθυσμών, τις σχέσεις
και συμβολικές ανταλλαγές , τις αξίες, τις προσδοκίες και τις επιθυμίες των χρηστών.
Μέσα από αυτό το δημόσιο ή κοινό μικρο- χώρο εγγύτητας, η προσφορά και η ζήτηση υπηρεσιών συγκατασκευάζονται -μέσω της αμοιβαιότητας και της εμπιστοσύνης
-από τις διαδράσεις των εμπλεκομένων φυσικών προσώπων ή/ και φορέων. (Laville,
1994, σ. 82-83, 85).
7
Με την έννοια που έχουν δώσει στον όρο «Κοινωνικό Κεφάλαιο» οι P. Bourdieu, J. Coleman και
R. Putnam, «πρόκειται για το σύνολο των μη οικονομικών πόρων, πραγματικών ή φανταστικών,
που αποδίδονται σε άτομα, ομάδα ή σε ένα δίκτυο κοινωνικών σχέσεων και χαρακτηρίζονται από
εμπιστοσύνη, αμοιβαιότητα και κοινά αποδεκτούς κανόνες συμπεριφοράς, που διευκολύνουν τη
συνεργασία και τη συλλογική δράση των ανθρώπων, με στόχο το γενικό συμφέρον. Αρα, το κοινωνικό κεφάλαιο μπορεί να εννοηθεί ως πόρος που έχει τη πηγή του στη συλλογική δράση και μπορεί
να έχει αποτελέσματα σε ευρύτατη οικονομική και κοινωνική κλίμακα» (Καραμάνου, 2003, σ. 3). Η
συσσώρευση Κοινωνικού Κεφαλαίου επιτυγχάνεται με: εθελοντική συμμετοχή σε δίκτυα, αμοιβαιότητα, εμπιστοσύνη, κανόνες (νόρμες), κοινότητα (Καραμάνου, 2006, σσ. 6-7).
41
Η συνεργία παίδείασ συνεργατίκΗσ καί οίκονομίασ κοίνωνίκΗσ/αλλΗλεγγυασ
ωσ παραγοντασ προωθΗτίκοσ τΗσ δΗμίουργίκοτΗτασ καί τΗσ καίνοτομίασ
Ανάμεσά τους οι θεσμοί της Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας φαίνεται
πως κατέχουν ξεχωριστή θέση στο μέτρο που, όπως προαναφέρθηκε, θεωρούνται
πρόσφοροι προκειμένου να συμβάλουν στην προώθηση της καινοτομίας και δημιουργικότητας αλλά και, στο πλαίσιο της «συνεργατικής δημιουργικότητας», αποτελούν
προϊόντα γόνιμων και δημιουργικών κοινωνικών πειραματισμών, ενώ συνιστούν, παράλληλα, σημαντικές θεσμικές καινοτομίες8.
Η συνεργατική παιδεία, από την άλλη πλευρά, διακρίνεται από χαρακτηριστικά
–αξίες που προωθούν τη δημιουργικότητα ως διαχρονικά ζητούμενης αξίας της εκπαίδευσης (οριζόντια οργάνωση σχέσεων εργασίας, εναλλαγή ρόλων, αυτοδιαχείριση)
και οι οποίες τη διαφοροποιούν από το κλασσικό και εδραιωμένο πρότυπο εκπαίδευσης, στο πλαίσιο του οποίου δίνεται πολύ μεγαλύτερη έμφαση στον ανταγωνισμό και την ατομικότητα. Έτσι, η αυτοδιαχείριση στο πλαίσιο της εκπαίδευσης είναι
ζητούμενο να επανέλθει9, καθώς στο σύγχρονο πολύπλοκο εργασιακό και κοινωνικό
περιβάλλον, οι δεξιότητες που απαιτούνται από τους πολίτες και τους εργαζόμενους
διαφοροποιούνται, γεγονός που αντανακλάται στις επιδιώξεις για την εκπαίδευση
ευρωπαϊκών και διεθνών φορέων, στις οποίες αναδεικνύεται η δημιουργικότητα ως
βασική δεξιότητα για την ένταξη στην αγορά εργασίας (Βεργίδης, 2000∙ ΚαρατζιάΣταυλιώτη, 2005∙ Μελέτη Μckinsey, 2013∙Πρόγραμμα Δημιουργική Ευρώπη, 2014).
Το ευνοϊκό περιβάλλον για τη δημιουργικότητα και την καινοτομία
Η μάθηση και η δημιουργικότητα εμπεριέχουν θεμελιώδεις διαδικασίες γνωσιακής
αλλαγής και, υπό κανονικές συνθήκες, είναι αλληλένδετες (π.χ. candy & edmonds,
1999).
Έχουν δοθεί πολυάριθμοι και διαφορετικοί ορισμοί για τη δημιουργικότητα από
τους οποίους ο ακόλουθος κρίνεται ως γενικότερος και περιεκτικότερος: ως δημιουργικότητα ορίζεται, λοιπόν, η ικανότητα/δεξιότητα του ατόμου να παράγει νέες ή
πρωτότυπες ιδέες, να έχει ενοράσεις, να μετασχηματίζει και να ανακαλύπτει, να κατασκευάζει αντικείμενα, τα οποία αναγνωρίζονται από τους ειδικούς ότι έχουν ξεχωριστή
επιστημονική, αισθητική, κοινωνική ή τεχνολογική αξία. Βασικό κριτήριο αξιολόγησης
ενός πονήματος ως «δημιουργικού» είναι η καινοτομία, αλλά απαιτείται, επίσης, να είναι χρήσιμο και αποδεκτό, ακόμη και αν η αξία του μεταβληθεί με την πάροδο του
8
9
Οι θεσμοί αυτοί και, γενικότερα, οι συνεργατικής έμπνευσης θεσμοί θεωρούνται πως εμπερικλείουν
ένα δυναμικό προωθητικό της δημιουργικότητας, ιδίως στο βαθμό που η «συνεργατικότητα» τείνει,
στο πλαίσιο αυτών, να αποτελεί όχι απλά σχέση παραγωγής αλλά και παραγωγική δύναμη (Ντήτριχ,
1983, σ.75 ∙ Lefebvre, 2004, σσ. 40-44 Baudrit, 2007, pp. 20, 23 ∙ Καπογιάννης, 2010, σσ. 72-73 De
Angelis, 2013, σσ. 33-35, 138)
Είναι γνωστό πως σε παλαιότερες εποχές (προ της δεκαετίας 1960), είχε ήδη διαμορφωθεί αντίληψη
προς αυτή την κατεύθυνση στους εμπλεκόμενους στο σχεδιασμό εκπαιδευτικής πολιτικής (π.χ. σχολικοί συνεταιρισμοί).
42
Παναγιώτα Βαθη, ΔημητριΟς ΚαΠΟγιαννης,
ΕΥαγγΕΛΟς ΠΟΛιτης-ςτΕργιΟΥ
χρόνου» (vernon, 1989). Επιπλέον, η δημιουργικότητα ορίζεται ως δεξιότητα αλλαγής
του νοητικού πλαισίου και εύρεσης εναλλακτικής λύσης, προβολής και θέασης του
προβλήματος από νέα οπτική γωνία. Συνδέεται με τις νοητικές λειτουργίες αλλά και
με τα συναισθήματα (Τριλιανός, 1997).
Υποστηρίζεται (Kampylis, 2010, σελ.39) ότι προκειμένου να προσεγγισθούν οι συνιστώσες αυτές πρέπει να διερευνηθούν σε βάθος οι σχέσεις μεταξύ ατομικών, γνωσιακών, κοινωνικών, πολιτιστικών και περιβαλλοντικών παραγόντων που δυνητικά
επηρεάζουν το δημιουργικό δυναμικό του ατόμου, γεγονός που συνδέεται και με το
Σχήμα 1.
Σχήμα 1:
μοντέλο για την διαδραστική έκφραση της δημιουργικότητας.
Πηγή: Βάθη, 2014, σ. 121
Ερευνητές από ποικίλα επιστημονικά πεδία και με διαφορετικό θεωρητικό υπόβαθρο προσεγγίζουν το παραπάνω σχήμα με διαφορετικούς τρόπους. Για παράδειγμα,
όσοι ερμηνεύουν τη δημιουργικότητα ως στοιχείο της προσωπικότητας ακολουθούν
την Χ-Α-Δ διαδρομή του διαγράμματος ενώ οι εξελικτικοί ψυχολόγοι και, γενικά, όσοι
ασχολούνται με τα χαρισματικά παιδιά επιλέγουν τις διαδρομές Π-Α-Δ, Π-Κ.Ε.-Α-Δ,
Π-Π.Ε.-Α-Δ. Φαίνεται πως το σχήμα αυτό προσεγγίζει ικανοποιητικά την ερμηνεία
της δημιουργικότητας καθώς ενσωματώνει σημαντικά στοιχεία της προσωπικότητας,
της γνωσιακής και αναπτυξιακής ψυχολογίας και της κοινωνιολογίας. Αναπαριστά
σχηματικά την κοινή άποψη ερευνητών (Magyari-Beck,1999) ότι η δημιουργικότητα
είναι μια σύνθετη σχέση αλληλεπίδρασης μεταξύ ατόμου και καταστάσεων, η οποία
επηρεάζεται από βιώματα του παρελθόντος καθώς και από το εκάστοτε συγκείμενο.
Η σχηματοποίηση αυτή των παραγόντων που αλληλεπιδρούν στις εκφάνσεις της δη-
43
Η συνεργία παίδείασ συνεργατίκΗσ καί οίκονομίασ κοίνωνίκΗσ/αλλΗλεγγυασ
ωσ παραγοντασ προωθΗτίκοσ τΗσ δΗμίουργίκοτΗτασ καί τΗσ καίνοτομίασ
μιουργικότητας είναι χρήσιμη για κάθε σχετικό ερευνητικό σχεδιασμό.
Η γνωσιακή προσέγγιση της δημιουργικότητας δεν μπορεί από μόνη της και να
την ερμηνεύσει, αλλά παραμένει σημαντικό στάδιο της διερεύνησης καθώς, υπό αυτό
το πρίσμα, η δημιουργικότητα θεωρείται ότι προκύπτει από τις συνηθισμένες γνωσιακές διαδικασίες, ότι είναι μέρος του γνωσιακού οπλοστασίου κάθε ανθρώπου και,
συνεπώς, μπορεί να διευκολυνθεί και να ενισχυθεί μέσω της κατάλληλης εκπαιδευτικής διαδικασίας (Finke et al., 1992). Συγκεκριμένα, υποστηρίζεται ότι «η κατανόηση
της δημιουργικότητας δεν θα είναι ολοκληρωμένη χωρίς τη λεπτομερή και αυστηρή
διερεύνηση των γνωσιακών διαδικασιών, από τις οποίες αναδύονται οι πρωτότυπες
ιδέες και μέσω των οποίων αναγνωρίζεται η δημιουργική προοπτική αυτών των ιδεών» (Ward, 2001). Διαπιστώνεται, λοιπόν, πόσο σημαντική είναι η επικέντρωση στις
γνωσιακές διαδικασίες που οδηγούν στη δημιουργικότητα καθώς όσο καλύτερη είναι
η κατανόησή τους τόσο περισσότερο θα καταστεί δυνατή η βελτίωσή τους μέσω της
εκπαίδευσης και της κατάρτισης10.
Οι φοιτητές/τριες, όπως προκύπτει από τη μελέτη των απαντήσεών τους, στο
πλαίσιο της εν λόγω έρευνας, θεωρούν ότι η δημιουργικότητά τους καλλιεργείται
μέσω της ενεργητικής συμμετοχής τους στη διαδικασία διδασκαλία/μάθηση (εργασίες, εργαστήρια, projects, κλινικές, συμμετοχή σε ημερίδες/συνέδρια κ.λπ.), αλλά και
τη σύνδεση των Προγραμμάτων Σπουδών με τον εν δυνάμει μελλοντικό επαγγελματικό τους χώρο και την αγορά εργασίας. Ο προβληματισμός αυτός αφορά σε όλες
τις βαθμίδες εκπαίδευσης, καθώς ενδέχεται μια διαφορετική διαδικασία διδασκαλίας
να κεντρίσει στους εκπαιδευόμενους το ενδιαφέρον για εξερεύνηση, περιέργεια, για
περαιτέρω γνώση που θα οδηγήσει σε ένα διαφορετικό τρόπο σκέψης και αντίληψης
ενισχύοντας, εν τέλει, τη δημιουργικότητά τους.
Ήδη από το 1980, ο Ι. Σολομών, αφουγκραζόμενος τις διεθνείς τάσεις, προέβαλε
μέσα από το έργο του το παράδειγμα της αυτομόρφωσης, με τις λέξεις-κλειδιά: μαθητεία, βούληση, αξιοποίηση της γνώσης μέσα από συνεργατικές διαδικασίες, σύνδεση γνώσης σχολείου και κοινωνίας (έννοιες που σχετίζονται με τους παράγοντες, οι
οποίοι, σύμφωνα και με τα ευρήματα της έρευνας , συμβάλλουν στην προώθηση της
δημιουργικότητας) να διατρέχουν το έργο του (Ασημάκη et al., 2011, σελ. 21 κ.ε.).
Χαρακτηριστικά, γράφει: «πρώτο γενικό πρόβλημα, τόσο φιλοσοφικό όσο και πρακτικό,
είναι η σχέση μεταξύ ελευθερίας και μάθησης. γιατί η ελευθερία στη μάθηση απαιτεί
συνειδητοποίηση και προσωπική υπευθυνότητα, αλληλεγγύη και αλληλοσεβασμό, ιδιότητες που η ανελευθερία και ο πειθαρχικός χαρακτήρας των μέχρι τώρα μαθησιακών
εμπειριών μας αλλά και της όλης κυριαρχούμενης ζωής δεν έχουν καλλιεργήσει» (Σολομών, 1991).
10
Eρευνητές (π.χ.Goldstein & Gessner, 1988) εκφράζουν την άποψη ότι, εφόσον σήμερα η κατάρτιση
έχει στόχο τη συστηματική εκμάθηση όχι μόνο δεξιοτήτων, κανόνων και εννοιών αλλά και στάσεων
και συμπεριφορών, δεν μπορεί παρά να ασχολείται, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, και με τη βαθύτερη
κατανόηση των ζητημάτων (Κόκκος, 2007).
44
Παναγιώτα Βαθη, ΔημητριΟς ΚαΠΟγιαννης,
ΕΥαγγΕΛΟς ΠΟΛιτης-ςτΕργιΟΥ
ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΣΥΝΙΣΤΩΣΕΣ ΚΑΙ ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΜΙΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ
ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ, ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΜΙΑΣ ΠΕΡΙ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ.
Δημογραφικά/προσωπικά χαρακτηριστικά των υποκειμένων της έρευνας11
Στους πίνακες που ακολουθούν παρουσιάζονται συνοπτικά τα δημογραφικά/προσωπικά χαρακτηριστικά των φοιτητών/τριών του Πανεπιστημίου Πατρών, οι οποίοι
συμμετείχαν στην εν λόγω έρευνα.
Πίνακας 1:
Κατανομή των συμμετεχόντων στην έρευνα ως προς το φύλο.
11
Η εμπειρική έρευνα πραγματοποιήθηκε στους φοιτητές/τριες του δεύτερου και τέταρτου έτους
τμημάτων (Βιολογίας, Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Τεχνολογίας Υπολογιστών, Ιατρικής, Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης, τα οποία είναι αντιπροσωπευτικά των σχολών Θετικών
Επιστημών, Πολυτεχνική Σχολή, Επιστημών Υγείας, Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών του
Πανεπιστημίου Πατρών) καθώς και των ανεξάρτητων, κατά την περίοδο υλοποίησης της έρευνας,
Τμημάτων, Οικονομικών Επιστημών και Διοίκησης Επιχειρήσεων και αποτελεί ένα είδος μελέτης περίπτωσης του Πανεπιστημίου Πατρών.
Η συλλογή των δεδομένων έγινε με αξιοποίηση ειδικά διαμορφωμένου ερωτηματολογίου, 63 ερωτήσεων, το οποίο, με βάση τη βιβλιογραφική ανασκόπηση που προηγήθηκε, περιείχε ερωτήσεις
σχετικές με τα δημογραφικά και προσωπικά χαρακτηριστικά των ερωτώμενων και ερωτήσεις τύπου
Likert οι οποίες αφορούν στην εκτίμηση ενός ατόμου για την πιθανότητα και το βαθμό αλήθειας μιας
πρότασης (Oppenheim, 2005). Στις ερωτήσεις αυτού του τύπου που συμπεριελήφθησαν στο ερωτηματολόγιο αναζητούνται οι εκτιμήσεις των φοιτητών/τριων για δραστηριότητες όπου συμμετέχουν
καθώς και σχετικά με τη συμβολή των σπουδών τους προς αυτή την κατεύθυνση. Οι ερωτήσεις σχετικά με τις δημιουργικές δραστηριότητες, στις οποίες έχουν συμμετάσχει οι ερευνώμενοι φοιτητές/
τριες στη μέχρι τώρα ζωή τους, πριν, αλλά και κατά τη διάρκεια των σπουδών τους, καλύπτουν, σύμφωνα με τη βιβλιογραφία (λ.χ. Hocevar,1979∙ DeHaan, 2009) κυρίως τους εξής τομείς: καλλιτεχνικές
δραστηριότητες/χειροτεχνία, θέατρο/μουσική/παραστάσεις, μαθηματικά και φυσικές επιστήμες,
έκφραση/χειρισμός λόγου, μεικτές δημιουργικές δραστηριότητες. Επίσης, παρατίθενται ερωτήσεις
ανοικτού τύπου, με σκοπό τη συλλογή περαιτέρω πληροφοριών σχετικά με τις απόψεις τους για τον
ρόλο των σπουδών τους στην ανάπτυξη της δημιουργικότητάς τους.
Κατά το εαρινό εξάμηνο 2011-2012 το ερωτηματολόγιο δόθηκε σε συνολικά 434 φοιτητές/τριες των
Τμημάτων που είχαν επιλεγεί.
Τα ερωτηματολόγια δόθηκαν, ύστερα από συνεννόηση με τους διδάσκοντες, κατά τη διάρκεια διδασκαλίας υποχρεωτικών μαθημάτων των Τμημάτων, εξασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό τη συμμετοχή στην έρευνα ενεργών φοιτητών/τριων του Πανεπιστημίου. Κατά την κύρια φάση της έρευνας,
έγινε διανομή από την ερευνήτρια και άμεση συγκέντρωση του ερωτηματολογίου στους φοιτητές/
τριες-υποκείμενα της έρευνας. Ακολούθησε κωδικοποίηση των ερωτήσεων ανάλογα με τον τύπο
τους και τη δεσπόζουσα ερευνητική πρακτική. Στη συνέχεια, έγινε εισαγωγή των δεδομένων στο
στατιστικό πακέτο SPSS v.17.0 και ανάλυση αυτών, αρχικά με την αξιοποίηση τεχνικών περιγραφικής
στατιστικής και, στη συνέχεια, με την εφαρμογή τεχνικών επαγωγικής στατιστικής στην εξαρτημένη
μεταβλητή «βαθμός καλλιέργειας της δημιουργικότητας», με στόχο τη διερεύνηση και ανάδειξη πιθανών παραμέτρων που συσχετίζονται με την ανάπτυξη της δημιουργικότητας. Τέλος, προχωρήσαμε σε συνθετική-συγκριτική αντιπαραβολή των ευρημάτων από τις διαφορετικές αναλύσεις, ώστε
να προσεγγίσουμε πολύπλευρα το θέμα μας.
45
Η συνεργία παίδείασ συνεργατίκΗσ καί οίκονομίασ κοίνωνίκΗσ/αλλΗλεγγυασ
ωσ παραγοντασ προωθΗτίκοσ τΗσ δΗμίουργίκοτΗτασ καί τΗσ καίνοτομίασ
Πίνακας 2:
Κατανομή των συμμετεχόντων στην έρευνα ως προς τον πληθυσμό του τόπου καταγωγής.
Πηγή: Βάθη, 2014, σ. 121
Πίνακας 3:
Κατανομή των συμμετεχόντων στην έρευνα ως προς το είδος του λυκείου αποφοίτησης.
Πηγή: Βάθη, 2014, σ. 121
46
Παναγιώτα Βαθη, ΔημητριΟς ΚαΠΟγιαννης,
ΕΥαγγΕΛΟς ΠΟΛιτης-ςτΕργιΟΥ
Πίνακας 4:
Κατανομή των συμμετεχόντων στην έρευνα ως προς το επάγγελμα των γονιών12.
Πηγή: Βάθη, 2014, σ. 121
Πίνακας 5:
Κατανομή των συμμετεχόντων στην έρευνα ως προς το επίπεδο σπουδών του πατέρα.
Πηγή: Βάθη, 2014, σ. 121
Πίνακας 6:
Κατανομή των συμμετεχόντων στην έρευνα ως προς το επίπεδο σπουδών της μητέρας.
Πηγή: Βάθη, 2014, σ. 121
12
Η κατηγοριοποίηση των επαγγελμάτων έγινε με βάση την Εθνική Ονοματολογία Οικονομικών Δραστηριοτήτων, Κωδικοί αριθμοί δραστηριότητας 2008, έκδοση σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ)
1893/20-12-2006.
47
Η συνεργία παίδείασ συνεργατίκΗσ καί οίκονομίασ κοίνωνίκΗσ/αλλΗλεγγυασ
ωσ παραγοντασ προωθΗτίκοσ τΗσ δΗμίουργίκοτΗτασ καί τΗσ καίνοτομίασ
Πίνακας 7:
Κατανομή των συμμετεχόντων στην έρευνα ως προς τον αριθμό των αδελφών τους.
Πηγή: Βάθη, 2014, σ. 121
Πίνακας 8:
Κατανομή των συμμετεχόντων στην έρευνα ως προς τον αριθμό των φίλων τους.
Πηγή: Βάθη, 2014, σ. 121
48
Παναγιώτα Βαθη, ΔημητριΟς ΚαΠΟγιαννης,
ΕΥαγγΕΛΟς ΠΟΛιτης-ςτΕργιΟΥ
Πίνακας 9:
Κατανομή των συμμετεχόντων στην έρευνα ως προς το βαθμό πρόσβασης στο Πανεπιστήμιο.
Πηγή: Βάθη, 2014, σ. 121
Πίνακας 10:
Κατανομή των συμμετεχόντων στην έρευνα ως προς το εάν έχουν συμμετάσχει σε προγράμματα
κατά τη διάρκεια της σχολικής ζωής τους.
Πηγή: Βάθη, 2014, σ. 121
Πίνακας 11:
Κατανομή των συμμετεχόντων στην έρευνα ως προς τον έως τώρα μέσο όρο βαθμολογίας τους
στο Πανεπιστήμιο.
Πηγή: Βάθη, 2014, σ. 121
49
Η συνεργία παίδείασ συνεργατίκΗσ καί οίκονομίασ κοίνωνίκΗσ/αλλΗλεγγυασ
ωσ παραγοντασ προωθΗτίκοσ τΗσ δΗμίουργίκοτΗτασ καί τΗσ καίνοτομίασ
Αξίζει, στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι το 9,9% των συμμετεχόντων φοιτητών/
τριών στην έρευνα εργάζονται ταυτόχρονα με τις σπουδές τους.
Μερικά χρήσιμα, υπό το πρίσμα μιας εναλλακτικής περί παιδείας προσέγγισης,
ερευνητικά πορίσματα
Στον παρακάτω Πίνακα 12 παρουσιάζονται οι συσχετίσεις μεταξύ των δημογραφικών/προσωπικών χαρακτηριστικών των φοιτητών/τριών που συμμετείχαν στην έρευνα με το βαθμό συμμετοχής τους σε δημιουργικές δραστηριότητες, τις απόψεις τους
για την καλλιέργεια της δημιουργικότητας στο πλαίσιο του τμήματος όπου φοιτούν
και το βαθμό συμμετοχής τους σε δραστηριότητες του Πανεπιστημίου και της πόλης
φοίτησής τους.
Από την επισκόπηση των ευρημάτων, διαπιστώνεται μέτρια συσχέτιση (0,61) μεταξύ του αριθμού παιδικών φίλων και της συμμετοχής των φοιτητών/τριων σε δημιουργικές δραστηριότητες, με τους φοιτητές/τριες που έχουν μεγαλύτερο αριθμό παιδικών
φίλων να εμφανίζουν μεγαλύτερο βαθμό συμμετοχής σε δημιουργικές δραστηριότητες. Η συσχέτιση αυτή είναι στατιστικά σημαντική σε επίπεδο σημαντικότητας 1%.
Επίσης, διαπιστώνεται μέτρια συσχέτιση (0,57) μεταξύ του αριθμού παιδικών φίλων
Συμμετοχή των
Απόψεις των
Συμμετοχή των
φοιτητών/τριων σε
φοιτητών/τριων για
φοιτητών/τριων σε
δημιουργικές
την καλλιέργεια της
δραστηριότητες του
δραστηριότητες
δημιουργικότητας στο
Πανεπιστημίου και της
πλαίσιο του Τμήματος
πόλης
(mean1)
φοίτησης (mean2)
(mean 3)
0,47
0,41
0,47
0,61**
0,52
0,57*
0,53*
0,53*
0,56**
Αριθμός φίλων στο facebook
0,44
0,46
0,46
Βαθμός απολυτηρίου
0,44
0,42
0,4
Βαθμός στο Πανεπιστήμιο
0,42
0,46
0,44
Αριθμός αδελφών
Αριθμός παιδικών φίλων
Αριθμός φίλων από την
ενήλικη ζωή
Πίνακας 12:
ςυσχετίσεις δημογραφικών/προσωπικών χαρακτηριστικών με τους μέσους
όρους mean1, mean 2, mean 3.
Πηγή: Βάθη, 2014, σ. 121
50
Παναγιώτα Βαθη, ΔημητριΟς ΚαΠΟγιαννης,
ΕΥαγγΕΛΟς ΠΟΛιτης-ςτΕργιΟΥ
και της συμμετοχής των φοιτητών/τριων σε δραστηριότητες του Πανεπιστημίου και
της πόλης, με τους φοιτητές/τριες που έχουν μεγαλύτερο αριθμό παιδικών φίλων να
εμφανίζουν μεγαλύτερο βαθμό συμμετοχής. Η συσχέτιση αυτή είναι στατιστικά σημαντική σε επίπεδο σημαντικότητας 5%. Το εύρημα αυτό παρουσιάζει ενδιαφέρον για
τη σύνδεση της κοινωνικότητας των φοιτητών/τριων με τη δημιουργικότητά τους.
Διαπιστώνεται, επίσης μέτρια συσχέτιση μεταξύ του αριθμού των φίλων από την
ενήλικη ζωή και τη συμμετοχή των φοιτητών/τριων σε δημιουργικές δραστηριότητες (0,53), τις απόψεις τους για την καλλιέργεια της δημιουργικότητας στο Τμήμα
φοίτησης (0,53) και τη συμμετοχή τους σε δραστηριότητες του Πανεπιστημίου και
της πόλης (0,56), με τους φοιτητές/τριες που έχουν μεγαλύτερο αριθμό φίλων από
την ενήλικη ζωή τους να εμφανίζουν μεγαλύτερο βαθμό συμμετοχής σε δημιουργικές δραστηριότητες, δυσμενέστερη άποψη για την καλλιέργεια της δημιουργικότητας
στο πλαίσιο του Τμήματός τους και μεγαλύτερο βαθμό συμμετοχής σε δραστηριότητες του Πανεπιστημίου και της πόλης. Οι συσχετίσεις αυτές είναι στατιστικά σημαντικές σε επίπεδο σημαντικότητας 5%, 5%, 1%, αντίστοιχα.
Γενικότερα, από την επεξεργασία των δεδομένων της έρευνας προκύπτει ότι οι
φοιτητές/τριες αντιλαμβάνονται πως η επένδυση σε έναν τύπο εκπαίδευσης που σχετίζεται άμεσα με τη δημιουργικότητα και την προώθηση της επιστήμης και των τεχνών, η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα την προαγωγή της καινοτομίας, μέσα σε μια
κοινωνία με συνοχή και αποδοχή της ετερότητας, είναι περισσότερο από ποτέ σημαντική. Παρόλ’αυτά, σύμφωνα με τις απόψεις των ερωτηθέντων φοιτητών/τριων, τα
Τμήματα όπου φοιτούν δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις αυτές.
Πρέπει εδώ να επισημανθεί ότι κάθε προσπάθεια για την αξιολόγηση της δημιουργικότητας θα μπορούσε να αντιπαραβληθεί με τις αντίστοιχες προσπάθειες για την
ποσοτικοποίηση άλλων ποιοτικών χαρακτηριστικών του ατόμου, όπως είναι η κουλτούρα επικοινωνίας ή η πολιτική συνείδηση. Στις περιπτώσεις που ο διδάσκοντας ζητά
όχι μόνο μια ορθή απάντηση αλλά μια λογική, κριτική προσέγγιση, τότε μεγαλύτερη
σημασία έχει η διεργασία σκέψης του εκπαιδευομένου παρά το αποτέλεσμα της εργασίας αυτό καθαυτό. Δηλαδή, δεν αρκεί μόνο να αξιολογείται το αποτέλεσμα, το οποίο
έχει επιτευχθεί, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο ο εκπαιδευόμενος σκέφτεται, αναλύει,
αξιολογεί και ερμηνεύει. Στην έρευνα αναδείχθηκε η σημαντικότητα της αξιοποίησης
εναλλακτικών μεθόδων διδασκαλίας και αξιολόγησης προς αυτή την κατεύθυνση.
Ο διδάσκων, ανάλογα με τον τύπο και τη βαθμίδα εκπαίδευσης, μπορεί, επίσης,
να συμβάλλει στην ανάπτυξη της υπευθυνότητας του κάθε εκπαιδευόμενου για την
ίδια του τη μάθηση. Σύμφωνα πλέον και με τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ομοίως, πρέπει να στοχεύει, εκτός από την καλλιέργεια της υπευθυνότητας, στην προώθηση του κριτικού πνεύματος και στην ενθάρρυνση της δημιουργικότητας και της
καινοτομίας (Μάρδας, 2001, σ. 60).
Αυτό γίνεται εφικτό εάν, για παράδειγμα, ενθαρρύνει τους εκπαιδευόμενους να
51
Η συνεργία παίδείασ συνεργατίκΗσ καί οίκονομίασ κοίνωνίκΗσ/αλλΗλεγγυασ
ωσ παραγοντασ προωθΗτίκοσ τΗσ δΗμίουργίκοτΗτασ καί τΗσ καίνοτομίασ
συμμετέχουν ενεργά στην αξιολογική διαδικασία, ώστε να διαμορφώνουν σαφή άποψη για τα επιτεύγματά τους και να αισθάνονται την ανάγκη για διαρκή και σταθερή
προσπάθεια αυτοβελτίωσης, προϋπόθεση για την ανάπτυξη της δημιουργικότητας
(Sawyer, 2006).
Τα ανωτέρω ευρήματα παρουσιάζουν ενδιαφέρον καθώς συνάδουν με την άποψη
ότι η συλλογικότητα, όπως εκφράζεται μέσα από τις φιλικές σχέσεις και τα χαρακτηριστικά που αυτές καλλιεργούν στην προσωπικότητα του ατόμου, συνδέεται άμεσα
με την ενεργό συμμετοχή στα κοινά και έμμεσα με τη δημιουργικότητα. Η παραπάνω
διαπίστωση, σε συνδυασμό με την άποψη των φοιτητών, όπως αναδεικνύεται μέσα
από τις απαντήσεις τους σε σχετική ερώτηση ανοιχτού τύπου: με ποιους τρόπους θεωρείτε ότι στο τμήμα όπου σπουδάζετε και γενικότερα στο Πανεπιστήμιο καλλιεργείται η δημιουργικότητα των φοιτητών/τριων; πως η δημιουργικότητά τους προωθείται
μέσω των ομαδικών εργασιών, μέσω της ανταλλαγής απόψεων με συμφοιτητές τους
(Βάθη, 2011. σσ. 156-158), δίνει το στίγμα της εκπαίδευσης που χρειάζεται να έχουμε
καθώς ανταποκρίνεται στις ανάγκες της εποχής μας. Αλλά και πέρα από τον χώρο της
τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, στο ρόλο της επίδρασης των ομάδων νέων στη διαμόρφωση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της ταυτότητάς τους αναφέρονται και σχετικές
έρευνες, οι οποίες εστιάζονται στην εφηβική ηλικία και στις σχέσεις που αναπτύσσονται στο σχολικό χώρο (Χριστοδούλου, σ. 58).
Συμπεράσματα
Η δημιουργικότητα αποτελεί κατεξοχήν ανθρώπινο χαρακτηριστικό, αλλά στη
σύγχρονη εποχή αποκτά, καθώς οι κοινωνικές ορίζουσες μεταβάλλονται με γοργούς
ρυθμούς, ξεχωριστή σημασία.
Έχει αναδειχτεί πως η προώθηση της δημιουργικότητας, που υπήρξε βασικός άξονας της ανάλυσης που προηγήθηκε, δεν αρκεί να περιορίζεται στο πλαίσιο της τυπικής εκπαίδευσης όλων των βαθμίδων, ούτε να εξαντλείται στη μέριμνα για τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να καλλιεργηθεί. Θεωρώντας δεδομένο ότι σημαντικό
ρόλο στη διαμόρφωση του κοινωνικού εαυτού (Χριστοδούλου, 2014, σσ. 78 κ.ε.) διαδραματίζει όχι μόνο η τυπική εκπαίδευση αλλά και η παιδεία που λαμβάνεται από τη
συμμετοχή σε κοινωνικές δομές και σε δομές της κοινωνίας των πολιτών, αντιλαμβανόμαστε ότι η συμμετοχή σε μια παιδεία συνεργατική αλλά και σε δομές Κοινωνικής
και Αλληλέγγυας Οικονομίας συμβάλλει στη διαμόρφωση του κοινωνικού εαυτού, σε
αυτή, δηλαδή, τη διαδικασία διαλόγου ανάμεσα στο «Εγώ» και στο «Εμένα», όπου το
«Εμένα» συνιστά κατά κάποιο τρόπο της ηθικές προδιαγραφές της κοινότητας (Χριστοδούλου, 2014, σσ. 78-79).
Η συζήτηση που διαμορφώνεται έγκειται, κυρίως, στο γιατί η δημιουργικότητα
52
Παναγιώτα Βαθη, ΔημητριΟς ΚαΠΟγιαννης,
ΕΥαγγΕΛΟς ΠΟΛιτης-ςτΕργιΟΥ
συνδέει τα άτομα με την κοινωνία, στην οποία ζουν και δρουν και λειτουργεί ως όχημα, που οδηγεί στην διαμόρφωση κουλτούρας αειφορίας, στο Κοινωνικό Κεφάλαιο.
Με τον τρόπο αυτό, σχηματίζεται μια πρόταση διαπαιδαγώγησης με όραμα την απόκτηση Κοινωνικού Κεφαλαίου, καθώς το πνεύμα, οι στόχοι και σκοποί της Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας υπερβαίνουν την κάλυψη έκτακτων αναγκών και
διαπερνούν διά βίου την κοινωνία και τους ανθρώπους που τη συνιστούν.
Κατά τούτο είχε σημασία να αναδείξουμε τη σημαντικότητα της συνεργίας μιας
παιδείας εμπνευσμένης από τις αξίες της αλληλεγγύης και του συνεργατισμού και
μιας οικονομίας όπως η κοινωνική και αλληλέγγυα, προσανατολισμένης στη διαμόρφωση ενός νέου προτύπου ανάπτυξης, καθώς αυτή, όπως δείξαμε, κατατείνει στην
προαγωγή της δημιουργικότητας και της καινοτομίας.
Σε ένα πιο απτό πεδίο, από την επεξεργασία της έρευνας που πραγματοποιήθηκε
στο Πανεπιστήμιο Πατρών προέκυψε ότι παρόλο που οι φοιτητές/τριες θεωρούν σημαντική την καλλιέργεια της δημιουργικότητάς τους στο πλαίσιο των σπουδών τους,
κατά τη γνώμη τους αυτό δεν αποτελεί προτεραιότητα των καθηγητών/τριών τους.
Είναι σαφές ότι χρειάζονται ακόμη πολλά βήματα προς μια εκπαίδευση με έμφαση
στην καλλιέργεια της δημιουργικότητας των εκπαιδευομένων.
Ο προβληματισμός αυτός αφορά σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης (εκτείνεται
επίσης και πέραν του τυπικού συστήματος παρεχόμενης εκπαίδευσης), καθώς ενδέχεται μια διαφορετική διαδικασία διδασκαλίας να κεντρίσει στους εκπαιδευόμενους
το ενδιαφέρον για εξερεύνηση, περιέργεια, για περαιτέρω γνώση που θα οδηγήσει σε
ένα διαφορετικό τρόπο σκέψης και αντίληψης στη δημιουργικότητά τους, εν τέλει.
Χρειάζεται, λοιπόν, ένας νέος τρόπος διδασκαλίας-αξιολόγησης που θα βοηθήσει
τον φοιτητή/τρια-αυριανό/ή πολίτη να πάρει την πληροφορία, να την επεξεργαστεί
μόνος του, να την κρίνει, να την συντάξει, να την παρουσιάσει, ν’ ακούσει κριτική
πάνω σ’ αυτήν και μέσα από δημιουργικές συνεργασίες και συμμετοχή σε ομάδες να
μπορεί να αντιλαμβάνεται τον κόσμο με ένα καινούργιο τρόπο και ένα υγιές συναίσθημα∙να έχει κατακτήσει, δηλαδή, την αξιόλογη γνώση. Η λειτουργία μέσα σε ομάδες είναι μία μορφή βιωματικής εμπειρίας που απαιτεί ενεργητική συμμετοχή και γι
αυτό είναι πολύτιμη στη διαδικασία της μάθησης και στην εκπαιδευτική εμπειρία.
Οι παιδαγωγικά, λοιπόν, κατάλληλες μορφές και τεχνικές διδασκαλίας και αξιολόγησης είναι εκείνες που συμβάλλουν στην επίτευξη ενός μεγαλύτερου αριθμού
επιθυμητών ατομικών και κοινωνικών στόχων της εκπαίδευσης, όπως η καλλιέργεια
της κριτικής-δημιουργικής σκέψης, η ανάπτυξη της δεξιότητας για επικοινωνία και
συνεργασία, η διαμόρφωση του κοινωνικού εαυτού13 των νέων, με βάση τα χαρακτη13
O κοινωνικός εαυτός αναπτύσσεται ως αποτέλεσμα μιας διαδικασίας διαλόγου ανάμεσα στο «Εγώ»
και το «Εμένα», μέσω του οποίου το άτομο λαμβάνει αποφάσεις λαμβάνοντας υπόψη του τους «άλλους», στο βαθμό που το «Εμένα» συνιστά κατά κάποιο τρόπο τις ηθικές προδιαγραφές της κοινότητας (Χριστοδούλου, 2014, σσ. 78-79), την παιδεία, εν γένει, της οποίας το άτομο μετέχει.
53
Η συνεργία παίδείασ συνεργατίκΗσ καί οίκονομίασ κοίνωνίκΗσ/αλλΗλεγγυασ
ωσ παραγοντασ προωθΗτίκοσ τΗσ δΗμίουργίκοτΗτασ καί τΗσ καίνοτομίασ
ριστικά αυτά.
Γίνεται, λοιπόν, φανερή η καθοριστική σημασία μιας εκπαίδευσης, η οποία θα δίνει
τη δυνατότητα στους εκπαιδευόμενους να συμμετέχουν ενεργά στη διαμόρφωση των
προγραμμάτων που ανταποκρίνονται στις ανάγκες τους και σε θεσμικό επίπεδο. Παράδειγμα παιδαγωγικής μονάδας με αυτά τα χαρακτηριστικά, εκτός από τους σχολικούς συνεταιρισμούς που, ιστορικά, αποτέλεσαν (Υ.Α.Φ3/1085/Γ1/1456/1-12-97) και
αποτελούν προπαίδεια για την εξοικείωση και τον εθισμό στο «πνεύμα της αυτοδιαχείρισης» (στην ίδια, άρθρο 1, παράγραφος 2), αποτελεί η «εκπαιδευτική κατασκήνωση» (Ζ. Μαντέλ & Κ. Βογκτ, σ. 343-344) στο πλαίσιο της οποίας οι συμμετέχοντες θα
έχουν την ευκαιρία να μυηθούν στην κοινοβιακή ζωή, με την οποία είναι συνδεδεμένη
η άσκηση της συλλογικής εξουσίας καθώς και στην αυτοδιαχείριση και αυτοοργάνωση της κοινωνικής, εκπαιδευτικής και επαγγελματικής τους καθημερινότητας. Δυστυχώς, στην ελληνική πραγματικότητα, ο θεσμός της κατασκήνωσης καταλήγει να
αναπαράγει τις ιεραρχικές δομές του συστήματος και δεν αποτελεί παρά ένα ακόμα,
συμπληρωματικό προς το επίσημο σύστημα Παιδείας, εργαλείο δευτερογενούς κοινωνικοποίησης που περιορίζεται, απλά, στη μετάδοση δεξιοτήτων και μορφών συμπεριφοράς.
Θα ήταν σημαντικό, επομένως, τουλάχιστον τα νέα προγράμματα σπουδών στα
Ιδρύματα Ανώτατης Εκπαίδευσης, δίνοντας έμφαση όχι μόνο στα γνωσιακά αντικείμενα αλλά και στο ρόλο τους στη διαμόρφωση καταρτισμένων, σκεπτόμενων, δημιουργικών και ενεργών πολιτών, να εναρμονιστούν προς τις απαιτήσεις των καιρών και
τα συναφή αιτήματα των φοιτητών/τριών. Πολύ περισσότερο μάλιστα, καθώς η παγκοσμιοποίηση έχει προκαλέσει ριζικές αλλαγές, σχεδόν, σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένης και της εκπαίδευσης (π.χ. Hartley,
2003). Έτσι, κοινωνίες όπως η ελληνική, ενώ χαρακτηρίζονταν από ομοιογένεια,
έχουν γίνει πλέον πολυπολιτισμικές, γεγονός που απαιτεί κατάλληλα εκπαιδευμένους
πολίτες. Συνακόλουθα, είναι ζητούμενο από τη σύγχρονη εκπαίδευση να καλλιεργεί
τη δημιουργικότητα λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνο τις ατομικές διαφορές αλλά και
τις κοινωνικοπολιτιστικές ιδιαιτερότητες, καθώς, σύμφωνα με τον Burnard (2006):
« …το να αναγνωρίζουμε και να κατανοούμε τις εκάστοτε κοινωνικοπολιτιστικές διαστάσεις της δημιουργικότητας ενδυναμώνει τη θέση της και την καλλιέργειά της στο
πλαίσιο της εκπαίδευσης» (στο Kampylis, 2010, σελ. 99). Εξάλλου, η εκπαίδευση είναι
πολιτική, με την έννοια ότι εφαρμόζεται σε συγκεκριμένο κοινωνικοπολιτιστικό και
οικονομικό συγκείμενο, το οποίο αντικατοπτρίζει τις εκάστοτε πολιτικές ανάγκες και
προθέσεις (McLaren, 2002, στο Kampylis, 2010, σελ. 99).
54
Παναγιώτα Βαθη, ΔημητριΟς ΚαΠΟγιαννης,
ΕΥαγγΕΛΟς ΠΟΛιτης-ςτΕργιΟΥ
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Ελληνική
Αγγελόπουλος, Β. (2000). «Εθνική Παιδεία: μια πνευματική γενοκτονία». Στην
εφημερίδα Η Αυγή της Κυριακής, 22-10-2000.
Αγγελόπουλος, Β. (2007). Θέλουμε Παιδεία; Αθήνα: Νήσος.
Ασημάκη Α., Καμαριανός, Γ. & Γ. Κουστουράκης. (2011). Για μια ποιητική του εκπαιδευτικού τοπίου. Δέκα χρόνια μετά…Χαριστήριο στον Ιωσήφ Σολομών, Τόμος ΙΙ,
Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
Βάθη, Π. (2011). Αξιολόγηση της δημιουργικότητας στην Ανώτατη ΕκπαίδευσηΜια αρχική πιλοτική έρευνα, αδημοσίευτη διπλωματική εργασία, Πάτρα: nemertes.lis.
upatras.gr
Βάθη, Π. (2014). Πολυπρισματική-Διεπιστημονική προσέγγιση και αξιολόγηση
της Δημιουργικότητας των φοιτητών με έμφαση στην εφαρμογή στατιστικών αναλύσεων. Διδακτορική Διατριβή, https://hdl.handle.net/10889/8013
Βαρκαρόλης, Ο. (2012). Δημιουργικές αντιστάσεις και αντεξουσία. Αθήνα: Το παγκάκι.
Βεργίδης, Δ., Κόκκος, Α., Λιάνης, Γ. Μάππα, Σ. & Γ. Ξανθάκου-Νίκα (1982). Κριτική της εκπαιδευτικής πολιτικής (1974-1981).Αθήνα: Κέντρο Μεσογειακών Μελετών,
Κέντρο Μελετών και Αυτομόρφωσης.
Βεργίδης, Δ. (1991). «Προϋποθέσεις για μια αποτελεσματική αξιολόγηση της σχολικής πρακτικής», στο Εκπαιδευτική Κοινότητα,13, σς. 19-22.
Βεργίδης, Δ. (1996). Αξιολόγηση του προγράμματος «Μελίνα»-Εκπαίδευση και
Πολιτισμός. Πάτρα: Πανεπιστήμιο Πατρών.
Βεργίδης, Δ. (2000). «Διά Βίου εκπαίδευση και εκπαιδευτική πολιτική», στον συλλογικό τόμο Συνεχιζόμενη Εκπαίδευση και Διά Βίου Μάθηση: Διεθνής εμπειρία και
ελληνική πρακτική, Αθήνα: Ατραπός.
Βεργίδης, Δ. (2001). «Η συμβολή της αξιολόγησης στην εκπαιδευτική πολιτική»,
στο Αξιολόγηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων, Γιώργος Μπαγάκης (επιμ.), Αθήνα:
Μεταίχμιο, σ.σ. 40-60
Βεργίδης Δ. (επιμ.). (2003). Εκπαίδευση Ενηλίκων. Συμβολή στην εξειδίκευση στελεχών και εκπαιδευτών: Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Βεργίδης, Δ., Βρατσάλης, Κ., Καρατζιά-Σταυλιώτη, Ε., Κατσίλλης, Γ., Κιμουρτζής
Π., Κοντογιαννοπούλου-Πολυδωρίδη, Γ., Λαμπρόπουλος, Χ., Μυλωνάς, Θ., Σαρακινιώτη, Α. & Γ. Σταμέλος. (2011). Για μια ποιητική του εκπαιδευτικού τοπίου. Δέκα
χρόνια μετά…Χαριστήριο στον Ιωσήφ Σολομών, Τόμος Ι, Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
Βεργίδης, Δ., Γκλαβάς, Σ., Κουτούζης, Μ. & Ν. Φωτόπουλος. (επιμ. Ν. Μουζέλης).
(2012). Ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα: όψεις και βασικά μεγέθη της πρωτοβάθμιας
και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην προ μνημονίου εποχή, Αθήνα: Κέντρο Ανά-
55
Η συνεργία παίδείασ συνεργατίκΗσ καί οίκονομίασ κοίνωνίκΗσ/αλλΗλεγγυασ
ωσ παραγοντασ προωθΗτίκοσ τΗσ δΗμίουργίκοτΗτασ καί τΗσ καίνοτομίασ
πτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας.
Καπογιάννης, Δ. (1990). «Καταρτισμένα στελέχη-πετυχημένοι συνεταιρισμοί μικρομεσαίων επιχειρήσεων». Στο περιοδικό Νέα επαγγελματιών βιοτεχνών-εμπόρων,
25 (128), σσ. 26-27.
Καπογιάννης, Δ. (2010). Οργανώσεις επαγγελματικής-οικονομικής συνεργασίας
και επαγγελματική εκπαίδευση-κατάρτιση: όψεις μιας νέας ώσμωσης, Πάτρα: copy
corner.
Καπογιάννης, Δ. & Ε. Πολίτης-Στεργίου. (2011). «Επιδράσεις αθρόων πληθυσμιακών μετακινήσεων στα της γαιοκτησίας και κοινωνικής οικονομίας», στα Τετράδια
Ιστορικής Δημογραφίας (επιμ. Ι. Αθανασοπούλου), τ. 6.
Καραμάνου, Α. (2006). Κοινωνικό Κεφάλαιο και μετανάστευση, διπλωματική εργασία, Σχολή Νομικών, Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών, Πανεπιστήμιο Αθηνών: www.karamanou.gr/gr/uploads/documents
Καρατζιά-Σταυλιώτη, Ε. (2005). «Η πρόκληση της διαθεματικότητας και η αποτελεσματικότητα της σχολικής πράξης στην Ελλάδα και στην Ευρώπη». Στο Συγκριτική
και Διεθνής Εκπαιδευτική Επιθεώρηση, 5, σσ. 91-115.
Κλήμης, Α. (1999). «Οι συνεταιρισμοί στην Ελλάδα», τόμος 5, Αθήνα: ΣΕΚΑΠ.
Κλήμη-Καμινάρη, Ο. & Κ. Παπαγεωργίου (2010). Κοινωνική Οικονομία-Μια πρώτη προσέγγιση, Αθήνα: Ελληνοεκδοτική.
Κόκκος, Α. (2007). «Η εκπαίδευση ενηλίκων ως διακριτό θεσμικό και επιστημονικό πεδίο». στο Περιοδικό Δια Βίου / Επιστημονική Επιθεώρηση για τη Δια Βίου
Μάθηση, τ. 1, σσ. 45-48.
Κώστας, Α. (2013). «Οργανώσεις και κοινωνικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα», στο
Γεώρμας, Κ. (επιμ.), Κοινωνική Οικονομία-Θεωρία, εμπειρία και προοπτική, Αθήνα:
Εναλλακτικές Εκδόσεις, σσ. 83-100.
Λιβιεράτος, Κ. (1983). «Το διπλό πρόσωπο της αυτομόρφωσης», στο Αυτομόρφωση. ΚΕΜΕΑ, τ.χ. 2, σσ. 44-45.
Λιερός, Γ. (2012). Υπαρκτός καινούργιος κόσμος, Κοινωνική/Αλληλέγγυα οικονομία, Αθήνα: Οι εκδόσεις των συναδέλφων.
Λιερός, Γ. (2013). «Φιλανθρωπία και αλληλεγγύη». στην εφημερίδα Δράση, 2-12013.
Λινάρδος-Ρυλμόν, Π. (2014). «Ταξική συνείδηση ή μαζική διανοητικότητα;». Στην
εφημερίδα Η Εποχή, 23-11-2014.
Μάρδας, Γ. (2001). Οικονομική Θεωρία- Διά Βίου Παιδεία-Κοινωνική Πολιτική.
Αθήνα: Παπαζήσης.
Μπαμπινιώτης, Γ. (2010). Για τον πολιτισμό, ούτε λέξη. Στην εφημερίδα «Το Βήμα»,
13 Ιουνίου 2010.
Νάσιουλας, Ι. (2013). Κοινωνικές Επιχειρήσεις, Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Κοινωνικής Οικονομίας.
56
Παναγιώτα Βαθη, ΔημητριΟς ΚαΠΟγιαννης,
ΕΥαγγΕΛΟς ΠΟΛιτης-ςτΕργιΟΥ
N. 4019/11 (ΦΕΚ 216 Α/30-9-2011): Κοινωνική Οικονομία και Κοινωνική Επιχειρηματικότητα και λοιπές διατάξεις.
Νικολόπουλος, Η. (2013). «Κρίση, αλληλέγγυα οικονομία και κοινωνική χειραφέτηση». Στο περιοδικό Θέσεις. Τεύχος 123, Απρίλιος-Ιούνιος 2013, σσ. 57-71.
Νικολόπουλος, Τ. & Δ. Καπογιάννης. (2011). «Κοινωνική Οικονομία της αλληλεγγύης ή της αγοράς;». Στην εφημερίδα Η Αυγή της Κυριακής-Ενθέματα, 3-4-2011,
σ. 23.
Νικολόπουλος, Τ. & Δ. Καπογιάννης. (2012). Εναλλακτικές μορφές οικονομικής
δικτύωσης -διασυνεταιριστική συνεργασία παραγωγών και καταναλωτών, eισήγηση
στο 11ο συνέδριο της ΕΤΑΓΡΟ, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 26-27 Νοεμβρίου
2010, πρακτικά (επιμ. Ν. Μπεόπουλος, Α. Κουτσούρης), σσ. 345-355.
Νικολόπουλος, Τ. & Δ. Καπογιάννης. (2013). Εισαγωγή στην Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία: το μετέωρο βήμα μιας δυνατότητας (β΄έκδοση), Αθήνα: Οι εκδόσεις των συναδέλφων.
Παναγιωτόπουλος, Ν. (2013). Η βία της ανεργίας, Αλεξάνδρεια: Αθήνα.
Παπαδόπουλος, Α. (2005). «Η σημασία της έννοιας του Κοινωνικού Κεφαλαίου
για τη θεώρηση της Κοινωνικής Οικονομίας», στο Η Κοινωνική Οικονομία ανάμεσα
στο τοπικό και το παγκόσμιο, Πρακτικά Δ’ Επιστημονικού Συνεδρίου του Τμήματος
Στελεχών Συνεταιριστικών Οργανώσεων και Εκμεταλλεύσεων (ΣΣΟΕ), Αθήνα: Παπαζήση, σσ. 202-226.
Πάπυρος-Λαρούς-Μπριττάνικα. Αθήνα: Πάπυρος, 58, 124-125.
Παρασκευόπουλος, Γ. (1993). «Η δημιουργική κατεδάφιση της ανάπτυξης», στο
Νέα Οικολογία, Νοέμβριος 1993, σσ. 56-60.
Παρασκευόπουλος, Χ. (2001). «Κοινωνικό Κεφάλαιο, κοινωνία πολιτών και δημόσια πολιτική», στο Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 106/2001, σσ. 43-46.
Παρασκευόπουλος, Ι. Ν.(2004).Δημιουργική Σκέψη στο Σχολείο και στην Οικογένεια, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Πολυζωίδης, Π. (2006). Εθελοντισμός στην κοινωνική προστασία, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Ποταμιάνος, Δ. (2013). Αλληλέγγυες μέρες. Αθήνα: Ποταμός.
Σολομών, Ι. (1991). «Εισαγωγή στην προβληματική της πολιτισμικής αναπαραγωγής του Basil Bernstein», στο Bernstein, B., Παιδαγωγικοί κώδικες και κοινωνικός
έλεγχος, (μτφ. Ι. Σολομών), Αθήνα: Αλεξάνδρεια, σσ. 15-39.
Σταμέλος, Γ. & Α. Βασιλόπουλος. (2004). Ευρωπαϊκή Εκπαιδευτική Πολιτική,
Αθήνα: Μεταίχμιο.
Τριλιανός, Αθ. (1997). Η κριτική σκέψη και η διδασκαλία της, Αθήνα: Τελέθριον.
ΥΠΕΠΘ, Γενική Γραμματεία Εκπαίδευσης Ενηλίκων, Ινστιτούτο Διαρκούς Εκπαίδευσης Ενηλίκων (2008). Δημιουργική Σκέψη-Παραγωγή καινοτόμων και πρωτότυπων ιδεών, Αθήνα: Κέντρα Εκπαίδευσης Ενηλίκων. (https://repository.edulll.gr/edulll/
57
Η συνεργία παίδείασ συνεργατίκΗσ καί οίκονομίασ κοίνωνίκΗσ/αλλΗλεγγυασ
ωσ παραγοντασ προωθΗτίκοσ τΗσ δΗμίουργίκοτΗτασ καί τΗσ καίνοτομίασ
retrieve/3352/1008.pdf)
Υπουργική Απόφαση Φ3/1085/Γ1/1456/1-12-97
ΦΕΚ 1107/15-12-97, τεύχος Β΄
Χατζάτογλου Γ., & Ν. Κουλουγλιώτης. (1979). Ειδική Διδακτική μαθημάτων ειδικότητας (προς χρήση πτυχιούχων Οικονομικών Επιστημών, Νομικής, ΑΣΟΕΕ, ΑΒΣΠ,
ΠΑΣΠΕ). Αθήνα: ΣΕΛΕΤΕ.
Χριστοδούλου, Μ. (2014). Εκπαίδευση και εφηβεία: Μια συγκριτική μελέτη για το
σχηματισμό του κοινωνικού εαυτού στις αφηγήσεις ζωής των μαθητών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή. Πάτρα.
Διεθνής
Baudrit, a. (2007). Η ομαδοσυνεργατική μάθηση (μτφ. Ε.Κρομμύδα), Αθήνα:
Κέδρος Εκπαίδευση.
Berger, G., courtois, M. & c. perrigault. (2015). Folies et raisons d’une universite.
paris: petra, σ. 215.
Bevort, Α. &. Ε. Bucolo. (2006). «capital social». Ιn Laville, J-L. & a.d.cattani(dir.),
dictionnaire de l’ autre économie, Gallimard-folio actuel: desclée de Brower, pp. 8795.
candy, L. & e. edmonds. (1999). «introducing creativity to cognition», in e. edmonds & L. candy (eds.), proceedings of the 3rd conference on creativity & cognition, New york: acM press, pp. 3-6.
chomsky, N. (2009). Περί αναρχισμού. Μτφ. Αλαβάνου, Μ.-Α. Αθήνα: Κέδρος.
colombain, M. (1959). Συνεργατισμός. Μτφ. Πολύζος, Ν. Αθήνα: Ανωτάτη
Βιομηχανική Σχολή/Διεθνές Γραφείο Εργασίας.
de angelis M. (2013). Κοινά, περιφράξεις και κρίσεις. (Μτφ. Σ. Παπάζογλου-Σ.
Τσαβδάρογλου). Αθήνα: Εκδόσεις των ξένων.
dearden r. (1984). «education and training», in Westminster Studies in education, 7, pp. 57-66. deHaan, r.(2009). «teaching creativity and inventive problem
solving in science», in Life Sciences education, 8(3), pp. 172-181.
european commission. (2004). Facing the challenge. he Lisbon strategy for
growth and employment, Luxembourg: oice for oicial publications of the european communities.
european commission. (2012). Αναπτύσσοντας βασικές ικανότητες στο σχολείο
στην Ευρώπη: Προκλήσεις και ευκαιρίες χάραξης πολιτικής, έκθεση Ευρυδίκη, Λουξεμβούργο: Γραφείο Δημοσιεύσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
european parliament. (2008). european parliament legislative resolution of 23
September 2008 on the proposal for a decision of the european parliament and of the
council concerning the european year of creativity and innovation (2009). retrieved
September 23, 2009, from www.europarl.europa.eu.
58
Παναγιώτα Βαθη, ΔημητριΟς ΚαΠΟγιαννης,
ΕΥαγγΕΛΟς ΠΟΛιτης-ςτΕργιΟΥ
european union. (1996). «teaching and Learning towards the society of knowledge», in the White paper, eu.
european union- commission of the european communities. (2003). «development of Human capital for social cohesion and competitiveness in the knowledge
society», 2003/c295/05.
european universities association. (2007). creativity in higher education: report
on the european universities association creativity project 2006-2007, Brussels/ Belgium: european universities association.
Finke, r. a., Ward, t.B. & S.M. Smith. (1992). creative cognition: theory, research
and applications, cambridge/London: Mit press.
Gardner, H. (1993 α). creating minds: an anatomy of creativity seen through the
lives of Freud, einstein, picasso, Stravinsky, eliot, Graham and Gandhi, New york:
Basic Books.
Gardner, H. (1993 β). Multiple intelligences: he theory in practice (new ed.), New
york: Basic Books.
Gardner, H. (2004). Frames of mind, New york: Basic Books.
Goldstein i. & Μ. Gessner. (1988). «training and development in work organizations» in international review of industrial and organizational psychology, pp. 43-72.
Hartley, d. (2003). «New economy, new pedagogy?», in oxford review of education, 29(1), pp. 81-94.
Hocevar, d. (1978). Measurement of creativity: review and critique, Manuscript
submitted for publication.
Hocevar, d. (1979). «he development of the creative behavior inventory», in the
annual conference of rocky Mountain psychological association, 16-19/4/1979.
international uNeSco committee on «education for the 21st century». (1996,
στα Ελληνικά: 1998), uNeSco.
Kampylis, p. (2010). Fostering creative thinking: he role of primary teachers,
doctoral dissertation. Jyvaskyla, Finland:university of Jyvaskyla.
Καστοριάδης, Κ. & Ν. ΚονΜπεντίτ. (1981). Από την Οικολογία στην Αυτονομία.
Αθήνα: Κέδρος.
Λατούς, Σ. (2014). Κ. Καστοριάδης. Ριζοσπαστική αυτονομία. Αθήνα: Εκδόσεις
των Συναδέλφων.
Laville, L. (dir.). (1994). L’economie solidaire, une perspective internationale, paris: desclée de Brower.
Laville, L. (2000). L’économie solidaire. une perspective internationale, paris: desclée de Brouwer.
Laville, L. (2003). economie solidaire: les enjeux européens, 363, paris: Hermès,
pp. 27-35.
Laville, L. (2011). economie solidaire ed. les essentiels d’Hermès, cNrS edition
59
Η συνεργία παίδείασ συνεργατίκΗσ καί οίκονομίασ κοίνωνίκΗσ/αλλΗλεγγυασ
ωσ παραγοντασ προωθΗτίκοσ τΗσ δΗμίουργίκοτΗτασ καί τΗσ καίνοτομίασ
Laville, L. (2006). dictionnaire de l’autre économie, Gallimard-desclée de Brouwer.
Lawton, d. (1980). he politics of school curriculum, London: routledge & Kagan.
Lawton, d., cains, r. & J. Gardner. (eds) (2001). education for citizenship, London: typeset Ltd.
Lefebre, J. p. (2004). «Οι παραγωγικές δυνάμεις κατά τον Μαρξ». (Μτφ. Α.
Αλεφάντης). Στο περιοδικό Ο πολίτης, 118, Ιανουάριος 2004, σσ. 40-44.
Lipiez, a. (2001). pour le tiers secteur. paris: La découverte.
Livingston, L. (2010). «teaching creativity in Higher education», in arts education policy review, 111(2), pp. 59-62.
Macpherson Jan. (1997). Συνεταιριστικές αρχές για τον 21ο αιώνα. Μτφ. Κ.
Παπαγεωργίου. Αθήνα: Ινστιτούτο Συνεταιριστικών Ερευνών και Μελετών (Ι.Σ.Ε.Μ.)
Magyari-Beck, i. (1999). «creatology», in M.a.runco & S.r. pritzker (eds.), encyclopedia of creativity. 1, San diego/ London: academic press, pp. 433-442.
Μαντέλ, Ζ. & Κ. Βογκτ. (1973). Το παιδαγωγικό Μανιφέστο. Μέρος β΄και γ΄.
(Μτφ. Δ. Βεργίδης). Αθήνα: Ανδρομέδα.
Ministerial council on education employment training and young afairs
(Mceetya). (2008). National declaration on educational goals for young australians.
retrieved august 10, 2009 from: www.mceecdya.edu.au/mceedya/melbourne_declaration.25979.html.
Μπουρντέ Υ. & Α. Γκιγιέρμ. (1981). Αγώνες για την αυτοδιαχείριση. Μτφ. Ε.
Χατζηδάκη, επιμ. Δ. Βεργίδης. Αθήνα: Ανδρομέδα.
National advisory committee on creative and cultural education (Naccce).
(1999). all our futures: creativity, culture and education. dfee. Sudbury.
Ντήτριχ, Τ., (μτφ. Δ. Βεργίδης). (1983). Το ενεργό βιομηχανικό σχολείο (του
σοβιετικού παιδαγωγού Π.Π.Μπλόνσκι). Αθήνα: Ανδρομέδα.
oecd (2001). Schooling for tomorrow, paris: oecd, ceri.
oecd (2003). Learning for tomorrow’s World- First results from piSa 2003, paris: oecd, ceri.
oecd (2004). problem Solving for tomorrow’s word. First Measures of cross –
curricular competences from piSa 2003, Washington dc, oecd.
oecd. (2004). «education and equity», in oecd observer, February 2004.
oice for standards in education, children’s services and skills (oFSted). (2005).
creative partneships:initiative and impact, London, HMi 2517.
oppenheim, a.N. (1992). Questionnaire design and attitude Measurement, reprint, London: Heinemann educational Books.
parnell, e. (2000). Επανεφεύρεση των συνεταιρισμών. Μτφ. Μ. Φεφές. Αθήνα:
Στοχαστής/Γεωπονικό Πανεπιστήμιο.
roth, K. H. & Ζ. Παπαδημητρίου. (2013). Να εμποδίσουμε την καταστροφή-
60
Παναγιώτα Βαθη, ΔημητριΟς ΚαΠΟγιαννης,
ΕΥαγγΕΛΟς ΠΟΛιτης-ςτΕργιΟΥ
Μανιφέστο για μια Ευρώπη της ισότητας. Μτφ. Τομανάς, Β. Θεσσαλονίκη: Νησίδες.
Sawyer, r.K. (2006). explaining creativity: the science of human innovation, oxford/ New york: oxford university press.
Solomon, r. (1985). «creativity and normal narcissism», in Journal of creative
Behavior, 19, pp. 47-55.
Τζόελ, Σ. (1987). Το αλφαβητάρι της ελευθεριακής εκπαίδευσης. Μτφ. Αλεξίου, Ν.
Αθήνα: Ελεύθερος Τύπος.
uNeSco. (1996). education: he treasure within, paris: uNeSco.
vernon, p.e. (1989). «he nature-nurture problem in creativity», in Glover, J.a.,
ronning, r.r., & c.r. reynolds. Handbook of creativity, New york: plenum press.
Ward, t.B. (2001). «creative cognition, conceptual combination and the creative
writing of Stephen r. donaldson», in american psychologist, 56(4), pp. 350-354.
ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ
www.create2009.europa.eu
www.oecd.org/edu/ahelo
ndt.oxfordjournals.org/cgi/content/full/gfm279v1
www.europarl.europa.eu/hearings/commission/2004.../cv_igel_en.pdf
https://www.oecd.org/edu/Greece_eaG2013%20countr y%20Note.pdf
(προσπελάστηκε Οκτώβριος 2013)
www.upatras.gr
www. researchranking.com
https://www.oecd.org/fr/education/scolaire/programmeinternationalpourlesuividesacquisdeselevespisa/pisa2006results.htm#eS
(προσπελάστηκε Οκτώβριος 2013)
https://books.google.gr/books?id=rbzZ7scr130c&pg=pa32&lpg=pa32&dq=students+proiciency+in+reading+comprehension+pisa&source=bl&ots=Q5opmbkzwe&sig=u-qny7tNyyoKdcZoXQe9bwu5zwa&hl=el&sa=X&ei=uH8lu8toNyfitQai5y
(προσπελάστηκε Οκτώβριος 2013)
https://europa.eu/rapid/press-release_ip-14-163_el.htm
(προσπελάστηκε Ιανουάριος 2014)
https://ec.europa.eu/culture/creative-europe/calls/index_en.htm
(προσπελάστηκε Ιανουάριος 2014)
https://ec.europa.eu/programmes/erasmus-plus/index_el.htm
(προσπελάστηκε Οκτώβριος 2013)
europa.eu/legislation_summaries/education_training_youth/general
(προσπελάστηκε Οκτώβριος 2013)
https://ec.europa.eu/education/pub/pdf/general/eqf/broch_el.pdf
https://ec.europa.eu/education/lifelong-learning-policy/doc/eqf/brochexp_el.pdf
61
Η συνεργία παίδείασ συνεργατίκΗσ καί οίκονομίασ κοίνωνίκΗσ/αλλΗλεγγυασ
ωσ παραγοντασ προωθΗτίκοσ τΗσ δΗμίουργίκοτΗτασ καί τΗσ καίνοτομίασ
www.imegsevee.gr (νόμος 3879/2010 για τη διά βίου μάθηση)
www.adulteduc.gr
https://www.unesco.org/unesdi/index.php/eng/doc/tous.1029
www.hms.gr
www.alfavita.gr
www.e_sos.gr
lyk-peir-uom.thess.sch.gr/teacher/petrakis/ekl.html.
https://pep.uoi.gr/gmavrog/index2.html.
https://en.wikiquote.org/wiki/Louis_pasteur.
www.hmie.gov.uk/documents/publication/hmiepcie.html.
https://crell.jrc.ec.europa.eu/publications/creLL%20research%20papers/
eur23487.pdf
www.rand.org/pubs/papers/2008/p1320.pdf
https://career.upatras.gr/events/10060.html
62
ΔημητρΙΟς ΚΟΥΤΣΟΜΑΝΗΣ
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΟΥΤΣΟΜΑΝΗΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ, ΗθΟλΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΤΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ
Το πώς και εάν η μελέτη της συμπεριφοράς επηρεάζει την Επιστήμη της ιστορίας,
είναι μάλλον ρητορική ερώτηση. Από την μελέτη της συμπεριφοράς, ο ιστορικός έχει
να βγάλει πολλά συμπεράσματα, ιδιαίτερα χρήσιμα για την κατανόηση του ιστορικού
γίγνεσθαι. Σήμερα ολοένα και περισσότερα νέα μαθηματικά εργαλεία, των οποίων η
χρησιμοποίησις κατέστη δυνατή μόνον μετά την απόκτηση επαρκούς υπολογιστικής
ισχύος των Η/Υ, χρησιμοποιούνται και σε επιστήμες που χρησιμοποιούν την περιγραφική. Ένα τέτοιο μαθηματικό εργαλείο είναι και τα Τεχνητά Νευρωνικά Δίκτυα
(ΤΝΔ) των οποίων την σχέση με την επιστήμη της Ιστορίας δια μέσω της Ηθολογίας,
εξετάζωμε κατωτέρω.
Ας τα πάρωμε λοιπόν από την αρχή:
Mαθαίνουν τα αηδόνια να κελαηδούν ή είναι έμφυτη η ικανότητα τους αυτή; Πως
επιτίθενται οι λύκοι σε ένα θήραμα; Έχουν τα δελφίνια νοημοσύνη; Μπορούν οι χιμπατζήδες να μάθουν και να συνεννοηθούν με την νοηματική γλώσσα; Υπάρχει κοινωνική οργάνωση στα ανώτερα θηλαστικά;
Με μια κουβέντα: που ακριβώς ευρίσκεται το όριο ζώου και ανθρώπου; Ποια είναι
τελικά η ταυτότητα του ανθρώπου: άλλο ένα ακόμη είδος στην Πλάση ή το ιδιαίτερο
εκείνο πλάσμα, Το Πλάσμα, που επικαλείται ο ίδιος ότι είναι;
Αυτές τις παραπάνω ερωτήσεις καλείται να απαντήση, ή ακριβέστερα φιλοδόξει
να απαντήση, η επιστήμη της μελέτης της συμπεριφοράς των έμβιων που από το 1854
(etienne Geofroy Saint Hilaire, 1772-1844) συνηθίστηκε να αποκαλείται Ηθολογία.
Αν και η λέξις ετυμολογικά παραπέμπει στο Η/Έθος με τις διαχρονικά πολλαπλές
έννοιες που οι λέξεις αυτές απέκτησαν, ας μείνωμε για διδακτικούς και μόνον λόγους, στην συνηθέστερη ερμηνεία, δηλαδή εκείνην του Ήθους σαν Έθος, συνήθεια,
και τελικά συμπεριφορά. Όμως αξίζει να σταθούμε για λίγο και στην ετυμολογία της
λέξεως Συμπεριφορά εφόσον το όφελος θα είναι μεγάλο για την κατανόηση των όσων
ακλουθούν μια και αποτελεί το αντικείμενο της επιστήμης της Ηθολογίας. Προτείνω
λοιπόν να αναληφθούμε την Συμπεριφορά ως Συν-περι-φορα (τί άλλου;) της Ψυχής.
Και θεωρώ, εκφράζοντας εδώ μία καθαρά προσωπική άποψη, ότι για την Ηθολογία,
ο πλέον δόκιμος ορισμός της Ψυχής, δεν είναι άλλος από εκείνον του Αριστοτέλους
(“ Περί Ψυχής”)1: εντελέχεια σώματος φυσικού οργανικού δυνάμει ζωήν έχοντος. Ως
αριστοτελική λοιπόν εντελέχεια, ας θεωρήσωμε για την μελέτη μας κάθε έμβιο οργανισμό.
1
Πλούταρχος, Πότερα των Ζωιών φρονιμώτερα, τα χερσαία ή τα ένυδρα;
63
ΙΣΤΟΡΙΑ, ΗΘΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΤΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ
Η Ηθολογία δεν θέτει τον Άνθρωπο σε κάποιο βάθρο υψηλώτερα ή, όπως μερικοί
προβάλλουν εκφοβίζοντας αδαείς και λοιδορώντας την επιστήμη αυτή, χαμηλώτερα
από τα υπόλοιπα πλάσματα. Απλώς ερευνά και κάνει διαπιστώσεις. Τα συμπεράσματα
της Ηθολογίας για την καθημερινή ζωή προσφέρονται όμως άριστα για παρανοήσεις ή για τα γνωστά σε όλους πια επικοινωνιακά τεχνάσματα εντυπωσιασμού. Διότι
όντως είναι εξαιρετικά εντυπωσιακό να μπορεί κάποιος να συνεννοηθή με έναν χιμπατζή στην νοηματική γλώσσα. Και τόσο η αρχαία γραμματεία όσο και η νεώτερη
φιλολογία βρίθουν από ανέκδοτα της έντονης σχέσης που μπορεί να αναπτυχθεί ανάμεσα στον Άνθρωπο και το Ζώον.
Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Υπάρχει πραγματικά ψυχικός κόσμος των ζώων;
Αναπτύσσεται λοιπόν δεσμός ανάμεσα στον σκύλο και τον Άνθρωπο ή πρόκειται για
μια αυταπάτη, έναν ακόμη ανθρωπομορφισμό που παραλλάσσει την πραγματικότητα;
Διότι εάν απαντηθή καταφατικά η ερώτηση αυτή, τότε θα πρέπει να δεχθούμε ότι τα
ζώα διαθέτουν ψυχικό κόσμο και επομένως νόηση αφού “Νους ορή και νους ακούει,
τάλλα κωφά και τυφλά”.
Και εάν και τα ζώα έχουν νόηση τότε άραγε δεν κλονίζεται αυτό τούτο το “τόδε
τι” του Ανθρώπου, η Νόηση, που τον τοποθετεί και τον ξεχωρίζει από την υπόλοιπη
Πλάση στην περίοπτη θέση του; Ή μήπως πρόκειται για μία αυταπάτη, μία εξαπάτηση του ανθρώπου από τις αισθήσεις του; Το (εν πολλοίς φιλοσοφικό) αυτό ερώτημα
τέθηκε ήδη κατά την Αρχαιότητα. Επ’ αυτού η θέση των Στωικών ήταν ξεκάθαρη:
τα ζώα δεν είχαν μνήμη ή αισθήματα, με μία κουβέντα: ψυχικό κόσμο, όπως εμείς οι
άνθρωποι το εννοούμε. Το άλογο που επανερχόταν στον στάβλο από μόνο του ήταν
“σαν να” επανέρχεται από μόνο του, ενώ στην πραγματικότητα οδηγείτο από κάποιο
άλλο αίτιο, σίγουρα όχι από μνήμη, συναισθήματα ή ψυχικές διεργασίες. Το ίδιο και το
χελιδόνι που ερχόταν την άνοιξη κι έφευγε πάλι τον χειμώνα: δεν μετανάστευε αλλά
ήταν “σαν να” μετανάστευε.
Ο Πλούταρχος, με την λεπτή ειρωνεία που χαρακτήριζε τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, στο έργο του “Πότερα των Ζωιών φρονιμώτερα, τα χερσαία η τα ένυδρα”2, μέσα
από το στόμα του Αυτόβουλου και του Σωκλάρου, τράβα την Στωική συλλογιστική
στα άκρα αφού αναρωτιέται μήπως θα πρέπει να αναρωτηθούμε εάν τα έμβια όντως
ζουν ή μήπως κάνουν “σαν να” ζουν! Και αφού παραθέτει πάμπολλα ανέκδοτα από
την προφορική παράδοση της εποχής του, δεν λείπουν και οι καθαρά ηθολογικές
παρατηρήσεις που είναι αξιοσημείωτες και έως σήμερον ισχύουσες και επιστημονικά
επιβεβαιωμένες: το αηδόνι για παράδειγμα διδάσκεται το τραγούδι από την μητέρα
του, πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχει μια κοινωνική συμπεριφορά, μια “κουλτούρα”,
εφόσον γίνεται μετάδοση μιας γνώσεως, πράγμα ακόμη πιο εμφανές στα πρωτεύοντα
(χιμπατζήδες, μπονομπο κ.λπ.).
2
Αριστοτέλους, “Περί Ψυχής”
64
ΔημητρΙΟς ΚΟΥΤΣΟΜΑΝΗΣ
Ο στωικός προβληματισμός έχει το σημερινό του “ανάλογο” της συμπεριφοράς
ενός σκύλου που ψάχνει για ναρκωτικές ουσίες ή εκρηκτικά, στην συμπεριφορά του
“έξυπνου” πυραύλου που ακολουθεί έναν κινούμενο στόχο για να τον καταστρέψη:
τόσο ο σκύλος όσο και ο πύραυλος ψάχνουν τον “στόχο”, ο καθένας με τα δικά του
μέσα, την δίκη του λογική, μέσα στα δικά του όρια. Ωστόσο ο σκύλος θα κινητοποιήση γι αυτόν τον σκοπό μιαν φυσική, ας μου επιτραπεί εδώ ο όρος, νοημοσύνη, ενώ ο
πύραυλος, μια τεχνητή. Η αφαιρετική όμως δυναμική που απαιτείται για την περιγραφή κι εν τελεί την κατανόηση των δύο αυτών φαινομένων είναι παρόμοιο.
Η τεχνητή νοημοσύνη και η ανάπτυξη της Πληροφορικής γενικώτερα χαρακτηρίστηκε απλοϊκά σαν η “Τετάρτη Ασυνέχεια” στην ιστορία του Ανθρώπινου Γένους
στους πέντε τελευταίους αιώνες2. Σηματοδοτεί σύμφωνα με ακραίες τεχνολάγνες
θέσεις, την παράλληλη ανάπτυξη του Ανθρώπου με τις μηχανές που έχουν ξεφύγει
πλέον από το απλό μηχανιστικό πλαίσιο κι έχουν αποκτήσει νοημοσύνη. Έτσι λοιπόν,
η παράλληλη αυτή ανάπτυξη του Ανθρώπου και της Μηχανής, όπου η σάρκα και τα
τσιπ σιλικόνης, ενωμένα πλέον, θα προσφέρουν ασύγκριτα ισχυρώτερες και ποιοτικά
ανώτερες αισθήσεις, όπως ίσως και μνήμη ή άλλες ανώτερες νοητικές λειτουργιές,
δημιουργώντας έτσι τον βιονικό Άνθρωπο (cyborg): θα αποτελέσουν έτσι το επόμενο
εξελικτικό βήμα της Ανθρωπότητες, τον Μετά-Άνθρωπο.
Όσο όμως κι εάν αυτά τα σενάρια επιστημονικής φαντασίας ακούγονται μακρυνά,
οι τεχνολογικές εξελίξεις είναι ραγδαίες και φαίνεται, μερικά από αυτά τουλάχιστον,
να επιβεβαιώνονται (uKSiM, cambridge, 2014): αναφορικά με τις αισθήσεις για παράδειγμα, οι βιονικοί οφθαλμοί είναι πραγματικότητα, έστω και εάν ακόμη ευρίσκονται σε εμβρυακή ηλικία, ενώ τα ακουστικά εμφυτεύματα αποτελούν ήδη καθιερωμένη θεραπευτική αντιμετώπιση της κωφώσεως και της βαρηκοΐας. Αναφορικά με την
τεχνητή νοημοσύνη, τα πιο πρόσφατα παραδείγματα είναι από την ρομποτική, όπου
“έξυπνες” μηχανές είναι ικανές να παίξουν ακόμη και ποδόσφαιρο, ενώ είναι γνωστή
εδώ και δεκαετίες η ικανότητα υπολογιστών να αντιμετωπίζουν επιτυχώς στο σκάκι,
διεθνούς επίπεδου παίκτες. Έτσι λοιπόν, σηματοδοτείται η ρήξη ανάμεσα στον άνθρωπο και την μηχανή, αφού γίνεται αντιληπτό πως και τεχνητές μορφές, όπως θα δούμε
και ανεξάρτητης, νοημοσύνης μπορούν να υπάρξουν.
Ο Bruce Mazlish περιγράφει3τέσσερα εξελικτικά άλματα (που ο ίδιος ονομάζει
“Ασυνέχειες” για να καταστήση σαφέστερη έτσι την βαθειά ρήξη που επήλθε) για την
εξέλιξη του πρόσφατου ανθρώπινου πολιτισμού: α) τον ηλιοκεντρισμό του Αρίσταρχου που “ανακάλυψαν” οι Κοπέρνικος/Γαλιλαίος, β) την Αριστοτελική εξέλιξη των
ειδών που “ανακάλυψε” ο Δαρβίνος, γ) την φροϋδική υπεραπλούστευση του έργου
των ασκληπιάδων στην προσέγγιση της (ψυχο)παθολογίας, άριστα κωδικοποιημένο σε κάθε αρχαίο Ασκληπιείο, και, τέλος δ) την, σχεδόν, δια της βίας επιβολή των
3
Bruce Mazlish, The Fourth Discontinuity: The Co- Evolution of Humans and Machines, Yale University
Press 1995
65
ΙΣΤΟΡΙΑ, ΗΘΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΤΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ
ηλεκτρονικών υπολογιστών στην καθημερινότητα μας, τα τελευταία 30 έτη. Αυτές οι
“Ασυνέχειες” έχουν κατά τον Mazlish έναν κοινό παρονομαστή: την εκθρόνιση του
Ανθρώπου από την πρωτοκαθεδρία εφ’ όλων των έμψυχων και άψυχων του Κόσμου
τούτου. Ο ηλιοκεντρισμός αφαιρεί την Γη, Οίκο του Ανθρώπου, από κέντρο του σύμπαντος. Έτσι καταρρέει μια πρώτη αυταρέσκεια. Ο Δαρβίνος και αργότερα ο Φρόυδ,
πάντα σύμφωνα με τον Mazlish, εκθρονίζουν τον Άνθρωπο, ο πρώτος από τα λοιπά
έμβια, ο δεύτερος από την ψυχική θέση της “μοναδικότητος”. Τέλος, με την βοήθεια
των μηχανών, αποδεικνύεται, ότι εν τέλει δύνανται να δημιουργηθούν και άλλες μορφές Νοημοσύνης, συγκεκριμένα Τεχνητής.
Βέβαια, η απλοϊκή αυτή θεώρηση στερείται ιστορικής βάσεως: εύκολα, όπως ενδεικτικά προαναφέρθηκε, παρατηρούμε, ότι ανάλογες “εκθρονίσεις” του Ανθρώπου
εσυνέβησαν και στο παρελθόν, χωρίς όμως ουσιαστικό αποτέλεσμα αφού με διάφορα
“τεχνάσματα”, πάντα ο Άνθρωπος επανερχόταν στην θέση του, σημείο της αρχικής,
κοινωνικής, πολιτικής και εν τέλει προσωπικής/ψυχολογικής του Ισορροπίας. Ίσως η
αξία του έργου του Mazlish να έγκειται ακριβώς στην επισήμανση αυτών των “εκθρονίσεων” και στην σημασία τους, χωρίς όμως να επιχειρείται προσπάθεια να εξηγηθούν
οι μηχανισμοί επαναφοράς του εκθρονισμένου Ανθρώπου στον “θρόνο” του. Αίτιο σε
αυτήν την ατέρμονη επάνοδο στον θρόνο του “Άρχοντος Κόσμου”, μοιάζει να είναι η
συστηματική άρνηση του Ανθρώπου, να δει και να δεχθεί την ακριβή του θέση στην
Πλάση, που δεν νομίζω ότι κάποιος θα αμφιβάλλη, ότι είναι εκείνη του ενεργού και
συνειδητού μέλους της. Τούτο οφείλεται σύμφωνα με την Ηθολογική θεώρηση, στην
έμφυτη ανάγκη αυτοπροσδιορισμού των εμβίων που λαμβάνει χώρα τόσο μεταξύ των
ομοειδών (congeneres) όσο και των αλλοειδών. Η Ηθολογία μας διδάσκει ότι η φιλοσοφική ερώτηση “Ποιος Είμαι;” δεν φαίνεται να απασχολεί μόνον το ανθρώπινο
είδος, αλλά και τα υπόλοιπα έμβια: η διάφορα είναι μόνον ποσοτική και όχι ποιοτική.
Όταν για παράδειγμα ο χιμπατζής ασκεί με ζήλο το ψάξιμο για ψύλλους στην πλάτη του ομοειδούς της ομάδος του, αυτοπροσδιορίζεται, διότι με την ανιδιοτελή αυτή
πράξη μειώνει τις όποιες κοινωνικές εντάσεις έχουν δημιουργηθή ή τις προλαβαίνει
πριν ακόμη δημιουργηθούν, εφόσον αναγνωρίζει τα άλλα μέλη της ομάδος του σαν
ομοειδή και αναγνωρίζεται ο ίδιος από εκείνα σαν τέτοιος. Με αυτόν τον τρόπο, εξομαλύνει και ενδυναμώνει την θέση του στην κοινωνική ομάδα. Όταν πάλι δημιουργεί
λόγχες για να επιτεθεί σε λεμούριους (πρόσφατες έρευνες (2007) πράγμα που μάλιστα
κάνουν μόνον θηλυκοί χιμπατζήδες, αυτοπροσδιορίζεται και πάλι σαν χιμπατζής και
όχι σαν λεμούριος. Χρειάζεται μήπως εδώ να δοθούν παραδείγματα ανάλογης συμπεριφοράς των ανθρώπων;
Μπορούμε να πούμε λοιπόν ότι αυτή η συμπεριφορά, όταν συγκρίνεται με εκείνην
του ανθρώπου, μοιάζει να έχει μία σχέση “φρακταλ” (φράκταλ: διαφορά μεγέθους με
διατήρηση της βασικής μορφής/σχήματος), πράγμα που μας επιτρέπει να υποθέσωμε
ότι ίσως οι μαθηματικοί νόμοι των φράκταλς, μπορούν να εφαρμοστούν για την πε-
66
ΔημητρΙΟς ΚΟΥΤΣΟΜΑΝΗΣ
ριγραφή ανώτερων νοητικών φαινομένων και εν τέλει της ίδιας της συμπεριφοράς.
Η Τεχνητή Νοημοσύνη
Εάν λοιπόν, όπως προαναφέρθηκε, όχι μόνον για τον αυτοπροσδιορισμό αλλά και
για την εκδήλωση της συμπεριφοράς στο σύνολό της, όπως αυτή εμφανίζεται ανάμεσα στα έμβια στα οποία συμπεριλαμβάνεται και ο άνθρωπος, η διαφορά είναι ποσοτική και όχι ποιοτική, είναι διαφορά μεγέθους και όχι ουσίας, συμπέρασμα στο οποίο
μας οδηγεί αβίαστα η Ηθολογία, αλλά και η ορφικοπυθαγόρεια φιλοσοφία (μπορούμε
τότε να υποθέσωμε ότι η διαφορά αυτή είναι μία σχέση φράκταλ, και θα πρέπει, θεωρητικά τουλάχιστον να υπακούει στους μαθηματικούς νόμους των φράκταλς.
Πώς όμως προκύπτει αυτή η διαφορά;
Η απάντηση έως τώρα ήταν απλή: η διαφορά προκύπτει απο το γεγονός ότι το
ανθρώπινο είδος είναι έλλογο. Άμεσα όμως γεννάται το επόμενο ερώτημα: γιατί είναι το ανθρώπινο είδος έλλογο; και μόνον οι ανθρώπινες πράξεις, σκέψεις και έργα
έχουν Λόγο, ή μήπως παρατηρούμε τον Λόγο να εκφράζεται σε όλη την ιεραρχία των
εμβίων (και όχι μόνον); διότι, εάν ο Λόγος εκφράζεται μέσα από τις συμπεριφορές των
λοιπών εμβίων, ενδιαφέρον θα ήταν να αναρωτηθούμε πώς τελικά γεννάται ο Λόγος,
ποιά η δομή του, ποια είναι τα χαρακτηριατικά του.
Εάν λοιπόν καθίστατο δυνατόν να δημιουργήσωμε “τεχνητή” συμπεριφορά, εύκολα θα μπορούσαμε να αντιληφθούμε και να αναλύσωμε πως αυτή προέκυψε και
ποιοί νόμοι την διέπουν. Σήμερα, χάρις στην αυξημένη υπολογιστική ισχύ που μας
προσφέρεται από τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, κάτι τέτοιο είναι δυνατόν να
επιτευχθή με την βοήθεια συγκεκριμένων αλγόριθμων στα πλαίσια μαθηματικών μοντέλων. Έτσι λοιπόν, ξεκινώντας από έναν απλό νόμο, μιας απλής αλληλεπιδράσεως
όπως για παράδειγμα η παρουσία φαγητού ή η έλλειψις του και η κατάστασις πείνας
ή όχι ενός ζώου που θα εκφραστεί με την ανάλογη συμπεριφορά αναζητήσεως ή όχι
φαγητού, δημιουργείται μία μαθηματική εξίσωσις που θα μετουσιωθή σε αλγόριθμο
ικανό να αρχίση μία αλυσιδωτή αντίδραση της οποίας η πολυπλοκότητα αυξάνει όσο
αυξάνουν οι αλληλεπιδράσεις (για παράδειγμα η δυσκολία ή όχι στην εύρεση της τροφής, η ύπαρξη ή όχι θηρευτών κ.λπ) χωρίς όμως να μεταβάλλεται ο αρχικός νόμος/
λόγος. Εάν ένα τέτοιο μοντέλο μπορούσε να επιβεβαιωθή από την παρατήρηση τότε
θα μπορούσαμε να ανατρέξωμε στην ανατομία του για να δούμε εν τέλει ποιές είναι
οι ακριβείς ρίζες της συμπεριφοράς, ποιοί οι νόμοι που την διέπουν, σε ποιόν βαθμό
και με ποιόν τρόπο. Για να επιβεβαιωνόταν το μοντέλο αυτό θα αρκούσε να έκανε
προβλέψεις οι οποίες να μπορούσαν να διαπιστωθούν απο την παρατήρηση στην
πραγματική ζωή.
67
ΙΣΤΟΡΙΑ, ΗΘΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΤΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ
Σε πρόσφατη εργασία4, έγινε προσπάθεια να καταδειχθή ότι μέσα απο στοιχειώδεις νόμους εικονικών αλληλεπιδράσεων, οι οποίοι (νόμοι) δομούνται προσεκτικά
στα πλαίσια ενός μαθηματικού μοντέλου, οδηγούμεθα σε αλληλεπιδράσεις διαρκώς
αυξανόμενης πολυπλοκότητος και τελικά στην ανάδυση αυτού που ονομάζομε “συμπεριφορά” (emergent behaviour). Η ουσία όμως παραμένει ίδια, μια και οι νόμοι που
διέπουν τα κατώτερα επίπεδα αλληλεπιδράσεων είναι οι ίδιοι με εκείνους που διέπουν
τα ανώτερα. Η ποιότητα λοιπόν στο μοντέλο δεν αλλάζει, μια και οι νόμοι παραμένουν αναλλοίωτοι, αλλά μόνον η τάξις μεγέθους μεταβάλλεται: η σχέσις μεταξύ
τους, ο Λόγος, η διαφορά, είναι στην προκείμενη περίπτωση, “φράκταλ”. Στην συγκεκριμένη προσπάθεια μοντελλοποιήσεως της συμπεριφοράς, αντί για τα μονολιθικά
και δύσκαμπτα ως επί το πλείστον περιβάλλοντα της Τεχνητής Νοημοσύνης, όπως
για παράδειγμα συγκεκριμένα στατιστικά μοντέλα, επιλέχθηκε να χρησιμοποιηθούν
απλοί βασικοί μαθηματικοί νόμοι/λόγοι που απορρέουν από την παρατήρηση της συμπεριφοράς.
Πριν όμως προχωρήσωμε περαιτέρω θα πρέπει να συμφωνήσωμε τί ακριβώς θα
ορίσωμε σαν “συμπεριφορά” στα πλαίσια αυτής της προσπάθειας μοντελοποιήσεως.
Δεν είναι εύκολο να καθοριστεί τι εννοείται με την λεξη «συμπεριφορά». Ορισμός
της συμπεριφοράς ως “κάθε αντίδραση σε δεδομένη κατάσταση η οποία έχει σκοπό για
εκείνον που την εκτελεί”5 παραλείπει περιπτώσεις όπως εκείνες της Leerlauhandlung,
και που συχνά περιγράφονται στην Ηθολογία: πρόκειται για συμπεριφορές ή αλυσίδες συμπεριφοράς χωρίς σκοπό ή νόημα (προφανείς τουλάχιστον), για τα ζώα. Αν
και ο ορισμός αυτός μπορεί να εξυπηρετει στην μελέτη των στρατιωτικών προσομοιώσεων, φαίνεται να είναι περιοριστικός για τους σκοπούς μας. Παραφράζοντας τον
ορισμό αυτό, προτάθηκε3 να οριστεί εδώ ως “συμπεριφορά” η συνισταμένη ενεργειών
που απορρέουν απο μία εσωτερική και / ή εξωτερικη κατάσταση του εμβίου. Ο όρος
“συνισταμένη” αφήνει υπόνοια για την μαθηματική και γεωμετρική φύση της συμπεριφοράς και επομένως το έλλογο υπόβαθρό της.
Το τί τελικά ορίζεται ως «συμπεριφορά», και τί αυτό σημαίνει εξαρτάται επίσης από
την παράδοση στην έρευνα για το θέμα αυτό και τί ακριβώς προσπαθούμε να καταλάβουμε. Εν πάση περιπτώσει, παρατηρούμε ότι οι διάφορες θεωρίες της συμπεριφοράς
έχουν περισσότερο ή λιγότερο τον ίδιο στόχο: Προσπαθούν να εξηγήσουν την αλληλεπίδραση των έμβιων όντων με το περιβάλλον τους. Προσπαθούν να εξηγήσουν, να
προβλέψουν ή να ελέγξουν τις πράξεις του έμβιου. Προσπαθούν να εξηγήσουν την
αξία των εσωτερικών παράγοντων που εμπλέκονται στην συμπεριφορά, όπως η μνή3
4
5
Bruce Mazlish, The Fourth Discontinuity: The Co- Evolution of Humans and Machines, Yale University
Press 1995
Koutsomanis Demetrios, La modelisation en Ethologie: Apports des Reseaux Neuronaux et de la
logique fuzzy, These, Universite Paris V, La Sorbonne
Tolk Andreas, NATO Rto: « Simulation of and for military decision making », Χάγη, Δεκέμβριος 2002,
σελ. 14-7
68
ΔημητρΙΟς ΚΟΥΤΣΟΜΑΝΗΣ
μη ή η κατάσταση της φυσιολογίας. Η Ηθολογία είναι ένας από τους κύριους άξονες
έρευνας της συμπεριφοράς. Όμως το σημαντικό για αυτήν την επιστήμη έχει επικεντρωθεί στη μελέτη των εξωτερικών παραγόντων. Οι εσωτερικοι παράγοντες, όπως η
φυσιολογία ή η μνήμη μελετώνται έμμεσα. Είναι πράγματι πιο δύσκολο παράγοντες
που συνεισφέρουν στην ομοιοστασία του οργανισμού ή νοητικές λειτουργίες όπως η
μνήμη, να αξιολογηθούν αντικειμενικά και με αμεσότητα στον χώρο και τον χρόνο,
από ό,τι οι εξωτερικοί παράγοντες όπως η ηλικία, το φύλο, το είδος, οι αντιδράσεις σε
ερεθίσματα. Καθίσταται συνεπώς προφανές ότι η απλή παρατήρηση των εξωτερικών
παραγόντων, δεν αρκεί και περιορίζει σημαντικά την εξήγηση της συμπεριφοράς εξαιτίας της ελλείψεως ακριβούς περιγραφής των εσωτερικών παραγόντων που εμπλέκονται στην ανάπτυξή της: δύο ζώα με τα ίδια εξωτερικά χαρακτηριστικά (π.χ. είδος,
ηλικία, φύλο) μπορεί να συμπεριφερθούν διαφορετικά σε σχέση π.χ. με τα τρόφιμα
και τούτο είναι ανάλογο με την εσωτερική τους ομοιόσταση (π.χ. πεινασμένος ή μη),
τις αντίστοιχες εμπειρίες τους σε σχέση με τα τρόφιμα που προσφέρονται (μνήμη),
κ.λπ.6. Γίνεται λοιπόν σαφές ότι η μόνη παρατήρησις των εξωτερικών παραγόντων δεν
αρκούν για να εξηγήσουν πλήρως τη συμπεριφορά και είναι συνεπώς δύσκολο να κατασκευασθή ένα μοντέλο βασισμένο απλά και μόνον στην παρατήρηση ενός έμβιου.
Καλό λοιπόν είναι να ληφθούν υπ’ όψιν, όσον αυτό είναι δυνατόν, η φυσιολογία και
οι εσωτερικοί μηχανισμοί, πράγμα που μπορεί να διευκολύνει σε μεγάλο βαθμό την
κατασκευή όσο το δυνατόν ακριβέστερων μοντέλων συμπεριφοράς.
Ο ρόλος των εσωτερικών παραγόντων στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς ήταν
και παραμένει θέμα ζωηρών αντιπαραθέσεων: ενώ οι behaviourists αρνούνται την
ένταξη των φυσιολογικών παραγόντων στην εξήγηση της συμπεριφοράς, η γνωστική
ψυχολογία την ενθαρρύνει προτρέποντας στην μελέτη της φυσιολογίας7,8.
Όπως είναι γνωστό από την φυσιολογία, οι αντιδράσεις ενός έμβιου τόσο στα
εσωτερικά του ερεθίσματα όσο και στον εξωτερικό κόσμο, καθορίζονται από το νευρικό του σύστημα, ή το αντίστοιχο του όταν αυτό είναι σε πολύ λιγώτερο ανεπτυγμένη ανατομική και φυσιολογική κατάσταση. Σκόπιμο λοιπόν φαίνεται, όποιο μοντέλο
φιλοδοξεί να επιτύχη την καλυτερη προσομοίωση, να προσπαθήση να λάβη υπόψιν
του και ενδεχομένως να ενσωματώση το νευρικό σύστημα εν προκειμένω, μέσα από
την βιομίμηση (βιομίμηση: απόπειρα αναπαραγωγής μιας βιολογικής διαδικασίας με
τεχνητή).
Ένα τέτοιο εργαλείο είναι τα Τεχνητά Νευρωνικά Δίκτυα (ΤΝΔ - artiicial Neural
Networks aNN), που αποτελεί σήμερα ένα από τα βασικά εργαλεία της Τεχνητής
Νοημοσύνης: πρόκειται για προγράμματα Η/Υ που επιτρέπουν στον χρήστη την επε6
7
8
Goldberg Jacques, Ethologie Animale et Humaine, 2010
Leahey T. H. (2004), A History of Psychology: Main currents in psychological thoughts
Staddon, J. E. R. , The new behaviorism: Mind, mechanism and society, Philadelphia, PA: Psychology
Press.
69
ΙΣΤΟΡΙΑ, ΗΘΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΤΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ
ξεργασία δεδομένων με έναν τρόπο ο όποιος μιμείται την λειτουργία του κεντρικού
νευρικού συστήματος. Έτσι λοιπόν τα ΤΝΔ είναι ικανά να αποκτήσουν “μνήμη”, να
έχουν “γνώση” και να εκφράζονται με “λύσεις/αποφάσεις”.
Ενώ η εργασία αυτή3 αφορά την ηθολογία και βασίστηκε σε παρατηρήσεις (=
εξωτερικούς παράγοντες), αποδεικνύει ότι η χρήση ενός εργαλείου, όπως τα τεχνητά
νευρωνικά δίκτυα, τα οποία μιμούνται μια εσωτερική διαδικασία μείζονος σημασίας
για την διαμόρφωση και την έκφραση της συμπεριφοράς, δηλαδή τη λειτουργία του
κεντρικού νευρικού συστήματος, είναι πιθανό να καλύψη την έλλειψη εκπροσώπησης
των εσωτερικών (φυσιολογικών) παραγόντων στα ηθολογικά μοντέλα.
Εδώ ας ανοίξωμε μια παρένθεση για να παρακολουθήσωμε την επιστημολογική
εξέλιξη στην εξήγηση της συμπεριφοράς. Ας κρατήσει ο αναγνώστης κατά νου ότι η
“νέα” αυτή θεώρηση που ακολουθή, δεν είναι άλλο τίποτε άλλα ακόμη ένα αναμάσημα της αριστοτελικής αντιπαραθέσεως των εννοιών “εν δυνάμει” και “εντελέχεια”, μετατρέποντας τα απαρέμφατα σε ουσιαστικά και μετονομάζοντας το αριστοτελικό “εν
δυνάμει” σε “εγγύς εξήγηση” (proximate explanation) ενώ το “εντελέχεια” μετατρέπεται σε “τελική εξήγηση” (ultimate explanation). Εν πάση περιπτώσει, και προκειμένου
να ενημερωθή ο αναγνώστης για την αγγλοσαξονική νεολογία και νεοθεώρηση, που
όμως λίγα (επιεικώς) προσφέρει στο αντικείμενο μας, ακολουθεί εδώ μια σύντομη
αναδρομή.
Η Βιολογία λοιπόν αναγνωρίζει δύο τύπους αιτιώδους εξηγήσεως: την εγγύς και
την τελική (Baker, 1938, Mayr, 1961). Η πρώτη (εγγύς) θεωρεί ως αιτίες της συμπεριφοράς ό,τι σχετίζεται άμεσα με το έμβιο όπως τα κίνητρα, ο γονότυπος, οι προηγούμενες εμπειρίες του ατόμου κ.λπ. Με μία κουβέντα: το “εν δυνάμει” του όντος. Η τελική,
εξηγεί τις αλλαγές στη συμπεριφορά μέσα από την φυσική επιλογή και τις ανάγκες
του περιβάλλοντος. Με μία κουβέντα: περιγράφει την “εντελέχεια” του όντος. Αν και
αυτά τα δύο είδη εξηγήσεων είναι ανεξάρτητα και συμπληρωματικά και φωτίζουν την
συμπεριφορά από διαφορετικές γωνίες, δεν μπορεί το ένα να αντικαταστήση το άλλο.
Το ακόλουθο παράδειγμα κάνει σαφέστερο τι εννοείται εδώ: Ο Lorenz μας θυμίζει στο
παράδειγμά του (1981, παράγραφος 1.6) ότι αν και η εντελέχεια ή άλλως τελική αιτία
ενός αυτοκίνητου είναι να ταξιδεύει, ωστόσο η τελική αυτή αιτία (ταξίδια) από μόνη
της δεν μπορεί να κάνει το εν δυνάμει αίτιο των ταξιδιών, δηλαδή τον κινητήρα του
αυτοκίνητου να ξεκινήση: ήμαστε λοιπόν υποχρεωμένοι να έχωμε ικανή γνώση της
λειτουργίας του κινητήρα (εν δυνάμει αίτιο ή εγγύς αιτία).
Το ανάλογο στην Ηθολογία είναι για παράδειγμα ο νεογέννητος κούκος: καταστρέφει συστηματικά τα αυγά των νεογνών που ευρίσκονται στην φωλιά των θετών
γονιών του, που το φιλοξενούν. Πώς μπορεί αυτό να εξηγηθή; Σύμφωνα με την εγγύς
εξήγηση, το εν δυνάμει αίτιο φαίνεται να είναι οι υποδοχείς αφής που βρίσκονται στην
ράχη του νεογέννητου κούκου και δίνουν το έναυσμα για μια συγκεκριμένη ακολου3
Bruce Mazlish, The Fourth Discontinuity: The Co- Evolution of Humans and Machines, Yale University
Press 1995
70
ΔημητρΙΟς ΚΟΥΤΣΟΜΑΝΗΣ
θία συμπεριφοράς που έχει ως αποτέλεσμα την καταστροφή των αυγών στην φωλιά
που το φιλοξενεί. Σύμφωνα με την τελική ή εξελικτική εξήγηση ο νεογέννητος κούκος
που έχει το γονίδιο που κωδικοποιεί αυτό το είδος συμπεριφοράς, επιβιώνει καλύτερα
από άλλους νεογέννητους κούκους που δεν διαθέτουν αυτό το γονίδιο. Καθίσταται
συνεπώς προφανές ότι οι δύο αυτές αιτίες συνδέονται στενά και μπορεί κανείς να μάθει την μία χωρίς ωστόσο να γνωρίζει την άλλην και αντίθετα μπορεί να μην δύναται
να γνωρίση την μία επειδή γνωρίζη την άλλη. Ωστόσο θα βρισκόμαστε σε σαφώς πλεονεκτική θέση εάν γνωρίζωμε εις βάθος και τις δύο, μια και εν τέλει η συμπεριφορά
είναι το αποτέλεσμα της εξελικτικής πορείας του είδους που την παρουσιάζει άλλα η
συμπεριφορά με την σειρά της επηρεάζει την εξέλιξη.
Αυτή η διπλή αιτιότητα (εγγύς/τελική) υποστηρίζεται και από τον Nicolas
tinbergen στο σημαντικό έργο του “on the aims and methods of ethology” (1963)9.
Ο αγαπημένος ορισμός της ηθολογίας για τον tinbergen ήταν “Βιολογία της συμπεριφοράς”. Υποστήριζε, βασισμένος στις αναλύσεις των Julian Huxley και ernst Mayr,
ότι αρκεί να απαντηθούν μόνο τέσσερις ερωτήσεις για να κατανοήσουμε τη συμπεριφορά:
Α: Για ποιόν λόγο, η συμπεριφορά που παρατηρούμε, εκλύεται σε μία δεδομένη
στιγμή;
Β: Ποιά είναι η αξία της συμπεριφοράς αυτής για την επιβίωση του ατόμου ή του
είδους;
Γ: Ποιά είναι η ιστορία της εξελίξεως της συμπεριφοράς;
Δ: Πώς εξελίσσεται μία συμπεριφορά κατά τη διάρκεια της ζωής ενός ατόμου;
Η Ανάγκη συμβάλλει στον σχηματισμό των κινήτρων του ατόμου: στα μαθηματικά
μοντέλα, τα αναγκαστικά αίτια (εξωτερικά ερεθίσματα και φυσιολογικές καταστάσεις
του ατόμου σε μία δεδομένη στιγμή (Hogan, 1994) εκφράζονται ως μεταβλητές που
συμβάλλουν στην μοντελοποίηση των κινήτρων, χωρίς να αποτελούν τον αποκλειστικό παράγοντα: το ειδικό τους “βάρος” σαν μεταβλητή είναι δυνατόν να προσδιορισθεί
με τρόπο που να μεγιστοποιεί την σύγκλιση με την πραγματικότητα. Ειδικά τα ΤΝΔ
επιτρέπουν αυτού του είδους τις παρεμβάσεις με έναν ιδιαίτερα εποικοδομητικό και
ρεαλιστικό τρόπο.
Στην παρούσα εργασία και για προφανείς λόγους μοντελοποιήσεως της συμπεριφοράς, θεωρήσαμε ότι η συμπεριφορά εξηγείται εάν απαντηθούν τα ακόλουθα τρία
ερωτήματα, που συνδέονται στενά με τις θέσεις του tinbergen που αναφέρθηκαν
προηγουμένως: α) ήδη έγινε αναφορά στην έννοια του “κινήτρου” αμέσως προηγουμένως. Ο όρος κίνητρο αναφέρεται σε αναστρέψιμες μεταβολές της συμπεριφοράς,
συνήθως μικρής διάρκειας: για παράδειγμα, τον τρόπο με τον οποίο τα ζώα χρησιμοποιούν διάφορες συμπεριφορές (π.χ. για την πρόσληψη νερού και τροφίμων) ώστε
να επιτύχουν την ρύθμιση της εσωτερικής τους ομοιόστασης (ισορροπία νερού, φαγητού κ.α.). Το πρώτο ερώτημα λοιπόν που πρέπει να απαντηθεί είναι “ποιά είναι τα
9
Nicolas Tinbergen,” On the aims and methods of ethology”, 1963
71
ΙΣΤΟΡΙΑ, ΗΘΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΤΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ
κίνητρα” και τούτο υπονοεί γνώση των κανόνων και νόμων που οδηγούν σε αυτά τα
κίνητρα. Πρακτικά (για την δημιουργία δηλαδή ενός ικανού μοντέλου συμπεριφοράς)
κάτι τέτοιο σημαίνει ότι το κίνητρο πρέπει να μετατραπεί σε μια μαθηματική μεταβλητή. Ειδικότερα, τα ΤΝΔ που χρησιμοποιήθηκαν για την παρούσα μελέτη, επιτρέπουν
την χειραγώγηση τέτοιων μεταβλητών κατά τρόπον που να μεγιστοποιεί την σύγκλιση του μοντέλου με την παρατήρηση, β) η δεύτερη ερώτηση που οφείλει να απαντηθή αφορά τα αίτια που οδηγούν στην βελτιστοποίηση της συμπεριφοράς. Αυτή
η βελτιστοποίηση επιτυγχάνεται αργά και με κόπο κατά τη διάρκεια της ζωής ενός
ατόμου και είναι πολύ λιγότερο εύκαμπτη από την συμπεριφορά π.χ. που είναι απλή
απόρροια κινήτρων. Η παρατήρηση μας αποκαλύπτει ότι η βελτιστοποίηση της συμπεριφοράς προκύπτει τόσο από το γονιδίωμα όσο και από τις κατά την διάρκειαν της
ζωής του εμβίου αποκτηθείσες εμπειρίες. Γι’ αυτό και οι προκαλούμενες έτσι αλλαγές
επιφέρουν μακροπρόθεσμες αλλαγές στη συμπεριφορά που είναι και δυσκολότερα
αναστρέψιμες από ηθολογική άποψη (Hogan, 1994): ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η
μάθηση, η παιδεία. Στην προσπάθεια μας της μοντελοποιήσεως με τεχνητά νευρωνικά δίκτυα, ο γονότυπος εκφράζεται μέσα από το γενετικό αλγόριθμο: πρόκειται για
σειρά αλγόριθμων που είναι προγραμματισμένοι να εξασφαλίσουν την επιβίωση του
ισχυρότερου, όπως αυτό παρατηρείται στην Φύση, ενώ η εμπειρία εκφράζεται μέσα
από την εκμάθηση της συμπεριφοράς από τα τεχνητά νευρωνικά δίκτυα, αφού προηγουμένως έχουν τροποποιηθή τα βάρη στις αντίστοιχες μεταβλητές (“κίνητρα”) ώστε
να συνάδουν με την παρατήρηση, γ) η εξέλιξη ωστόσο της συμπεριφοράς, εκδηλώνεται σαν μεταβολή στο συνολικό γονιδίωμα ενός πληθυσμού. Τα αίτια των γενετικών
αλλαγών μπορεί να είναι διάφορα: η φυσική επιλογή, η μετάλλαξη, ή να είναι απλώς
τυχαία. Πράγματι, η εξέλιξη ενός τεχνητού νευρωνικού δικτύου εκφράζεται μέσα από
την “φυσική επιλογή” που εκτελείται από αλγόριθμους (ονομαζόμενους “γενετικούς
αλγόριθμους”) ενσωματωμένους, στο σύστημα. Για να περιγράψουμε την συμπεριφορά πρέπει να είμαστε σε θέση να απαντήσωμε σε όλες τις προϋποθέσεις που αναφέρονται ανωτέρω.
Η ηθολογία χρησιμοποιεί λέξεις για να περιγράψει παρατηρήσεις και τις εκθέτει
με τρόπο, συνήθως δυαδικό, στο ηθόγραμμα. Ο Ν. tinbergen, εισήγαγε την έννοια
της συνέχειας, καθώς δηλώνει ότι καμιά διάκριση δεν είναι δυνατή ανάμεσα στις παρατηρούμενες διακυμάνσεις της προσοχής και τις πιο ολοκληρωμένες απαντήσεις:
υπάρχει λοιπόν μια συνέχεια της δράσης. Εδώ, το πλεονέκτημα που προκύπτει από
την χρήση της θεωρίας της ασαφούς λογικής (fuzzy logic) έγκειται στην ικανότητα των αλγόριθμων αυτής της θεωρίας να χειριστούν αποτελεσματικά πληροφορίες
που εκφράζονται προφορικά/γραπτά. Ως εκ τούτου, το θεωρητικό ζητούμενο από την
ασαφή μοντελοποίηση γενικότερα και με ασαφή ΤΝΔ ειδικότερα (Neurofuzzy) είναι,
όπως θα δούμε, μετατρέποντας την παρατήρηση του ερευνητή, που εκφράζεται με
λόγια, να δημιουργήση ένα μαθηματικό μοντέλο με αυστηρούς κανόνες και σαφήνεια. Εάν λοιπόν η ενσωμάτωση ασαφών αλγορίθμων (fuzzy algorithms) οδηγήσει σε
72
ΔημητρΙΟς ΚΟΥΤΣΟΜΑΝΗΣ
αύξηση της ακρίβειας του μοντέλου, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η υπόθεσις του
Nico tinbergen, αναφορικά με την ύπαρξη συνέχειας στην δράση, από την μεταβολή
δηλαδή της προσοχής έως την εκτέλεση μιας πράξεως, συνάδει με την παρατήρηση.
Ο Santiago ramon y cajal (ramon y cajal 1894, 1899), διάσημος ισπανός παθολογοανατόμος του περασμένου αιώνος, μας θύμισε μια σημαντική ιδέα, εύρημα της ιατρικής σχολής της Αλεξάνδρειας, την σημασία δηλαδή του κεντρικού και περιφερικού
νευρικού συστήματος για την ακεραιότητα και την λειτουργία του οργανισμού. Όλοι
οι πολυκύτταροι οργανισμοί, με ελάχιστες εξαιρέσεις, έχουν ένα νευρικό σύστημα: υπ’
αυτή την έννοια, το νευρικό σύστημα είναι μια πραγματική «επιτυχία» της εξελίξεως.
Η, από φυλογενετικές μελέτες, προτεινόμενη παλαιότητα του νευρικού συστήματος
μπορεί να φθάνει ακόμη και 500 εκατομμύρια χρόνια. Το νευρικό σύστημα πρέπει να
το φαντασθούμε σαν μία συσκευή που λαμβάνει πληροφορίες και δίνει απαντήσεις,
προκειμένου ο οργανισμός να βελτιστοποιήσει και να εναρμονίσει την κατάστασή του
προς το περιβάλλον του. Οι οργανισμοί που διαθέτουν ένα νευρικό σύστημα μπορούν
να κινούνται, να επικοινωνούν, να δημιουργούν εσωτερικές αντιδράσεις σε εξωτερικά ερεθίσματα, όπως η παλλόμενη καρδιά, ο εντερικός περισταλτισμός, οι ορμονικές
εκκρίσεις. Μεγάλου ενδιαφέροντος είναι οι λύσεις για την εκτέλεση ορισμένων από
αυτές τις πράξεις των πολυκυτταρικών οργανισμών, τις οποίες προτείνουν οι μονοκυτταρικοί οργανισμοί όπως π.χ. τα βακτηρίδια. Οι λύσεις αυτές είναι διαφορετικής
κλίμακας μεγέθους και ίσως να μπορεί να γίνει καλύτερα κατανοητή και να περιγραφή
χρησιμοποιώντας αλγόριθμους fractal γεωμετρίας, αλλά ας ευχηθούμε ότι αυτό θα
αποτελέσει το αντικείμενο περαιτέρω ερευνών από την επιστημονική κοινότητα.
Ο d’arcy hompson μας υπενθυμίζει ότι η μορφή και η λειτουργία είναι στενά
συνδεδεμένες. Ο ewald Weibel σε μια σημαντική εργασία με τίτλο Symmorphosis, on
Form and Function in Shaping Life (Ε. Weibel, Harvard university press, 2000) δείχνει
ότι η μορφή και η λειτουργία είναι στενά συνδεδεμένες με μαθηματικούς κανόνες ενώ
μέσα από την εργασία αυτήν καθίσταται προφανής η αξία των αναλογιών, διαφόρων
τάξεων μεγέθους (fractality) μεταξύ τους. Η συγκριτική μελέτη ανατομίας και φυσιολογίας αρκεί συχνά για να μας πείσει ως προς την ύπαρξη σχέσεως ανάμεσα στο
νευρικό σύστημα και το σχήμα. Δεν νομίζω ότι είναι απαραίτητο εδώ να υπεισέλθωμε
σε λεπτομέρειες. Η κλασματική σχέση μεταξύ του νευρικού συστήματος και του σχήματος μελετάται εκτενώς στα έργα των d’arcy hompson, Weibel αλλά και άλλων
συγγραφέων. Αν όμως το νευρικό σύστημα είναι “φράκταλ” στον σχεδιασμό του, τις
δραστηριότητές του και τις σχέσεις του με το ανατομικό του περιβάλλον, είναι θεμιτό
να αναμένεται ότι το κύριο αποτέλεσμα της εκφράσεως του, που είναι η συμπεριφορά,
θα πρέπει να έχει επίσης έναν φράκταλ χαρακτήρα.
Όσο τέλειο, όμως, κι εάν είναι ένα μοντέλο, όσο κι εάν αυτό τείνει να γίνει ο Δαίμων του Laplace, ποτέ δεν θα περιγράψει πλήρως τα φαινόμενα, μια και αυτά έχουν
στοχαστικά χαρακτηριστικά. Οι λόγοι για την απόκλιση ενός μοντέλου από την
πραγματικότητα είναι ποικίλοι και μπορεί να είναι διαφορετικοί από μία προσπάθεια
73
ΙΣΤΟΡΙΑ, ΗΘΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΤΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ
μοντελοποιήσεως σε μια άλλη. Ίσως να μπορούσαν να θεωρηθούν, αυτές οι αποκλίσεις από την πραγματικότητα, ως έκφρασις υπάρξεως μιας εφεδρικής δυναμικής που
είναι στην διάθεση της Φύσης και συχνά μας παρουσιάζεται σαν τυχαιότητα.
Μόνον το γεγονός ότι με τεχνητούς τρόπους μπορούμε να αναπαράγωμε την συμπεριφορά, άλλοτε προβλέποντάς την κι άλλοτε εξελίσσοντάς την, μας οδηγεί στο
συμπέρασμα ότι ίσως να είναι δυνατόν να κατανοηθή ο κόσμος σαν μία απλή μαθηματική εξίσωση, που όμως επιβαρύνεται με μία απόκλιση και της οποίας η επανάληψη
(iteration) θα μπορούσε να οδηγήσει στην αποπεράτωση (κατ’ άλλους “τελειότητα”)
εάν δεν μεγάλωνε λογαριθμικά, προς τον αριθμό επαναλήψεων και η προαναφερθείσα αυτή απόκλιση. Σε αυτήν όμως την απόκλιση, που εκφράζεται σαν τυχαιότητα,
οφείλωμε, νομίζω, την Ελευθερία μας: ελευθερία σκέψεων, ενεργειών, αποφάσεων
κ.λπ. Διότι η απόκλιση αυτή θα δημιουργήση τον γεωμετρικό χώρο με το συγκεκριμένο περιοριστικό πλαίσιο μέσα στον οποίον θα αναπτυχθή το ψήγμα ατάκτου κινήσεως που συνηθίσαμε να αποκαλούμε ελευθερία. Παρατηρούμε ότι η απόκλιση αυτή
δημιουργεί Θόρυβο στο σύστημα που αναπτύσσεται μέσα από συνεχείς επαναλήψεις
(iterations) και το Χάος αυτό που στην καθημερινότητα των εμβίων παρουσιάζεται
σαν Τυχαιότητα, άλλοτε οργανώνεται σαν Ελευθερία, συνήθως στο ατομικό επίπεδο
και άλλοτε σαν Πρόνοια στο συλλογικό επίπεδο. Ας ευχηθούμε μελλοντικές έρευνες
να εδραιώσουν περαιτέρω αυτές τις υποθέσεις, που προκύπτουν αβίαστα μέσα από
την προσπάθεια δημιουργίας μοντέλων συμπεριφοράς με ΤΝΔ.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Πλούταρχος, Πότερα των Ζωιών φρονιμώτερα, τα χερσαία ή τα ένυδρα;
Αριστοτέλους, “Περί Ψυχής”.
Bruce Mazlish, he Fourth discontinuity: he co- evolution of Humans and Machines,
yale university press 1995.
Koutsomanis demetrios, La modelisation en ethologie: apports des reseaux
Neuronaux et de la logique fuzzy, hese, universite paris v, La Sorbonne.
tolk andreas, Nato rto: «Simulation of and for military decision making», Χάγη,
Δεκέμβριος 2002, σελ. 14-7.
Goldberg Jacques, ethologie animale et Humaine, 2010.
Leahey t. H. (2004), a History of psychology: Main currents in psychological thoughts
Staddon, J. e. r., he new behaviorism: Mind, mechanism and society, philadelphia,
pa: psychology press.
Nicolas tinbergen,” on the aims and methods of ethology”, 1963.
Koutsomanis demetrios, artiicial intelligence for ethology: Neural Networks in the
prediction of Human Behavior, uKSiM ‘14 proceedings of the 2014 uKSim-aMSS
16th international conference on computer Modelling and Simulatio, pages 32-35
ieee computer Society Washington, dc, uSa ©2014.
74
ΔημητρΙΟς ΑνωγΙΑτης-Pelé, ΙωΑννης ΔημΟπΟυλΟς,
ΚωνςτΑντΙνΟς μΑυρέΑς, ςτΑυρΟς πΑντΑζΟπΟυλΟς
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΑΝΩΓΙΑΤΗΣ-peLé
ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΑΥΡΕΑΣ
ΣΤΑΥΡΟΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Η ΦΥΣΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΤΟΥ ΠλΗθΥΣΜΟΥ ΣΤΑ ΙΟΝΙΑ
ΝΗΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 20Ο ΑΙωΝΑ
Εισαγωγή - Μεθοδολογικά ζητήματα σχετικά με τις πηγές
Στη μελέτη ενός πληθυσμού η εξέλιξη της φυσικής του κίνησης είναι ίσως το βασικότερο στοιχείο, διότι αυτό καθορίζει τον δημογραφικό δυναμισμό μιας περιοχής. Η
φυσική ευρωστία ενός πληθυσμού αποτελεί ουσιώδες ζήτημα για την ανάπτυξη και τη
μελλοντική του εξέλιξη. Στο άρθρο αυτό εξετάζεται η εξέλιξη της φυσικής κίνησης του
πληθυσμού στα Ιόνια νησιά κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης η περιφέρεια αυτή προσεγγίζεται γεωγραφικά αποτελούμενη κατά τη
διάρκεια του μεσοπολέμου από τους νομούς Ζακύνθου, Κερκύρας και Κεφαλληνίας,
ενώ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο προστίθεται και ο νομός Λευκάδος1. Όπως είναι
γνωστό, επί σειρά δεκαετιών η χώρα είχε διαιρεθεί διοικητικά σε νομούς, επαρχίες,
δήμους και κοινότητες, η δε προσθήκη των διοικητικών περιφερειών (η Περιφέρεια
Ιονίου) προέκυψε μετά την είσοδο της χώρας στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ)2. Η μελέτη επεκτείνεται τόσο στο χώρο (νομοί, πόλεις, ημιαστικές,
αγροτικές περιοχές), όσο και στο χρόνο, λαμβάνοντας εκκίνηση από το 1921 (πρώτο
έτος επίσημης καταγραφής και δημοσίευσης της εξέλιξης της φυσικής κίνησης της
χώρας) και καταλήγοντας στο έτος 2000. Η εργασία εξετάζει διαχρονικά τη φυσική
μεταβολή του πληθυσμού, δηλαδή τη μεταβολή που οφείλεται στη διαφορά των γεννήσεων και των θανάτων, χωρίς συνυπολογισμό της μετανάστευσης. Ειδικότερα, εξετάζεται η εξέλιξη της φυσικής κίνησης του πληθυσμού με βάση το μέσο ετήσιο αριθμό
των γεννήσεων (Γ) και των θανάτων (Θ). Το βασικότερο εργαλείο μελέτης αποτελεί
αυτή η διαφορά των γεννήσεων προς τους θανάτους, δηλαδή ο λόγος Γ/Θ.
Όλα τα δεδομένα προέρχονται από τη Στατιστική της Φυσικής Κίνησης του Πλη1
2
Κατά την απογραφή πληθυσμού του 1928 οι Ιόνιοι Νήσοι αποτελούνται από τους 3 νομούς που
προαναφέρθηκαν, 7 επαρχίες, 3 δήμους, 221 κοινότητες και 537 συνοικισμούς. Βλ. ΓΣΥΕ, Στατιστική
Επετηρίς της Ελλάδος 1930, Αθήνα 1931, σ. 30.
Εντελώς ενδεικτικά αναφέρεται, ότι, κατά την απογραφή πληθυσμού του 1928, η Ελλάδα είχε διαιρεθεί διοικητικά σε 35 νομούς, 141 επαρχίες, 53 δήμους και 4.990 κοινότητες. Βλ. ΓΣΥΕ, Στατιστική
Επετηρίς της Ελλάδος 1930, Αθήνα 1931, σ. 12.
75
Η ΦΥΣΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΣΤΑ ΙΟΝΙΑ ΝΗΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 20Ο ΑΙΩΝΑ
θυσμού, ετήσια τακτική έκδοση της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ, πρώην
Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος - ΕΣΥΕ και Γενική Στατιστική Υπηρεσία της
Ελλάδος - ΓΣΥΕ) κατά την περίοδο 1921-1938 και 1956-19973. Ωστόσο, είναι απαραίτητο να διατυπωθούν ορισμένες επιπρόσθετες μεθοδολογικές παρατηρήσεις. Η
πρώτη σχετίζεται με την ιδιαιτερότητα των καταγραφών και ιδιαίτερα των δημοσιεύσεων από τη Στατιστική Αρχή. Οι δημοσιεύσεις αυτές γίνονται ανά νομό, όμως για τη
μεσοπολεμική περίοδο δημοσιεύονται οι πόλεις (όπου υπάρχουν, δηλαδή η Ζάκυνθος
και η Κέρκυρα) και το υπόλοιπο του νομού (το οποίο αντιστοιχεί σε κατοικούντες σε
οικισμούς, επομένως στον αγροτικό πληθυσμό), ενώ για την περίοδο μετά το 1956 οι
δημοσιεύσεις γίνονται με βάση την κατανομή του πληθυσμού σε αστικές, ημιαστικές
και αγροτικές περιοχές. Στην παρούσα εργασία για τον ορισμό του αστικού κέντρου
έχει υιοθετηθεί η προσέγγιση της (τότε) ΓΣΥΕ, η οποία, από την απογραφή πληθυσμού του 1928 και μετά, ορίζει ως πόλεις τους οικισμούς με πληθυσμό άνω των 10.000
κατοίκων, ανεξαρτήτως του γεγονότος, εάν αυτές αποτελούσαν ή όχι πρωτεύουσες
νομών. Σύμφωνα με την ίδια προσέγγιση, ο ημιαστικός πληθυσμός αντιστοιχεί σε πόλεις που απαριθμούν 2.000-9.999 κατοίκους, εγώ ο αγροτικός πληθυσμός αντιστοιχεί σε οικισμούς που απαριθμούν έως 1.999 κατοίκους. Από την πλευρά της έκτασής
τους, οι πόλεις έχουν υπολογιστεί στα όρια του οικείου Δήμου.
Μια δεύτερη παρατήρηση σχετίζεται με την ακριβή καταγραφή των γεννήσεων
και των θανάτων. Στην παρούσα εργασία έχουν καταγραφεί και υπολογισθεί στις
«γεννήσεις» εκείνες των ζώντων τέκνων με βάση τον τόπο κατοικίας της μητέρας και
ανεξαρτήτως του τόπου, όπου συνέβη το γεγονός (επομένως δεν λαμβάνεται υπόψη
η βρεφική θνησιμότητα), ενώ στους «θανάτους» καταγράφηκαν και υπολογίσθηκαν
οι θάνατοι με βάση τον τόπο κατοικίας του θανόντος, ανεξαρτήτως του τόπου στον
οποίο συνέβη το γεγονός. Αυτός ο διαχωρισμός αφορά την περίοδο μετά το 1956.
Αντίθετα, για τα δεδομένα της μεσοπολεμικής περιόδου (1921-1938) ο προηγούμενος
διαχωρισμός δεν αναφέρεται στις καταγραφές της Στατιστικής Αρχής. Έτσι, για μεν
τις γεννήσεις αναφέρεται (και έχει καταγραφεί στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας)
το σύνολο των γεννήσεων νομίμων και εξωγάμων τέκνων, ενώ για τους θανάτους
αναφέρονται όλες οι καταγραφές σχετικά με το γεγονός (παραλείπεται δηλαδή ο τόπος καταγωγής του θανόντος).
Μια τρίτη παρατήρηση αφορά την ακρίβεια των δημοσιευμένων στοιχείων της
φυσικής κίνησης του πληθυσμού. Όπως προαναφέρθηκε, όλες οι σχετικές δημοσιεύ3
Βλ.https://dlib.statistics.gr/portal/page/portal/ESYE/categoryyears?p_cat=10007865&p_
topic=10007865.
Τα δεδομένα των υπολοίπων έως σήμερα ετών δεν έχουν ακόμη εκδοθεί με εξαίρεση εκείνο του
2004 (έκδ. 2009). Για την περίοδο 1939-1955 δεν υπάρχει συλλογή δεδομένων, λόγω της εμπλοκής
της χώρας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο Πόλεμο που ακολούθησαν. Από
την ΕΛΣΤΑΤ μας παραχωρήθηκαν σε ηλεκτρονική μορφή τα δεδομένα της περιόδου 1997-2000.
76
ΔημητρΙΟς ΑνωγΙΑτης-Pelé, ΙωΑννης ΔημΟπΟυλΟς,
ΚωνςτΑντΙνΟς μΑυρέΑς, ςτΑυρΟς πΑντΑζΟπΟυλΟς
σεις της Στατιστικής Αρχής στηρίζονται στις ετήσιες Στατιστικές της Κινήσεως του
Πληθυσμού που προέρχονται από τις αντίστοιχες καταγραφές των Ληξιαρχείων όλων
των Δήμων και Κοινοτήτων της χώρας. Ωστόσο, στην απόλυτη υιοθέτηση των σχετικών δεδομένων, ιδιαίτερα εκείνων που αφορούν τη μεσοπολεμική περίοδο, απαιτούνται αρκετές επιφυλάξεις. Από το 1921, έτος που για πρώτη φορά ξεκίνησαν να
συγκεντρώνονται στοιχεία, οι πληροφορίες για τους γάμους, τις γεννήσεις και τους
θανάτους αντλούνταν κατά κανόνα από τις ληξιαρχικές πράξεις που είχαν καταχωρηθεί στα ληξιαρχικά βιβλία. Τις πληροφορίες αυτές απέστελλαν οι δήμαρχοι και οι
πρόεδροι των κοινοτήτων (οι οποίοι στην προκειμένη περίπτωση λειτουργούσαν ως
ληξίαρχοι) ανά τρίμηνο μέσω ειδικών πινάκων στη Διεύθυνση Στατιστικής του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας. Αρχικά, η χρησιμοποίηση ατομικών δελτίων δεν εκρίθη
σκόπιμη, προκειμένου να αποφευχθεί η επιβάρυνση των ληξιάρχων. Ωστόσο, από τον
έλεγχο των πινάκων σε αρκετές περιφέρειες της χώρας προέκυψαν στην πράξη ατέλειες και ελλείψεις στη συμπλήρωση των στοιχείων4. Μέχρι το 1925 οι ισχύουσες
περί ληξιαρχικών πράξεων διατάξεις απέβησαν σταδιακά στις περισσότερες πόλεις
γράμμα κενόν, αφού αρκετά γεγονότα (κυρίως οι γεννήσεις) δεν καταγράφονταν5.
Από την 1η Ιανουαρίου 1925 τέθηκε σε εφαρμογή ο Ν. 2430/1920 «Περί των Ληξιαρχικών Πράξεων», ο οποίος καθιστούσε υποχρεωτική τη δήλωση κάθε γεγονότος
που αφορούσε την αστική κατάσταση όλων των φυσικών προσώπων. Η προοδευτική
γενίκευση αυτού του συστήματος σε όλους τους δήμους και τις κοινότητες της χώρας,
επέτρεψε τη δημοσίευση περισσότερο αξιόπιστων στοιχείων ιδιαίτερα μετά το 1928.
Μετά τη λήξη των εμπόλεμων καταστάσεων που γνώρισε η χώρα κατά τη δεκαετία
του ’40 και τη σταδιακή διοικητική της αναδιοργάνωση, ξεκίνησε από τα μέσα της
επόμενης δεκαετίας, μεταξύ των άλλων, η ανασύνθεση της Κεντρικής Υπηρεσίας και
των περιφερειακών υπηρεσιών της (νέας πλέον) ΕΣΥΕ. Με τη συνεργασία των περιφερειακών γραφείων της ΕΣΥΕ, συλλέγονται και δημοσιεύονται σε ετήσια βάση τα
ατομικά στοιχεία για τους γάμους, τις γεννήσεις και τους θανάτους από όλα τα Ληξιαρχεία της χώρας. Τα εξαγόμενα αποτελέσματα δημοσιεύονται από τις αρχές του 1955
στο «Μηνιαίο Στατιστικό Δελτίο» της ΕΣΥΕ, στην ετήσια «Στατιστική Επετηρίδα» και
στα ετήσια τεύχη της «Φυσικής Κινήσεως του Πληθυσμού». Τα επόμενα χρόνια, και
έως το τέλος της εξεταζόμενης περιόδου, ο Ν. 344/1976 «Περί Ληξιαρχικών Πράξεων»
καθορίζει τις υποχρεώσεις των ληξιάρχων στη συλλογή και στη συνέχεια, στη διαβίβαση των στοιχείων.
4
5
Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας – Διεύθυνση Στατιστικής, Στατιστική της Κινήσεως του Πληθυσμού
κατά το έτος 1921, Αθήνα 1924, σ. ζ’ και Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, Στατιστική της
Κινήσεως του Πληθυσμού κατά το έτος 1930, Αθήνα 1932, σ. γ’.
Το φαινόμενο αυτό παρατηρήθηκε πιο έντονα στις μεγάλες πόλεις, όπως η Αθήνα, ο Πειραιάς, η
Θεσσαλονίκη, η Πάτρα κ.λπ. Βλ. Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, Στατιστική της Κινήσεως
του Πληθυσμού κατά το έτος 1925, Αθήνα 1929, σ. η’ και Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος,
Στατιστική Επετηρίς της Ελλάδος 1931, σ. 57.
77
Η ΦΥΣΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΣΤΑ ΙΟΝΙΑ ΝΗΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 20Ο ΑΙΩΝΑ
Μια τέταρτη παρατήρηση αφορά τα πραγματικά δεδομένα που είναι διαθέσιμα
και εξετάζονται στο πλαίσιο της μελέτης. Όπως προαναφέρθηκε, για τη μεσοπολεμική περίοδο είναι διαθέσιμα τα έτη 1921-1938 και τα δεδομένα αφορούν τους νομούς Ζακύνθου, Κερκύρας και Κεφαλληνίας. Για την περίοδο αυτή η ΓΣΥΕ δεν συγκέντρωνε δεδομένα σχετικά με την κατανομή του πληθυσμού σε αστικό, ημιαστικό
και αγροτικό πληθυσμό. Οι καταγραφές της γίνονται σε επίπεδο νομού και αφορούν
τις πόλεις και το υπόλοιπο του νομού (το οποίο, για τους τρεις προαναφερόμενους
νομούς, κατά κανόνα αντιστοιχεί στον αγροτικό πληθυσμό). Για την περίοδο 19211938 οι μοναδικές πόλεις των Ιονίων Νήσων είναι η Ζάκυνθος και η Κέρκυρα, ενώ
για την Κεφαλονιά καταγράφεται το σύνολο του νησιού. Όπως προαναφέρθηκε, τα
μεταπολεμικά δεδομένα ξεκινούν μετά το 1956 και οι καταγραφές της ΕΣΥΕ αφορούν
τον αστικό, τον ημιαστικό και τον αγροτικό πληθυσμό. Ωστόσο, και την περίοδο αυτή
διαπιστώνονται ανακολουθίες, αφού για ολόκληρη την περίοδο 1956-2000 οι μοναδικές διαθέσιμες πόλεις είναι η Ζάκυνθος και η Κέρκυρα, ενώ στην Κεφαλονιά και
στη Λευκάδα δεν εμφανίζεται αστικό κέντρο σε ολόκληρη την εξεταζόμενη περίοδο.
Ακόμη όμως και η Ζάκυνθος καταγράφεται ως πόλη έως το 1960, για να μετατραπεί
σε ημιαστική περιοχή την περίοδο 1961-1993 και να γίνει εκ νέου αστική περιοχή το
διάστημα 1994-2000. Πλην της πόλης της Ζακύνθου, λοιπές ημιαστικές περιοχές στο
νομό αυτό δεν υπάρχουν. Αγροτικές περιοχές υπάρχουν βέβαια και στους τέσσερις νομούς για ολόκληρη την περίοδο 1956-2000. Ωστόσο, ημιαστικές περιοχές συναντάμε
στην Κέρκυρα μόνο κατά τις περιόδους 1961-1990 και 1994-2000.
1. Η φυσική κίνηση στα Ιόνια Νησιά κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, 1921-1938
Ο λόγος Γ/Θ για το σύνολο των Ιονίων Νήσων σε ολόκληρη την περίοδο 19211938 είναι 1,5. Φαίνεται, ότι οι πόλεις (Ζάκυνθος και κυρίως η Κέρκυρα) εμφανίζουν
Πίνακας 1:
μέσος ετήσιος αριθμός γεννήσεων και θανάτων και λόγος γ/θ στα Ιόνια νησιά την περίοδο
1921-1938.
78
ΔημητρΙΟς ΑνωγΙΑτης-Pelé, ΙωΑννης ΔημΟπΟυλΟς,
ΚωνςτΑντΙνΟς μΑυρέΑς, ςτΑυρΟς πΑντΑζΟπΟυλΟς
Γράφημα 1:
ο λόγος γ/θ στο νομό Ζακύνθου, 1921-1938.
Γράφημα 2:
ο λόγος γ/θ στο νομό Κερκύρας, 1921-1938.
79
Η ΦΥΣΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΣΤΑ ΙΟΝΙΑ ΝΗΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 20Ο ΑΙΩΝΑ
χαμηλότερη φυσική αύξηση από τις αγροτικές περιοχές. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα σ’ αυτό αποτελεί ο νομός Κερκύρας, όπου η πόλη της Κέρκυρας για το σύνολο
της μεσοπολεμικής περιόδου παρουσιάζει φυσική μείωση του πληθυσμού (λόγος Γ/Θ
0,9), ενώ το υπόλοιπο του νομού αυτού, δηλαδή οι αγροτικές περιοχές, εμφανίζει μεγάλη (μεγαλύτερη του μέσου όρου των Ιονίων Νήσων) φυσική αύξηση (βλ. Πίνακα 1)
Γράφημα 3:
ο λόγος γ/θ στο νομό Κεφαλληνίας, 1921-1938.
Όπως προκύπτει από τη μελέτη των γραφημάτων 1, 2 και 3, στο σύνολο της περιφέρειας του Ιονίου, ο λόγος Γ/Θ πέφτει στο 1 το 1923 (δηλαδή ο αριθμός των γεννήσεων ισούται με εκείνο των θανάτων), στη συνέχεια όμως, παρότι παρουσιάζει αρκετές διακυμάνσεις, έως το τέλος της περιόδου (1938) τοποθετείται σχεδόν πάντα πάνω
από το όριο του 1,4. Από τους επί μέρους νομούς, είναι αξιοσημείωτη η διαφορά στο
λόγο Γ/Θ ανάμεσα στην πόλη της Κέρκυρας (πολύ χαμηλότερα του μέσου όρου της
περιφέρειας) και τις αγροτικές περιοχές του ίδιου νομού (πολύ υψηλότερα του μέσου
όρου της περιφέρειας) σε όλη την περίοδο 1921-1938.
2. Η φυσική κίνηση στο σύνολο των Ιονίων Νήσων κατά τη μεταπολεμική περίοδο,
1956-2000
Στο σύνολο των Ιονίων Νήσων φαίνεται να υπάρχει κατά τη μεταπολεμική περί-
80
ΔημητρΙΟς ΑνωγΙΑτης-Pelé, ΙωΑννης ΔημΟπΟυλΟς,
ΚωνςτΑντΙνΟς μΑυρέΑς, ςτΑυρΟς πΑντΑζΟπΟυλΟς
οδο μεγάλη σχετικά φυσική αύξηση του πληθυσμού κατά την πενταετία 1956-1960
(λόγος Γ/Θ 2,1), η οποία μειώνεται την επόμενη δεκαετία 1961-1970, για να φθάσει
στα ίδια επίπεδα κατά τη δεκαετία 1971-1980. Μετά το 1980 (και έως το 2000) διαπιστώνεται φυσική μείωση του πληθυσμού, δηλαδή υπερτερούν οι θάνατοι έναντι
των γεννήσεων. Επίσης, στο σύνολο των Ιονίων Νήσων ιδιαίτερα σημαντική είναι η
σταδιακή μείωση της φυσικής αύξησης στις ημιαστικές και τις αγροτικές περιοχές.
Στις ημιαστικές περιοχές η μείωση αυτή οδηγεί κατά τη δεκαετία 1991-2000, ώστε
οι γεννήσεις να είναι ίσες με τους θανάτους, ενώ στις αγροτικές περιοχές οι θάνατοι
υπερτερούν των γεννήσεων ήδη από τη δεκαετία του 1971-1980. Φαίνεται, ότι η σταδιακή μείωση του πληθυσμού των αγροτικών περιοχών συνέβαλε σημαντικά σε αυτή
τη μεταβολή. Συγκριτικά με τις δύο αυτές κατηγορίες, οι αστικές περιοχές εμφανίζουν
όλη αυτή την περίοδο αρκετά μικρότερη μείωση της φυσικής αύξησης του πληθυσμού
(βλ. Πίνακα 2 και Γράφημα 4).
Όπως αποτυπώνεται στο Γράφημα 4, στη σύγκριση μεταξύ των τεσσάρων νησιών,
τους καλύτερους μέσους όρους στο λόγο Γ/Θ εμφανίζει σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο (1956-2000) η Ζάκυνθος (η οποία κατά το διάστημα 1956-1960 εμφανίζει κατά
μέσο όρο λόγο Γ/Θ 2,8). Επίσης, σε γενικές γραμμές πάνω από το μέσο όρο των τεσσάρων νησιών εμφανίζεται και η Κέρκυρα (ιδιαίτερα μετά το 1964). Σε δεινότερη θέση
ως προς αυτό ευρίσκονται τα υπόλοιπα νησιά, δηλαδή η Κεφαλλονιά και η Λευκάδα.
Γράφημα 4:
ο λόγος γ/θ στο σύνολο των Ιονίων νήσων ανά γεωγραφική περιοχή, 1956-2000.
81
Η ΦΥΣΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΣΤΑ ΙΟΝΙΑ ΝΗΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 20Ο ΑΙΩΝΑ
82
Πίνακας 2:
μέσος ετήσιος αριθμός γεννήσεων, θανάτων και λόγος γ/θ ανά δεκαετία στα Ιόνια νησιά, 1956-2000.
ΔημητρΙΟς ΑνωγΙΑτης-Pelé, ΙωΑννης ΔημΟπΟυλΟς,
ΚωνςτΑντΙνΟς μΑυρέΑς, ςτΑυρΟς πΑντΑζΟπΟυλΟς
Η πρώτη μετά το 1972 και η δεύτερη μετά το 1973 έως το τέλος της περιόδου (2000)
εμφανίζουν σε γενικές γραμμές φυσική μείωση του πληθυσμού τους, καθώς οι θάνατοι υπερτερούν των γεννήσεων.
Ο λόγος Γ/Θ στη Ζάκυνθο κατά το διάστημα 1984-1992 είναι κάτω του 1, δηλαδή
διαπιστώνεται φυσική μείωση του πληθυσμού αυτή την περίοδο. Για το επόμενο διάστημα διαπιστώνονται διακυμάνσεις: το διάστημα 1993-1998 ο λόγος Γ/Θ είναι πάνω
από 1, ενώ στη συνέχεια (1999-2000) βρίσκεται και πάλι κάτω του 1 (φυσική μείωση).
Ο λόγος Γ/Θ στην Κέρκυρα βρίσκεται για πρώτη φορά κάτω του 1 το 1980. Περνάει
το 1 τα αμέσως επόμενα χρόνια, όμως το διάστημα 1983-2000 (με εξαίρεση το 1993)
ο λόγος αυτός βρίσκεται πάντα κάτω του 1, δηλαδή η Κέρκυρα παρουσιάζει φυσική
μείωση του πληθυσμού της.
3. Η φυσική κίνηση στα Ιόνια νησιά κατά τη μεταπολεμική περίοδο (1956-2000) με
κατανομή σε αστικό, ημιαστικό και αγροτικό χώρο
Στο σύνολο των Ιονίων νήσων φαίνεται, ότι μετά το 1960 υπάρχει σταδιακή μείωση της φυσικής αύξησης του πληθυσμού και ότι από το 1979 (έως το 2000) διαπιστώνεται φυσική μείωση του πληθυσμού. Με βάση το κριτήριο της κατανομής των περιοχών, φαίνεται, ότι καλύτερες επιδόσεις (συγκριτικά με το μέσο όρο) παρουσιάζουν οι
αστικές και οι ημιαστικές περιοχές και χειρότερες οι αγροτικές (βλ. Γράφημα 5).
Όπως επίσης προκύπτει από το ίδιο γράφημα, οι αστικές περιοχές είναι κάτω του
Γράφημα 5:
ο λόγος γ/θ στα Ιόνια νησιά κατά αστικότητα, 1956-2000.
83
Η ΦΥΣΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΣΤΑ ΙΟΝΙΑ ΝΗΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 20Ο ΑΙΩΝΑ
μέσου όρου έως το 1963 και πάνω από αυτόν για ολόκληρο το υπόλοιπο διάστημα.
Οι γεννήσεις αγγίζουν τον ίδιο περίπου αριθμό με τους θανάτους το διάστημα 19901992, στη συνέχεια όμως, και για όλο το υπόλοιπο διάστημα, υπερτερούν. Μάλιστα,
το 1997 ο λόγος Γ/Θ αγγίζει το 1,5.
Οι ημιαστικές περιοχές είναι επίσης κάτω του μέσου όρου (αλλά, σε κάθε περίπτωση, ο λόγος Γ/Θ είναι υψηλός έως τα μέσα της δεκαετίας του 1960). Στη συνέχεια
οι περιοχές αυτές περνούν πάνω από το μέσο όρο και έως το τέλος της εξεταζόμενης
περιόδου (2000) παρουσιάζουν έντονες διακυμάνσεις. Μετά το 1984 όμως, οι διακυμάνσεις αυτές κινούνται γύρω από το δείκτη του 1, δηλαδή ο μέσος αριθμός των
γεννήσεων ισούται με το μέσο αριθμό των θανάτων.
Οι αγροτικές περιοχές παρουσιάζουν σημαντική φυσική αύξηση του πληθυσμού
έως το 1960. Στη συνέχεια οι αυξητικοί αριθμοί μειώνονται και από το 1972 λαμβάνουν αρνητικό πρόσημο. Σε ολόκληρο το επόμενο διάστημα (1973-2000) οι θάνατοι
υπερτερούν των γεννήσεων και μάλιστα με διαρκώς αυξανόμενο ρυθμό.
Όπως αποτυπώνεται στο Γράφημα 6, καλύτερο συγκριτικά λόγο Γ/Θ μεταξύ των
ημιαστικών περιοχών εμφανίζουν η Ζάκυνθος (μ. ό. συνόλου 1,5) και η Λευκάδα (μ.
ό. συνόλου 1,4). Και τα δύο αυτά νησιά σε ολόκληρη σχεδόν την περίοδο 1956-2000
εμφανίζουν υψηλότερο μέσο όρο του λόγου Γ/Θ σε σύγκριση με το μέσο σύνολο των
Ιονίων Νήσων (1,3).
Στη δεινότερη θέση βρίσκονται συγκριτικά οι ημιαστικές περιοχές της Κέρκυρας
(μ. ό. συνόλου 0,8), οι οποίες από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 εμφανίζουν φυσική
μείωση του πληθυσμού (με εξαίρεση του 1982). Τέλος, αξίζει να επισημανθεί, ότι οι
ημιαστικές περιοχές του νομού Κεφαλληνίας την περίοδο 1977-1991 (με εξαίρεση το
Γράφημα 6:
ο λόγος γ/θ στις ημιαστικές περιοχές των Ιονίων νήσων, 1956-2000.
84
ΔημητρΙΟς ΑνωγΙΑτης-Pelé, ΙωΑννης ΔημΟπΟυλΟς,
ΚωνςτΑντΙνΟς μΑυρέΑς, ςτΑυρΟς πΑντΑζΟπΟυλΟς
Γράφημα 7:
ο λόγος γ/θ στις αγροτικές περιοχές των Ιονίων νήσων, 1956-2000.
1983) βρίσκονται κάτω από τον δείκτη του 1, δηλαδή υπερτερούν οι θάνατοι έναντι
των γεννήσεων.
Μετά το 1972 παρουσιάζεται σε όλες τις αγροτικές περιοχές των Ιονίων Νήσων
φυσική μείωση του πληθυσμού, δηλαδή υπερέχουν οι θάνατοι έναντι των γεννήσεων.
Σε καλύτερη κατάσταση βρίσκονται συγκριτικά οι αγροτικές περιοχές της Ζακύνθου.
Οι περιοχές αυτές σε όλο το διάστημα 1956-2000 (με εξαίρεση το 1987) τοποθετούνται πάνω από το μέσο όρο. Ωστόσο, μετά το 1978 είναι κάτω από το δείκτη του 1 και
μένουν εκεί έως το 2000.
Στη δεινότερη θέση, συγκριτικά με το μέσο όρο, τοποθετούνται οι αγροτικές περιοχές του νομού Κεφαλληνίας (όπου η φυσική μείωση του πληθυσμού ξεκινάει το
1970) και του νομού Λευκάδας (όπου η φυσική μείωση του πληθυσμού ξεκινάει επίσης το 1970). Και οι δύο αυτές περιοχές το διάστημα 1970-2000 τοποθετούνται ανελλιπώς κάτω από τον δείκτη του 1 (υπεροχή των θανάτων έναντι των γεννήσεων). Οι
αγροτικές περιοχές του νομού Κερκύρας βρίσκονται για πρώτη φορά κάτω από το
δείκτη του 1 το 1973 και για όλο το διάστημα 1975-2000 μένουν σταθερά εκεί. Φαίνεται, ότι η κατάσταση όλων των αγροτικών περιοχών των Ιονίων Νήσων επιδεινώνεται
μέσα στη δεκαετία του 1970 με τους θανάτους να υπερτερούν έναντι των γεννήσεων.
Αντί Επιλόγου - Η φυσική κίνηση στο σύνολο των Ιονίων Νήσων κατά την περίοδο
1921-2000
Παρ’ όλες τις διακυμάνσεις που παρουσιάζει (τόσο ο συνολικός πληθυσμός, όσο
85
Η ΦΥΣΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΣΤΑ ΙΟΝΙΑ ΝΗΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 20Ο ΑΙΩΝΑ
και ο πληθυσμός κάθε νομού ξεχωριστά), ο πληθυσμός των Ιονίων Νήσων μειώνεται
σταδιακά κατά το διάστημα 1920-2001. Είναι χαρακτηριστικό, ότι, όπως προκύπτει
από τις απογραφές πληθυσμού, στο τέλος αυτής της περιόδου (2001) ο συνολικός
πληθυσμός των Ιονίων Νήσων είναι μικρότερος του αντίστοιχου πληθυσμού στην
αρχή της περιόδου (1920), παρ’ όλη την αύξηση που σημειώνεται κατά την εικοσαετία
1981-2001. Βέβαια, στην κίνηση ενός πληθυσμού παίζουν σημαντικό ρόλο και οι μεταναστευτικές ροές του εξερχόμενου και του εισερχόμενου πληθυσμού, παράγοντας
που δεν εξετάζεται στο πλαίσιο της παρούσης μελέτης. Ωστόσο, φαίνεται, ότι σημαντικό ρόλο στη συνολική μείωση του πληθυσμού έχει παίξει και η φυσική του μείωση.
Οι παρακάτω υποθέσεις αποτυπώνονται και στο Γράφημα 8, όπου επιχειρείται η
σύγκριση του λόγου Γ/Θ κατά τη μεσοπολεμική και τη μεταπολεμική περίοδο. Κατά
τη μεσοπολεμική περίοδο (με την εξαίρεση του 1923) ο μέσος όρος, αλλά και οι επί
μέρους δείκτες των νομών κινούνται πάντα πάνω από το δείκτη 1,4, ενώ κατά τη
μεταπολεμική περίοδο ξεκινάει από το τέλος περίπου της δεκαετίας του 1970 η φυσική μείωση του πληθυσμού στο σύνολο της περιφέρειας του Ιονίου. Μάλιστα, σε
ορισμένους επί μέρους δείκτες, όπως στο νομό Λευκάδας, αυτή η φυσική μείωση του
πληθυσμού είχε ξεκινήσει από τις αρχές της δεκαετίας του 1970.
Γράφημα 8:
ο λόγος γ/θ στα Ιόνια νησιά για το σύνολο της περιόδου 1921-2000 ανά νομό.
86
1920
224.189
37.482
122.492
64.215
1928
213.157
40.492
106.251
66.414
1940
219.562
41.165
111.548
66.849
1951
228.597
38.062
105.414
47.369
37.752
1961
212.573
35.509
101.770
46.314
28.980
1971
184.443
30.187
92.933
36.742
24.581
1981
182.651
30.014
99.477
31.297
21.863
1991
193.734
32.557
107.592
32.474
21.111
2001
212.984
39.015
111.975
39.488
22.506
87
Πίνακας 3:
η εξέλιξη του πληθυσμού των Ιονίων νήσων σύμφωνα με τις απογραφές πληθυσμού, 1920-2001.
Πηγές: α) υπουργείον οικονομικών – Διεύθυνσις ςτατιστικής, απογραφή του Πληθυσμού της ελλάδος, Κατά την 19ην Δεκεμβρίου 1920, τ. ΙΙΙ ςτατιστικά αποτελέσματα
δια τας Ιονίους νήσους, αθήνα 1924, σ. η’, β) γςυε, Πληθυσμός της ελλάδος κατά την απογραφήν της 15ης – 16ης μαΐου 1928, αθήνα 1935, σ. ι’, γ) γςυε, Πληθυσμός της
ελλάδος κατά την απογραφήν της 16ης οκτωβρίου 1940, αθήνα 1946, σ. 10, δ) εςυε, Πληθυσμός της ελλάδος κατά την απογραφήν της 7ης απριλίου 1951, αθήνα 1955,
σ. 6, ε) εςυε, Πληθυσμός της ελλάδος κατά την απογραφήν της 19ης μαρτίου 1961, αθήνα 1962, σ. 14, στ) εςυε, Πληθυσμός της ελλάδος κατά την απογραφήν της
14ης μαρτίου 1971, αθήνα 1972, σ. 15, ζ) εςυε, Πραγματικός Πληθυσμός της ελλάδος Κατά την απογραφή της 5ης απριλίου 1981, αθήνα 1982, σ. 15, η) εςυε, Πραγματικός Πληθυσμός της ελλάδος Κατά την απογραφή της 17ης μαρτίου 1991, αθήνα 1994, σ. 12 και θ) εςυε, Πραγματικός Πληθυσμός της ελλάδος, αθήνα 2003, σ. 16.
ΔημητρΙΟς ΑνωγΙΑτης-Pelé, ΙωΑννης ΔημΟπΟυλΟς,
ΚωνςτΑντΙνΟς μΑυρέΑς, ςτΑυρΟς πΑντΑζΟπΟυλΟς
ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ
Α) ΝΟΜΟΣ ΖΑΚΥΝΘΟΥ
Β) ΝΟΜΟΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ
Γ) ΝΟΜΟΣ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ
Δ) ΝΟΜΟΣ ΛΕΥΚΑΔΟΣ
BLaNKa StiaStNa
BLaNKa StiaStNa
lA PoPulATIoN de lA Grèce dANS leS GuIdeS
de voyAGe
de lA collecTIoN Guides-Joanne.
cet article présente les données démographiques contenues dans les guides de
voyage de Grèce parus dans la 2e moitié du 19e siècle et au début du 20e siècle chez le
plus grand éditeur français de guides de voyage, la maison d’édition Hachette, dans la
collection qui a pris le nom de Guides-Joanne.
c’ est dans les années ’30 du 19e siècle1 qu’ apparaissent sur le marché les premières
véritables collections de guides de voyage2 accompagnant la révolution des transports,
qui a facilité les déplacements et incité aux voyages, tant à l’intérieur de chaque pays
que dans des pays voisins, mais aussi dans des pays lointains. plusieurs éditeurs ont
alors saisi l’occasion et inclus dans leur politique éditoriale la publication de guides de
voyage, certains d’entre eux se spécialisant particulièrement dans ce domaine. citons
ici les trois grands éditeurs de guides de voyage au 19e siècle qui se sont partagé - et
disputé - le marché des guides de voyage de l’époque : il s’agit de l’éditeur anglais John
Murray3, de l’éditeur allemand carl Baedeker4 et de l’éditeur français Louis Hachette.5
ce dernier domine le marché français durant tout le 19e siècle. Louis Hachette crée
d’abord, en 1852, avec son plus proche collaborateur, adolphe Joanne6, la collection «
1
2
3
4
5
6
Nous ne parlons ici en détail que de la collection des guides de voyage de chez Hachette.
Que Guilcher appelle la « deuxième génération de guides » [Guilcher, G., « Naissance et développement
du guide de voyage imprimé : du guide unique à la série, une stratégie de conquête des lecteurs ? », in
Chabaud, G., Cohen, E., Coquery, N., Penez, J. (textes réunis par), Les Guides imprimés du XVIe au XXe
siècle. Villes, paysages, voyages, Colloque 1998, Université Paris VII, Paris, Belin, 2000, p. 87].
Pour plus de détail au sujet de cet éditeur, voir G. Guilcher, « Les Guides Murray », in La Lettre du
Marché du livre, n° 72 (26.1.2000) et W. B. C.Lister, A Bibliography of Murray’s Handbooks for Travellers
and Biographies of Authors, Editors, Revisers and Principal Contributors, Dereham, Dereham Books,
1993.
Sur l’éditeur et sa maison d’édition, voir G. Guilcher, « Les Guides Baedeker I », in La Lettre du Marché
du livre, n° 70 (26.9.1999) et du même auteur, « Les Guides Baedeker II », in La Lettre du Marché du
livre, n° 71 (26.11.1999), de même que A. W. Hinrichsen, Baedeker’s Reisehandbucher 1832-1990,
Bevern, Ursula Hinrichsen, 1991.
Sur l’histoire de la maison d’édition Hachette, voir J.-Y. Mollier, Louis Hachette (1800-1864). Le
fondateur d’un empire, Paris, Fayard, 1999.
Adolphe Joanne, auparavant principal auteur chez Louis Maison, dont le fonds est racheté par
Hachette, est engagé par ce dernier et nommé au poste de directeur de la collection à laquelle
on finit par donner son nom [H. Morlier, Les Guides-Joanne : genèse des Guides Bleus : itinéraire
bibliographique, historique et descriptif de la collection de guides de voyage, 1840-1920, Paris,
Sentiers débattus, 2007, p. 35].
89
La popuLatioN de La Grèce daNS LeS GuideS de voyaGe
de La coLLectioN Guides-Joanne
Bibliothèque des chemins de Fer7», qui comprend notamment des guides de voyage.
c’est en 1875 que les guides de voyage publiés par Hachette se voient consacrer une
collection autonome8 qui prend le nom de Guides-Joanne. en 1919, les Guides-Joanne9
sont rebaptisés Guides Bleus.
c’est dans le fameux Itinéraire de l’orient, paru en 186110, que l’on trouve pour la
première fois dans la collection des Guides-Joanne une description de la Grèce, c’est-àdire du territoire du nouvel état récemment constitué ; les autres régions aujourd’hui
rattachées à la Grèce y sont décrites, mais en tant que parties intégrantes, à cette date
encore, de l’empire ottoman.11 cette première édition est l’œuvre d’adolphe Joanne
lui-même et du dr. émile isambert. par la suite, c’est le premier des 3 volumes du
nouvel Itinéraire de l’orient, fortement enrichi et intitulé Itinéraire de l’orient I, Grèce
et Turquie d’europe, paru en 1873 et réédité avec mise à jour en 1881, qui contient la
description de la Grèce, coniée désormais uniquement au dr. émile isambert. par la
suite, c’est à B. Haussoullier que revient la tâche d’un guide consacré exclusivement à
la Grèce12 : il voit le jour en 1881, en deux volumes : Grèce I, athènes et ses environs et
7
8
9
10
11
12
Sur les guides de la Bibliothèque des Chemins de Fer de chez Hachette, voir G. Guilcher, « La rivalité
Chaix-Hachette pour la conquête du marché de la lecture ferroviaire 1846-1865 », in Revue d’histoire
des chemins de fer, Hors série N° 3, 1992, p. 279-305 ; ou encore G. Guilcher et C. Witkowski, «
Premières lectures sidérodromiques 1852-1869 », in C. Witkowski, Les éditions populaires 1848-1870,
Paris, Les Amoureux des livres-Gippe, 1997, p. 343-380. Il est à noter que c’est dans la Bibliothèque
des Chemins de Fer que fut publiée en 1854 la première édition du livre d’Edmond About La Grèce
contemporaine.
Beaucoup plus tard, en 1953, le Directeur des Guides Bleus de l’époque explique ainsi les raisons de
la création de cette collection et de son succès : Ces « premiers guides pratiques (…) proposaient au
voyageur, non plus une œuvre de renommée littéraire, faite de souvenirs rassemblés, ni un simple
recueil d’impressions, mais un ouvrage résumant les faits intéressants d’une région particulière.
Cette innovation coïncidait avec la révolution provoquée dans les moyens de transport par le
développement des voies ferrées et les progrès de la navigation à vapeur, offrant ainsi des facilités
à une catégorie nouvelle de voyageurs. Les déplacements sur une grande distance cessaient d’être
le privilège de quelques personnes favorisées par la fortune, et le tourisme naissait à la forme que
nous lui connaissons aujourd’hui. Mais au désir d’une documentation complète et précise venaient
s’ajouter, dans le même temps, le goût du confort, le souci de la sécurité, le besoin d’une certitude ne
laissant au hasard que le minimum de place. Et c’est à ces tendances que répondaient justement les
guides dont la collection, créée par Adolphe Joanne, allait connaître un succès sans cesse grandissant
[Grèce, 1953, Préface de Francis Ambrière, p. V].
Pour une histoire détaillée de la genèse de la collection des Guides-Joanne et Guides Bleus, voir
H. Morlier, Les Guides-Joanne : genèse des Guides Bleus : itinéraire bibliographique, historique et
descriptif de la collection de guides de voyage, 1840-1920, Paris, Sentiers débattus, 2007, de même
que J.-Y. Mollier, Louis Hachette (1800-1864), Le fondateur d’un empire, Paris, Fayard, 1999.
Il s’agit de l’Itinéraire de l’Orient en un seul volume dont le titre complet est : Itinéraire descriptif,
historique et archéologique de l’Orient, Ouvrage entièrement nouveau contenant Malte, la Grèce,
la Turquie d’Europe, la Turquie d’Asie, la Syrie, la Palestine, l’Arabie Pétrée, le Sinaï et l’Égypte et
accompagné de 11 cartes et 19 plans, Paris, Hachette, 1861, 1104 pages. Nous ne donnerons par la
suite dans les notes de bas de page que le titre du volume et l’année de sa parution. Nous renvoyons
le lecteur pour la référence bibliographique complète à la Bibliographie à la fin du présent article.
Nous ne donnerons ici la description du peuple grec que dans le cadre des frontières de l’État grec
moderne.
En 1888 paraît le volume Grèce I, Athènes et ses environs sous la direction de B. Haussoullier et en
1891, le volume Grèce II, Grèce continentale et îles, toujours sous la direction de B. Haussoullier et
avec le concours de G. Fougères, P. Monceaux et H. Lechat.
90
BLaNKa StiaStNa
Grèce II, Grèce continentale et îles. ces deux volumes seront réédités, avec des mises
à jour à intervalles irréguliers, jusqu’en 1903.13 en 1906, une nouvelle édition partielle14 voit le jour : son nouvel auteur, Gustave Fougères, restera l’auteur des éditions
du guide, publié désormais en un seul volume sous le titre unique « Grèce », en 1909
d’abord, puis, avec une mise à jour, en 1911 (réimpression en 1912). ce même volume,
sans être actualisé, sera réimprimé en 1919, date à laquelle il n’appartient plus à la collection des Guides-Joanne : il inaugure alors la collection des Guides Bleus de Grèce.
Notre source nous permet donc de subdiviser la période couverte par les volumes
mentionnés ci-dessus en trois sous-périodes :
1) de 1861 à 1881, période couverte par les trois volumes successifs de l’Itinéraire ;
2) de 1881 à 1903, période correspondant aux guides de B. Haussoullier ;
3) période de 1906 à 1912, couverte par les guides de G. Fougères.
depuis relativement peu d’années, les guides de voyage sont devenus une source
importante pour les historiens. alors que la majorité des informations que l’on y trouve
y iguraient principalement dans un but « pratique » (ce dernier mot étant entendu
au sens le plus large) — inciter le touriste au voyage, puis lui garantir que celui-ci
se déroulera dans les meilleures conditions, puisqu’il sera informé à l’avance de ce
qui l’attend —, néanmoins les guides contenaient aussi une multitude d’informations
« encyclopédiques » sur le pays en question, instructives, mais sans utilité pratique
concrète. aujourd’hui, les deux types d’informations constituent une source précieuse
sur le pays décrit à un moment donné de son histoire. Nous pouvons considérer les
données démographiques qui nous occuperont ici comme appartenant à la catégorie
des « informations encyclopédiques ».
Sans être d’une utilité pratique immédiate, les données démographiques dans le
guide servent un but précis : ils sont en quelque sorte le cadre de l’image du pays véhiculée par les guides. ils fournissent des données quantitatives : des précisions sur
le nombre d’habitants, leur répartition territoriale, l’augmentation ou la diminution
de la population au il du temps. ainsi, l’intérêt principal des données que nous présentons ici n’est pas leur nouveauté, mais leur choix — le choix opéré par les auteurs
du guide aux diférentes époques durant la période étudiée : les types d’informations
qu’ils choisissent de fournir régulièrement ; quels types d’informations apparaissent
ou disparaissent ; la place plus ou moins importante qui leur est accordée selon les
éditions. il faut se rappeler que les Guides-Joanne de l’orient, puis ceux de la Grèce,
étaient destinés non seulement aux futurs voyageurs, mais aussi à toutes les personnes
13
14
Au sujet de ces éditions successives, voir de façon analytique l’ouvrage de H. Morlier, Les GuidesJoanne : genèse des Guides Bleus : itinéraire bibliographique, historique et descriptif de la collection
de guides de voyage, 1840-1920, Paris, Sentiers débattus, 2007.
G. Fougères, Athènes et ses environs (Extrait du guide de Grèce), Paris, Hachette, 1906. Il s’agit d’un
extrait du volume Grèce en préparation par G. Fougères et qui ne sera publié qu’en 1909.
91
La popuLatioN de La Grèce daNS LeS GuideS de voyaGe
de La coLLectioN GuIdes-Joanne
attirées par cet espace géographique lointain, pour qui le guide devait jouer le rôle
d’une sorte d’encyclopédie constamment actualisée du pays.
au début de la deuxième moitié du 19e siècle, le nouvel état grec est un royaume15
et « la population du royaume s’élevait en 1855 à 1043153 h. »16 , indique l’Itinéraire.
cette population est alors administrativement divisée en « 10 nomarchies ou préfectures et en 30 éparchies ou sous-préfectures, qui se subdivisent en dimarchies ou cantons, et celles-ci en communes administrées par des parèdres, espèces de maires ».17
un tableau des préfectures, de leurs chefs-lieux et de la population de chacune des
préfectures informent sur la répartition territoriale de la population : les préfectures les
plus peuplées par ordre décroissant sont, comme on peut le voir sur ce tableau18 , les
cyclades (avec 139 337 habitants et Syra19 comme chef-lieu), l’arcadie (avec 126 860
habitants et Tripolitza comme chef-lieu) et l’achaïe et l’élide (avec 125 967 habitants et
le port de patras comme chef-lieu). L’attique forme alors une nomarchie unique avec
la Béotie et n’occupe que le 7e rang, avec une population de 95 229 habitants et athènes
comme chef-lieu.20 Quant à la ville d’athènes seule, sa population se monte alors à «
20 000 âmes ».21
dès 1873, et sans aucun changement en 188122 , l’ Itinéraire indique qu’en 1867,
la population du nouvel état grec se montait à 1 369 112 habitants23 (à la suite notamment de l’annexion des iles ioniennes en 1864), population répartie administrativement désormais en « 13 nômes (départements) subdivisés en 59 éparchies (arrondissements) comprenant 352 dêmes (communes) ». 24 Le guide fournit à nouveau un
15
16
17
18
19
20
21
22
23
24
«une monarchie constitutionnelle et héréditaire » [Itinéraire de l’Orient, 1861, p. 42].
Itinéraire de l’Orient, 1861, p. 42. Cette population vivait alors sur une superficie de « 47 516 kil.
carrés » [Grèce II, Grèce continentale et îles, 1891, p. XXXVI].
Itinéraire de l’Orient, 1861, p. 42. Le guide fournit un tableau avec la liste de ces 10 nomarchies, le
nombre d’habitants de chacune et le nom du chef-lieu de chacune. Les auteurs n’indiquent pas la
source de ces chiffres.
Nous reprenons les données chiffrées du tableau dans notre tableau comparatif, voir ci-dessous.
Pour la seule ville de Syra, le guide indique que «Syra est aujourd’hui la seconde ville, on pourrait
presque dire la capitale réelle de la Grèce, et sa population s’élève à environ 25 000 hab., dont 6 000
catholiques, concentrés dans le vieux Syra » [Itinéraire de l’Orient, 1861, p. 258].
Itinéraire de l’Orient, 1861, p. 42. Et capitale du nouvel État grec depuis 1834.
Itinéraire de l’Orient, 1861, p. 80. Quant au Pirée, le guide cite le livre d’Edmont About : « Le Pirée, dit
M. About, est un village de quatre à cinq mille habitants » [Itinéraire de l’Orient, 1861, p. 71].
Année de la nouvelle parution du volume de l’Itinéraire de l’Orient, volume I, Grèce et Turquie
d’Europe. Signalons que ce volume, réimprimé en 1881 avec une « Mise à jour des renseignements
pratiques » [page de titres, Itinéraire de l’Orient, I. Grèce et Turquie d’Europe, 1881] ne comporte pour
autant aucun changement en ce qui concerne les données démographiques, que nous transposons ici
du volume de 1873.
Itinéraire de l’Orient, 1873, p. 24. Cette fois le guide fournit la provenance de ses données chiffrées :
elles proviennent de la « Statistique officielle du royaume de Grèce, Athènes, 1869 » et de « l’excellent
ouvrage de M. Mansolas, Notices statistiques de la Grèce, Athènes, 1867 (en grec) » [Itinéraire de
l’Orient, 1873, p. 25]. Ces mêmes données chiffrées sont reprises dans le volume de 1881.
Itinéraire de l’Orient, 1873, p. 24. Les 3 nouveaux « nomes » ou « préfectures » (la terminologie
n’étant pas unifiée dans les guides pour le terme grec νομαρχία) sont constituées par 1) Corfou et
Leucade, 2) Céphalonie et 3) Zante.
92
BLaNKa StiaStNa
tableau des préfectures et de leur population, avec le nom du chef-lieu. Nous reprenons les données des tableaux chifrés des deux éditions et présentons ci-dessous un
tableau comparatif qui indique l’augmentation ou la diminution de la population entre
1855 et 1867 dans chaque « nôme » et le pourcentage que cette hausse ou cette baisse
représente pour la préfecture en question25 :
on voit que la plus forte augmentation de la population en valeur absolue a été
enregistrée en argolide et corinthie, puis en Laconie, l’attique et Béotie ne venant
qu’en troisième position. Mais en pourcentage, c’ est la Laconie qui a connu la plus
forte augmentation proportionnellement à sa population de 1855, suivie de l’argolide
et corinthie et de l’attique et Béotie. une baisse de la population a été enregistrée dans
deux nomes : dans les cyclades, où elle a été particulièrement importante (17 492
habitants, à savoir 12,55% de la population totale des îles), et en achaïe et élide (9 296
habitants, soit 7,38% de la population totale du nome).
on voit que ni l’Itinéraire de 1873, ni celui de 1881 — qui, comme nous l’avons
signalé, ne fait que reprendre les données de l’édition de 1873 — ne tiennent compte
du recensement de 1870 (auquel se réfèrent les auteurs du guide suivant). de même, en
conséquence, l’Itinéraire de 1881 ne mentionne pas le recensement de 1879, pourtant
25
Le pourcentage ne pouvant pas être établi pour les Iles Ioniennes faute de données pour l’année
1855.
93
La popuLatioN de La Grèce daNS LeS GuideS de voyaGe
de La coLLectioN GuIdes-Joanne
déjà efectué ; il est vrai que les résultats de ce recensement n’avaient été publiés qu’en
188126 : ils n’apparaissent que dans le premier volume de l’édition du guide de Grèce
publiée sous la direction de B. Haussoullier.
ce nouveau et premier guide consacré exclusivement à la Grèce27 fournit les données démographiques issues des recensements de la population qui ont eu lieu en
Grèce en 1870 et en 1879 et dont les résultats ont été publiés « par les soins du Ministère de l’intérieur en 1881, sous le titre de : ςτατιστική της ‘ελλάδος. Πληθυσμός.
1879 ».28 rappelons que nous sommes ainsi pour la première fois informés par le guide
sur la provenance des données chifrées qu’il fournit. Nous devons en même temps
avoir présent à l’esprit l’agrandissement du territoire du pays consécutif à l’annexion,
en 1881, de la hessalie et d’arta, fait que les guides prennent clairement en considération, comme on verra ci-dessous.
ainsi, selon les données du guide, le recensement de 1870 « accusait une population de 1 437 026 hab. »29 , alors que, selon celui de 1879, « la population totale de la
Grèce (non compris les provinces thessaliennes acquises en 1881) comprenait avec
l’armée de terre et de mer et les matelots voyageant à l’étranger 1 679 470 hab. » .30 Mais,
pour être exact, ajoutent les auteurs, en 1888, à ce chifre doit être ajouté celui de la
population de la hessalie : « Les provinces thessaliennes comptent environ 390 000
hab. : l’ensemble de la population est donc de 2 069 470 hab. ».31
Le second volume du nouveau guide de 189132 présente, pour la première fois, un
tableau de l’évolution de la population dans le nouvel état grec de 1838 à 1889 et mentionne notamment la supericie du pays aux diférentes dates et la densité de la population :
Grèce II, Grèce continentale et îles, 1891, p. XXXVII.
26
27
28
29
30
31
32
Voir plus bas sur la publication de ces résultats.
Guide en deux volumes, Grèce I, Athènes et ses environs, 1888 et Grèce II, Grèce continentale et îles,
1891.
Grèce I, Athènes et ses environs, p. LXVI
Grèce I, Athènes et ses environs, 1888, p. LXVI
Grèce I, Athènes et ses environs, 1888, p. LXVI
Grèce I, Athènes et ses environs, 1888, p. LXVI
Grèce II, Grèce continentale et îles, 1891
94
BLaNKa StiaStNa
ce tableau montre que, alors que la population de la Grèce avait augmenté entre
1838 et 1861 (en 23 ans) de 344 733 habitants, entre 1861 et 1889 (en 28 ans), elle a
augmenté de 1 090 398 habitants, augmentation triple de la précédente. Même si ces
chifres doivent être corrigés par l’apport de population des régions nouvellement annexées durant cette période, on voit que pour le territoire total de l’état grec, la densité
de la population a plus que doublé, passant de 15,82 en 1838 à 34,38 habitants au
kilomètre carré en 1889.
La population du pays, hessalie comprise, est répartie du point de vue administratif « en 16 nomarchies ou nomes (départements), les nomarchies en 72 éparchies
(arrondissements) et celles-ci en 413 dèmes (communes) ». 33 Le volume de 1888 comporte un tableau des 16 dèmes et de leurs éparchies respectives, complété, en 1891,
dans le second volume du même guide34, par un tableau comparatif de l’augmentation
et de la baisse de la population dans ces 16 nomes entre 187935 et 188936 :
Grèce II, Grèce continentale et îles, 1891, p. XXXvii.
33
34
35
36
Grèce I, Athènes et ses environs, 1888, p. LXV. Dans l’édition de 1896, le nombre des dèmes s’élève à
443, contre 413 en 1888. Et on renvoie pour la liste de ces 443 dèmes du royaume à la « publication
du ministère de l’Intérieur, Statistique de la Grèce, Mouvement de la population, 1890-1891, Athènes,
1892 (en grec et français) » [Grèce I, Athènes et ses environs, 1896, p. LXXXIII].
Grèce II, Grèce continentale et îles, 1891.
Au sujet de la provenance des données sur les provinces de la Thessalie et d’Arta, qui ne faisaient pas
encore partie de la Grèce en 1879, voir la remarque sous le tableau ci-dessus que nous reproduisons.
Il convient de remarquer la rapidité avec laquelle le guide reprend, dans la nouvelle édition du second
volume du guide de Grèce, parue en 1891, les résultats du recensement de 1889.
95
La popuLatioN de La Grèce daNS LeS GuideS de voyaGe
de La coLLectioN GuIdes-Joanne
il faut noter que, alors que nous ne possédons pas d’informations sur la provenance des données chifrées dans l’Itinéraire, désormais les auteurs du guide déclarent
clairement, et de façon même répétitive, qu’ils se fondent sur les « documents oiciels
publiés par le Ministère de l’intérieur ».37 Le tableau ci-dessus témoigne ainsi d’une
augmentation de 240 413 habitants en 10 ans, augmentation particulièrement forte
dans le nome d’attique et Béotie, suivi, mais de loin, par l’achaïe et élide, trikkala, la
Messénie et l’acarnanie.
Le second tableau que l’on trouve dans cette édition de 1891 est celui des villes a)
dont la population dépasse 10 000 habitants et b) dont la population dépasse 5 000
habitants :
Grèce II, Grèce continentale et îles, 1891, p. XXXVI.
on constate qu’en 10 ans (1879 - 1899), la plus forte augmentation de la population
a été enregistrée à athènes (43 877 habitants), au pirée (13 272 habitants) et à patras
(8 035 habitants). L’augmentation de la population dans ces trois villes, désormais les
37
Grèce II, Grèce continentale et îles, 1891, p. XXXVI
96
BLaNKa StiaStNa
trois plus grandes villes du pays, explique la hausse fulgurante de la population dans le
nome attique et Béotie (72 400 habitants au total, dont 57 149 habitants pour athènes
et Le pirée ensemble) et dans celui de l’achaïe et elide (29 081 habitants au total, dont
8 035 pour la ville de patras). Syra, quatrième plus grande ville de Grèce en 1889 (troisième, avant Le pirée, encore en 1879), n’ a enregistré qu’une augmentation de 859
habitants, et le nome des cyclades dans son ensemble connaît durant ces dix années
une baisse de population de 512 habitants. Mentionnons encore la ville de corfou, dès
1879 la 5e plus importante ville de Grèce du point de vue du nombre d’habitants, qui
a enregistré entre 1879 et 1889 une augmentation de sa population de 2 510 habitants
(contre un total de 8 426 habitants dans tout le nome). on peut conclure de ces deux
tableaux que, pendant la décennie 1879 - 1889, la hausse totale de la population de la
Grèce (240 413 habitants) s’est concentrée dans les 3 plus grandes villes du pays (celles
qui dépassaient déjà en 1879 les 20 000 habitants) : ces villes ont enregistré à elles
seules une augmentation totale de 65 184 habitants, 67 694 habitants si l’on y ajoute la
ville de corfou, c’est-à-dire que ces 4 villes ont fourni à elles seules 28% de l’augmentation totale de la population, soit plus du quart de la population du pays.
par ailleurs, le tableau ci-dessus, qui présente les villes de plus de 5 000 et 10 000 habitants, donne une idée de la répartition de la population totale en population urbaine
et population rurale, ainsi que de la taille des villes et du nombre de villes importantes.
ainsi, en 1889, nous avons 12 villes de plus de 10 000 habitants, avec au total 306 339
habitants (8 villes entre 10 et 20 mille habitants, 3 villes entre 20 et 35 mille habitants
et athènes avec un peu plus de 100 000 habitants). Quant aux villes de 5 000 à 10 000
habitants, elles sont au nombre de 18 avec, au total, 130 495 habitants. donc, en tout,
30 villes importantes où habitent 436 834 habitants, alors que la population totale du
pays s’ élève à 2 187 208 habitants, soit 20% (19,97%) de la population du pays. ainsi,
1/5 de la population totale seulement est une population urbaine.
Les trois tableaux ci-dessus, inchangés, igurent encore dans le guide de 1896, mais
disparaissent de l’édition de 1903. ce dernier volume se borne à signaler le remaniement des divisions administratives : « La loi du 8 juillet 1899 a remanié les divisions
administratives. elle a d’abord supprimé les éparchies, en tant qu’arrondissements et
sous-préfectures, ne les laissant subsister que comme circonscriptions électorales. puis
elle a porté de 16 à 26 le nombre des nomes ». 38 et la liste des 26 nomes igure dans
le guide.39 Le guide fait aussi état des résultats du dernier recensement de 1896, selon
lequel, avec 2 433 806 habitants40 en 1896 et avec une supericie du royaume de « 63
38
39
40
Grèce II, Grèce continentale et îles, 1903, p. XXX
1. Attique, 2. Béotie, 3. Phthiotide, 4. Phocide, 5. Acarnanie et Étolie, 6. Eurytanie, 7. Arta, 8. Trikkala,
9. Karditsa, 10. Larissa, 11. Magnésie, 12. Eubée, 13. Argolide, 14. Corinthie, 15. Arcadie, 16. Achaïe,
17. Élide, 18. Triphylie, 19. Messénie, 20. Laconie, 21. Lacédémone, 22. Corfou, 23. Céphalonie, 24.
Leucade, 25. Zante, 26. Cyclades.
Grèce II, Grèce continentale et îles, 1903, p. XXX
97
La popuLatioN de La Grèce daNS LeS GuideS de voyaGe
de La coLLectioN GuIdes-Joanne
606 kil. carrés, il y a en Grèce 38 habitants par kil. carré ; il y en avait seulement 34 en
1889 ». 41 donc, en 7 ans (entre 1889 et 1896), une augmentation de 246 598 habitants,
égale ou légèrement supérieure à celle qui avait été enregistrée précédemment en 10
ans (entre 1879 et 1889). 42
Mais en cette in des années ’80 et au début des années ’90 du 19e siècle, le guide
fournit d’autres renseignements encore au sujet de la population de Grèce de l’époque,
renseignements provenant toujours des statistiques oicielles du recensement de
1879. ainsi, indique-t-on, « au point de vue du sexe, il est à noter qu’en Grèce les
hommes sont sensiblement plus nombreux que les femmes : en 1879, le royaume de
Grèce (non compris les provinces thessaliennes43) comptait 880 952 habitants du sexe
masculin et 795 518 du sexe féminin ».44 de même, on fait état de la répartition de
la population selon la religion : les habitants se répartissent en « 1 635 698 chrétiens
orthodoxes, c’ est-à-dire de l’ église grecque, 14 677 chrétiens d’autres églises, 2 652
israélites (domiciliés pour la plupart à corfou) et 740 appartenant à d’autres cultes».45
Quant à la hessalie, récemment annexée46, on y recense, nous dit-on, « un certain
nombre de mahométans ».47 Le guide fournit par ailleurs des informations précises
concernant le clergé régulier48 qui, dit-on, « est encore très nombreux […] en Grèce,
[…], et compte environ 1700 moines (μοναχοί), 200 religieuses (μοναχαί), 650 frères
(Δόκιμοι), 75 sœurs, avec environ 939 serviteurs ».49 on précise encore que le nombre
des moines et des religieuses « varie dans chaque couvent de un ou deux à cent cinquante ».50 Le guide fait aussi mention des catholiques vivant dans les cyclades, sans
donner leur nombre.51
autre information intéressante, le recensement de 1879 fait état de la langue qu’on
parle en famille. il « n’accuse que 58 858 habitants ne parlant pas la langue grecque
dans leur famille ».52 ces derniers, dit-on, parlent entre eux l’albanais ou l’italien, ce
qui est le cas dans les iles ioniennes.53 Quant aux étrangers vivant sur le territoire du
royaume hellénique, on note qu’ils sont, toujours selon le recensement de 1879, « au
nombre de 31 969, dont 23 133 sujets ottomans, 3 104 italiens, 2 187 anglais, 534 Français, 364 autrichiens et 314 allemands ».54
41
42
43
44
45
46
47
48
49
50
51
52
53
54
Grèce II, Grèce continentale et îles, 1903, p. XXX
Voir ci-dessus le tableau comparatif de l’augmentation de la population entre 1879 et 1889.
Ces provinces n’ont été annexées à la Grèce qu’en 1881.
Grèce I, Athènes et ses environs, 1888, p. LXVI
Grèce I, Athènes et ses environs, p. LXVI
Rappelons que la Thessalie a été annexée à la Grèce en 1881.
Grèce I, Athènes et ses environs, 1888, p. LXVI
Dans le texte figure la forme « clergé séculier » [Grèce I, Athènes et ses environs, 1888, p. LXVII]
Grèce I, Athènes et ses environs, 1888, p. LXVII
Grèce I, Athènes et ses environs, 1888, p. LXVII
« Les catholiques possèdent également sept monastères en Grèce, dans les Cyclades, à Tinos, Naxos
et Théra » [Grèce I, Athènes et ses environs, 1888, p. LXVII].
Grèce I, Athènes et ses environs, 1888, p. LXVI
Grèce I, Athènes et ses environs, 1888, p. LXVI
Grèce I, Athènes et ses environs, 1888, p. LXVI
98
BLaNKa StiaStNa
tous les chifres ci-dessus sont repris par le guide en 1896 avec l’explication suivante: « les résultats du recensement de 1889 n’ont pas été publiés avec autant de détails
que ceux de 1879. Les renseignements suivants sont donc empruntés à la publication
faite en 1881 par le ministère de l’intérieur ».55
dès 190956 , nous avons de nouveaux renseignements actualisés sur la population
en Grèce. alors que la division administrative reste celle qui avait été instaurée par
la loi du 5 juillet 189957 , les auteurs mentionnent l’existence de « 26 départements
ou nomes (νομοί) […], subdivisés en 69 éparchies, anc. sous-préfectures, auj. simples
circonscriptions électorales) et en communes ou dèmes (δήμοι)…».58 et ils fournissent
un tableau de ces nomes, avec mention du chef-lieu du nome et de sa population :
Grèce, 1909, p. XLIII.
Les données du tableau proviennent du récent recensement de la population de
Grèce, efectué en 1907. au total, ce dernier recensement « donne un total de 2,631,752
hab. contre 2,433,805 hab. en 1895 [sic]59 , soit une augmentation de 198,148 hab. en
10 ans ».60 Nous pouvons conclure à un certain ralentissement de l’augmentation de la
55
56
57
58
59
60
Grèce I, Athènes et ses environs, 1896, p. LXXXIV
L’année de parution du nouveau guide « Grèce » en un seul volume et sous la direction de Gustave
Fougères.
Voir ici plus haut.
Grèce, 1909, p. XLIII. En 1903, le guide parlait de la ”suppression” des éparchies par la loi de 1899 et
de leur existence uniquement en tant que « circonscriptions électorales », alors qu’ici il reprend le
terme d’ « éparchies » et en donne même le nombre.
Le précédent recensement avait eu lieu en 1896.
Grèce, 1909, p. XLIV
99
La popuLatioN de La Grèce daNS LeS GuideS de voyaGe
de La coLLectioN GuIdes-Joanne
population par rapport aux périodes 1879-1889 et 1889-1896, où cette augmentation
avait été respectivement de 240 143 et de 246 598 habitants. Les auteurs considèrent
toutefois qu’ il serait juste d’ajouter à cette population les « env. 122,000 Grecs des régions les plus pauvres (îles, hessalie, péloponnèse) qui sont émigrés momentanément
en amérique ».61 Quant à la répartition de la population entre les sexes, « le nombre
des hommes l’emporte d’env. 18,080 sur celui des femmes ».62 rappelons que selon
le recensement de 1879, la diférence était de 82 434.63 Le guide indique encore qu’en
Grèce vivent en 1907 « 49,407 étrangers, dont 27,371 sujets ottomans, 1,122 Français,
5,382 italiens, 3,288 anglais ».64
et, alors qu’en 1909 nous ne trouvons aucune mention au sujet de la répartition de
la population du point de vue de la religion, en 1911, on parle en Grèce de « 23,261
catholiques, 3,516 musulmans et 6,127 juifs ».65 inutile de rappeler que le reste de la
population est orthodoxe : selon les guides, « les Grecs sont sincèrement attachés à
leur religion ; elle représente pour eux un des éléments vitaux de leur nationalité. ils
observent scrupuleusement les fêtes et les jeûnes de carême ».66 en 1907, la Grèce
compte « 1,540 moines (καλόγεροι ou μοναχοί) et […] 120 nonnes (καλόγριαις) ».67
Quant à la répartition de la population dans les nomes, nous avons pu établir,
d’après le Guide, le tableau des 10 nomes les plus populeux (ceux de plus de 100 000
habitants, par ordre décroissant) :
61
62
63
64
65
66
67
68
Grèce, 1909, p. XLIV
Grèce, 1909, p. XLIV.
Voir ici plus haut.
Grèce, 1909, p. XLIV.
Grèce, 1911, p. XLIV.
Itinéraire de l’Orient, 1881, p. 32.
Grèce, 1909, p. XLIV.
Les chiffres de la population de ces chefs-lieux, excepté Athènes, proviennent du guide de Grèce,
Grèce, 1909, des pages qui comportent la description de ces villes respectives. Le chiffre pour Athènes
figure avec les donnes chiffrées sur la population totale de Grèce [Grèce, 1909, p. XLIV].
100
BLaNKa StiaStNa
Le tableau ci-dessus montre clairement que, mis à part le nome d’attique qui
concentre 13% de la population totale (dont la moitié à athènes même, et encore 75
800 hab. au pirée69, donc au total 250 806 habitants rien que pour ces deux villes, 80,8%
de la population totale du nome), dans les nomes restants, la population totale est assez
régulièrement répartie, chaque nome réunissant entre 6,35% et 3,90% de la population
totale et la population urbaine ne représentant qu’un pourcentage relativement faible,
hormis dans les nomes d’achaïe (où patras concentre 24,7 %, donc un quart, de la population du nome) et de Magnésie (avec volos, qui regroupe 22,7 % de la population
du nome).
un peu en marge de toutes ces données chifrées qui nous ont occupée jusqu’ici,
l’Itinéraire et, par la suite, seulement les guides de la première décennie du 20e siècle,
s’attardent sur la composition de la population actuelle de la Grèce moderne, au-delà
des renseignements passés ci-dessus.
Les Itinéraires citent longuement les descriptions et les arguments d’edmont
about70 et se rangent clairement à son opinion selon laquelle les Grecs composent « la
grande majorité de la nation »71 , thèse qu’il soutient en airmant distinguer nettement
entre les Grecs, « peuple in et délicat »72 , et « les grossiers albanais »73 , qui ne forment
selon lui que près du quart de la population du pays.74 par ailleurs, les auteurs du guide
rappellent que la guerre d’indépendance a décimé la plus grande partie de la population, mais que le pays s’est repeuplé depuis, et cela principalement à deux « sources ».
d’abord, grâce à l’arrivée des Grecs de l’extérieur, particulièrement de constantinople,
et plus précisément du « fameux quartier du phanar qui a mené si longtemps les affaires de la turquie »75 , tout en précisant que ces familles « phanariotes »76 constituent
les familles les plus riches et les plus instruites d’athènes. L’autre principale source de
69
70
71
72
73
74
75
76
Grèce, 1909, 1911, p. XLIV
Les auteurs de l’Itinéraire de l’Orient ont recours à maintes reprises à cet ouvrage et ils en informent
à l’avance leurs lecteurs : « Pour tout ce qui concerne la Grèce moderne, nous renverrons nos lecteurs
au livre spirituel de M. E. About : la Grèce contemporaine (1 vol., in-8, Paris, 1855), auquel nous ferons
de nombreux emprunts » [Itinéraire de l’Orient, 1861, p. 42]. Dans le guide, ces « emprunts » figurent
sans référence de page. Et les auteurs se servent du livre d’About tout en sachant que son ouvrage, «
qui dénote une grande connaissance de la Grèce, a soulevé dans ce pays bien des colères : cependant,
sauf quelques personnalités regrettables, l’auteur sait rendre justice aux qualités des Grecs et louer ce
qui mérite d’être loué, et, s’il ne leur épargne pas les traits de sa verve caustique, il faut reconnaitre
pourtant que ses critiques s’adressent surtout aux fautes commises par le gouvernement et aux vices
de l’administration » [ibidem].
Itinéraire de l’Orient, 1861, p. 51. Il fait clairement ici allusion aux thèses de Fallmayer.
Itinéraire de l’Orient, 1873 et 1881, p. 35.
Itinéraire de l’Orient, 1873 et 1881, p. 35. About reconnaît toutefois aux Albanais qu’ils sont une «
race forte et patiente, aussi propre à l’agriculture que les Grecs le sont au commerce » [Itinéraire de
l’Orient, 1873 et 1881, p. 39].
Itinéraire de l’Orient, 1873 et 1881, p. 35.
Itinéraire de l’Orient, 1861, p. 51 ; Itinéraire de l’Orient, 1873 et 1881, p. 35.
Itinéraire de l’Orient, 1861, p. 51; Itinéraire de l’Orient, 1873 et 1881, p. 35.
101
La popuLatioN de La Grèce daNS LeS GuideS de voyaGe
de La coLLectioN GuIdes-Joanne
peuplement du nouvel état grec est constituée, selon l’Itinéraire, par les pallicares.77 il
s’agit, explique-t-on, d’une part, des chefs montagnards de la hessalie et de l’albanie
qui sont venus s’installer dans le royaume, et d’autre part, des chefs de la Morée : « ils
forment la partie la plus originale et la plus colorée du peuple grec ». 78 pour compléter
le tableau de la composition de la population, le guide mentionne encore les insulaires79, qui sont pour la plupart marins ou marchands, et aussi les valaques nomades,
qui sont tous bergers.80 cette évocation des composantes de la population grecque
contemporaine s’arrête avec l’Itinéraire de l’orient.81
ce n’est qu’en 1909 que le guide fait à nouveau mention des composantes de la population. Sans entrer dans les détails, les auteurs de ce guide écrivent : « il est certain
que, depuis l’antiquité, les invasions et dominations slave, albanaise, franque, vénitienne, turque ont bigarré d’éléments étrangers le fond aborigène ». 82 et ils précisent
que les Slaves et les albanais se sont « fondus »83 avec la population grecque, mais
que, néanmoins, les albanais « parlent encore, au nombre de 40,000 une langue (τα
Αρβανίτικα)… ». 84 curieusement, ce chifre est porté à 51,000 dans l’édition de 191185,
sans explication. ces albanais se concentrent, nous dit-on, en Béotie, en attique, à
Salamine et en corinthie, alors que les Slaves se rencontrent surtout dans le péloponnèse.86 une population un peu à part, toujours selon le guide, est constituée par « les
Vlaques ou Koutzo-Valaques »87 : il s’agit d’une « population nomade, commerçante et
pastorale dont le siège est en Macédoine, autour de l’olympe […] ». 88 renseignements
qui venaient certainement compléter de façon claire, et peut-être plus compréhensible
et utile que les chifres, pour les utilisateurs du guide, l’image de la population en Grèce
77
78
79
80
81
82
83
84
85
86
87
88
Itinéraire de l’Orient, 1873 et 1881, p. 35. Ces gens se donnaient ce nom qui signifie les braves. Pour
une description détaillée de ces « pallicares » et du rôle qu’ils ont joué dans la société grecque jusqu’à
la fin du 19e siècle, voir l’excellent portrait que dresse d’eux Ch. Bigot [Ch. Bigot, Grèce-Turquie-Le
Danube, Paris, Paul Ollendorf Éditeur, 1886, p. 24-30].
Itinéraire de l’Orient, éditions 1861, p. 51 ; Itinéraire de l’Orient, 1873 et 1881, p. 35
Itinéraire de l’Orient, 1873 et 1881, p. 35
Itinéraire de l’Orient, 1873 et 1881, p. 35
Itinéraire de l’Orient, 1881 et , 1891
Grèce, 1909, 1911, p. XLIV
Grèce, 1909, 1911, p. XLIV
Grèce, 1909, p. XLIV. Langue « de fond indo-européen, mais isolée et sans aucun rapport avec le grec,
et aussi véritable mosaïque de mots étrangers (turcs, italiens, etc.) » [ibidem].
Grèce, 1911, p. XLIV
Grèce, 1909, 1911, p. XLIV
Grèce, 1909, 1911, p. XLIV
Grèce, 1909, 1911, p. XLIV. Et le guide donne les renseignements suivants, relativement détaillés pour
cette catégorie de population un peu à part, mais sans jamais donner d’évaluation chiffrée de cette
population : « Les Vlaques se répandent en clans gouvernés par des chefs (tchelingas) dans la Grèce du
Nord (Thessalie, Œta, Pinde) gardant les troupeaux, ou faisant le métier de muletiers. […]. Ils habitent
des hameaux (stani) de huttes en forme de tentes, sont vêtus de capes en laine blanche, et parlent
une langue apparentée au roumain. Le terme de Vlaque a fini par désigner en Grèce tous les bergers
et les paysans, même de race grecque, avec une nuance de mépris ». On peut dire qu’aujourd’hui,
cette expression s’est étendue à toute personne non cultivée et sans bonnes manières.
102
BLaNKa StiaStNa
qu’ils allaient rencontrer en cours de route.
pour conclure, nous pouvons présenter les observations suivantes :
1) Les auteurs des éditions successives de l’Itinéraire de l’orient ne disent pas89
à quelle source ils puisent les chifres qu’ils fournissent ; en revanche, les auteurs des
guides suivants nous renseignent scrupuleusement : il s’agit principalement de données provenant des recensements de la population qui ont eu lieu en 1870, 1879, 1889,
1896 et 1907.
2) Les volumes successifs actualisent les données démographiques à intervalles
très irréguliers : ils les fournissent parfois avec rapidité, en moins de 2 ans (ainsi les
résultats du recensement de 1889 se trouvent déjà dans le guide de 1891 ; ceux du
recensement de 1907 sont déjà présentés dans le volume de 1909) ; mais quelquefois
les mêmes données sont mécaniquement reproduites 11 ans ou même 15 ans plus tard
(les données du recensement de 1879 igurent toujours, inchangées, dans le volume de
1890 ; les chifres de la population d’athènes, en 1911, sont encore ceux du recensement de 1896 90) ;
3) on doit relever deux types d’inconséquence dans les éditions successives du
guide. Primo, il n’est pas rare, alors qu’il s’agit de chifres provenant de statistiques oficielles, que le « même » chifre difère « légèrement » d’un guide à l’autre.91 secundo,
on trouve pour le même lieu, à diférents endroits d’un même volume, des chifres
actualisés et des chifres repris de l’édition précédente. visiblement, soit la révision de
la nouvelle édition n’a pas été faite avec suisamment d’attention, soit la mise à jour du
guide s’est limitée à certaines pages et n’a pas concerné l’ensemble du volume.
toutefois, ces défauts n’empêchent pas les guides d’atteindre l’objectif qui était le
leur : fournir au lecteur et futur voyageur une image assez complète de la population
de la Grèce, image fondée sur des données iables et utiles à la fois, et d’assurer ainsi
une clientèle et un lectorat idèle — voyageur ou non — à ces petites encyclopédies
portatives que constituent, en in de compte, les guides de voyage sur la Grèce.
89
90
91
Sauf à de rares exceptions.
Grèce, 1909, 1911, p. 14.
Concrètement citons l’exemple de chiffres concernant la population d’Athènes : dans le tableau des
villes de plus de 10 000 habitants en 1889, la population d’Athènes se monte à 34 327 habitants
[Grèce II, Grèce continentale et îles, 1891, p. XXXVII] alors que dans les volumes du guide de 1890 et
1896 on indique le chiffre de « 34,569 » habitants [Grèce I, Athènes et ses environs, 1890, 1896, p.
174].
103
La popuLatioN de La Grèce daNS LeS GuideS de voyaGe
de La coLLectioN GuIdes-Joanne
Bibliographie
a) LeS SourceS : les Guides-Joanne sur la Grèce
Joanne, a., isambert, e., Itinéraire descriptif, historique et archéologique de l’orient,
ouvrage entièrement nouveau contenant Malte, la Grèce, la Turquie d’europe, la Turquie d’asie, la syrie, la Palestine, l’arabie Pétrée, le sinaï et l’Égypte et accompagné de 11
cartes et 19 plans, Paris, Hachette, 1861
isambert, e., Itinéraire descriptif, historique et archéologique de l’orient, Première
Partie, Grèce et Turquie d’europe, paris, Hachette, 1873
isambert, e., Itinéraire descriptif, historique et archéologique de l’orient, Première
Partie, Grèce et Turquie d’europe, paris, Hachette, 1881 (édition mise au courant pour
les renseignements pratiques)
Haussoullier, B., Grèce I, athènes et ses environs, paris, Hachette, 1888
Haussoullier, B., Grèce I, athènes et ses environs, paris, Hachette, 1890 (renseignements pratiques mis au courant en 1890)
Haussoullier, B., Fougères, G., Monceaux, p., Lechat, H., Grèce II, Grèce continentale et îles, paris, Hachette, 1891
Haussoullier, B., Grèce I. athènes et ses environs, 1896
Haussoullier, B., Fougères, G., Monceaux, p., Lechat, H., Grèce II, Grèce continentale et îles, paris, Hachette, 1896
Haussoullier, B., Fougères, G., Monceaux, p., Lechat, H., Grèce II, Grèce continentale et îles, paris, Hachette, 1897
Haussoullier, B., Fougères, G., Monceaux, p., Lechat, H., Grèce II, Grèce continentale et îles, paris, Hachette, 1900
Haussoullier, B., Grèce I, athènes et ses environs, paris, Hachette, 1903
Haussoullier, B., Fougères G., Monceaux, p., Lechat, H., Grèce II, Grèce continentale
et îles, paris, Hachette, 1903
Fougères, G., athènes et ses environs, (extrait du guide de Grèce), paris, Hachette,
1906
Fougères, G., Grèce, paris, Hachette, 1909
Fougères, G., Grèce, paris, Hachette, 1911 (deuxième édition revue et corrigée)
Fougères, G., Grèce, paris, Hachette, 1912 (édition de 1911 avec pages roses changements et Nouveautés 1912)
B) LeS ouvraGeS et articLeS coNSuLtéS
about, e., La Grèce contemporaine, paris, Hachette, 1858 (3e édition)
Bigot, ch., Grèce-Turquie-Le danube, paris, paul ollendorf éditeur, 1886, oxi
104
BLaNKa StiaStNa
komma
Guilcher, G., « Naissance et développement du guide de voyage imprimé : du guide
unique à la série, une stratégie de conquête des lecteurs ? », in chabaud, G., cohen, e.,
coquery, N., penez, J. (textes réunis par), Les Guides imprimés du XVIe au XXe siècle.
Villes, paysages, voyages, colloque 1998, université paris vii, paris, Belin, 2000
Guilcher, G., « Les Guides Murray », in La Lettre du Marché du livre, n° 72
(26.1.2000)
Guilcher, G., « Les Guides Baedeker i », in La Lettre du Marché du livre, n° 70
(26.9.1999)
Guilcher, G., « Les Guides Baedeker ii », in La Lettre du Marché du livre, n° 71
(26.11.1999)
Guilcher,G., « La rivalité chaix-Hachette pour la conquête du marché de la lecture
ferroviaire 1846-1865 », in Revue d’histoire des chemins de fer, Hors série N° 3, 1992
Guilcher, G., Witkowski, c., « premières lectures sidérodromiques 1852-1869 »,
in c. Witkowski, Les éditions populaires 1848-1870, paris, Les amoureux des livresGippe, 1997
Hinrichsen, a. W., Baedeker’s Reisehandbucher 1832-1990, Bevern, ursula Hinrichsen, 1991
Lister, W. B. c., a Bibliography of Murray’s Handbooks for Travellers and Biographies of authors, editors, Revisers and Principal Contributors, dereham, dereham
Books, 1993
Mollier, J.-y., Louis Hachette (1800-1864). Le fondateur d’un empire, paris, Fayard,
1999
Morlier, H., Les Guides-Joanne : genèse des Guides Bleus : itinéraire bibliographique,
historique et descriptif de la collection de guides de voyage, 1840-1920, paris, Sentiers
débattus, 2007
105
Χρήστοσ ΔΕσΥΛΛΑσ
ΧΡΗΣΤΟΣ ΔΕΣΥΛΛΑΣ
ΤΑ ΕΚΚλΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΤΕΚΜΗΡΙΑ ωΣ ΠΗΓΕΣ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚωΝ ΠλΗΡΟΦΟΡΙωΝ
Το αντικείμενο της δημογραφίας είναι ο πληθυσμός στις διάφορες εκφάνσεις του.
Ο όρος επινοήθηκε από τον Βέλγο achille Guillard, ο οποίος το 1855 δημοσίευσε το
έργο: eléments de Statistique humaine, ou démographie comparée (Landry, 1945: 7),
ενώ με την καθαρά δημογραφική έννοια ο πληθυσμός είναι το σύνολο των κατοίκων
μιας περιοχής σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή ή περίοδο. Για τη δημογραφική
έρευνα ιδιαίτερη σημασία λαμβάνει η διάκριση ανάμεσα σε πραγματικό (δηλ. τα άτομα που βρίσκονται στη συγκεκριμένη περιοχή κατά την απογραφή ή την καταγραφή)
και σε νόμιμο πληθυσμό (τα άτομα που μόνιμα διαμένουν σε μια περιοχή).
Η ιστορική δημογραφία επικεντρώνεται στη μελέτη των πληθυσμών κατά το παρελθόν και η προσέγγισή της είναι διττή: αφενός στοχεύει στην αναδόμηση δημογραφικών χαρακτηριστικών των πληθυσμών του παρελθόντος και αφετέρου στην
εξήγηση των αιτιών και των αποτελεσμάτων που αποκρυστάλλωσαν συγκεκριμένα
χαρακτηριστικά (Henry, 1967). Μέχρι τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο η ιστορική
δημογραφία είχε βασικό προσανατολισμό την αναδόμηση, όμως εξαιτίας της ετερογενούς φύσης της ο προσανατολισμός της έγινε ευρύτερος κατά τις τελευταίες δεκαετίες με την ενσωμάτωση ερευνητικών μελετών από τις ιστορικές, κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες σε συνεργασία με τις οποίες αναλύονται και κατανοούνται οι
δημογραφικές λειτουργίες των ιστορικών κοινωνιών (Hollingsworth, 1969). Εξαιτίας
της ιστορικότητας των πηγών η ανωτέρω διάκριση δεν είναι πάντοτε εφικτή, γεγονός
το οποίο οφείλεται στην φύση των πηγών ή στις ιδιαιτερότητες των πληροφοριών σε
μια ορισμένη ιστορική περίοδο ή σε κάποια γεωγραφική περιοχή. Σχετίζεται όμως και
με τον τρόπο της ίδιας της προσέγγισης, η οποία είναι πάντοτε αναδρομική και κατά
συνέπεια δεν μπορεί να διαθέτει τον έλεγχο όλων των μεταβλητών που διακρίνουν
ένα πληθυσμό. (Τομαρά Σιδέρη, 1998: 15). Σε επίπεδο ερμηνείας, ιστορικά διαμορφώθηκαν τρία μεγάλα ρεύματα – τάσεις: οι μεθοδολόγοι, οι ερευνητές του κύκλου της
Πολιτικής Αριθμητικής και οι θεωρητικοί. Οι μεθοδολόγοι, βασιζόμενοι κυρίως στη
μαθηματική επιστήμη εργάστηκαν για τη δημιουργία πληθυσμιακών μοντέλων αξιοποιώντας τις δυνατότητες των μαθηματικών. Η δεύτερη τάση της οποίας οι απαρχές
εντοπίζονται στον κύκλο της political arithmetick (1690), πραγματοποιούσε ανάλυση των πληθυσμών με εκτίμηση και περιγραφή μεγεθών και χαρακτηριστικών, ενώ
θεωρούσε τις δημογραφικές διαδικασίες στενά ενταγμένες στις κοινωνικές και ιστο-
107
ΤΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΤΕΚΜΗΡΙΑ ΩΣ ΠΗΓΕΣ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ
ρικές δομές. Το ρεύμα των θεωρητικών κυριαρχείται από τις μορφές και το έργο των
r. Malthus και K. Marx, οι οποίοι ανέπτυξαν θεωρίες για τις σχέσεις πληθυσμών με
τη δυναμική της οικονομικής ανάπτυξης και της ιστορικής εξέλιξης. Από τα δημογραφικά μελετήματα το πιο γνωστό έργο κατά τον 17ο αιώνα είναι του edmund Halley
(1656-1742) με τίτλο: an estimate of the degree of the Mortality of Mankind drawn
from curious tables of the Births and Funerals at the city of Breslaw, with an attempt
to ascertain the price of annuities upon Lives (1693), όμως το σύνολο των χαρακτηριστικών της νεότερης εμπειρικής ιστορικής δημογραφικής έρευνας έχει αποτυπωθεί
στο έργο του John Graunt (1620-1674): Natural and political observations Mentioned
in a Following index and Made upon the Bills of Mortality (1662)1. Εκτός αυτών ο
Άγγλος αστρονόμος Halley χρησιμοποίησε τα στοιχεία που είχε συλλέξει ο κληρικός
Neuman από βιβλία των ενοριών και διάφορα εκκλησιαστικού χαρακτήρα έγγραφα
για να καταγράψει τις γεννήσεις και τους θανάτους της πόλης Breslaou και παρουσίασε τον πρώτο πίνακα θνησιμότητας το 1693. Με βάση αυτό τον πίνακα αργότερα
ο William Farr παρουσίασε για πρώτη φορά την βιοστατική της οποίας θεωρείται
και θεμελιωτής. Το 1741 ο κληρικός Siissmilich (1707-1767) δημοσιεύει σπουδαίες
εργασίες δημογραφικού περιεχομένου με στοιχεία που συγκέντρωσε από τα ενοριακά
κατάστιχα των κληρικών της Πρωσσίας, καταδεικνύοντας ότι το ποσοστό αγοριών
κατά τη γέννηση είναι 51% περίπου εναντι 49% των κοριτσιών, ενώ τα δυο φύλα είναι
ίσα κατά την εποχή του γάμου. Το φαινόμενο αυτό δεν είναι τυχαίο γεγονός, αλλά
σύμφωνα με την άποψή του νόμος θείας προέλευσης που αποβλέπει στη διατήρηση
του ανθρώπινου είδους (Κιόχος, 2001: 11).
Για τη δημογραφική κατανόηση των ευρωπαϊκών κοινωνιών και των αποικιών
τους από τον 16ο έως τον 19ο αιώνα πρωτοποριακό θεωρείται το έργο των Fleury
και Henry τη δεκαετία του 1950, το οποίο ασχολείται με ενοριακά κατάστιχα και καταγραφές. Τα πρωτοστατιστικού χαρακτήρα δημογραφικά στοιχεία στον ευρωπαϊκό
χώρο διαθέτουν μακρά ιστορία η οποία μεταφέρθηκε και στο Νέο Κόσμο, όμως η
έκταση και η ποιότητα των δημογραφικών πληροφοριών εξαρτάται από το θεσμικό
πλαίσιο που καθόριζε την καταγραφή, τις ιδιαίτερες ικανότητες και την επιμέλεια αυτών που πραγματοποιούσαν την καταγραφή, καθώς και από παράγοντες οι οποίοι
ήταν σχετικοί με την αμεσότητα ή εμμεσότητα του χρόνου καταγραφής (Willigan &
Lynch, 1982: 57).
Η σημαντικότητα των πηγών εκκλησιαστικού χαρακτήρα
Η σημαντικότητα των δημογραφικών πηγών εκκλησιαστικού χαρακτήρα εντοπί1
https://cs.wikipedia.org/w/index.php?title=John+Graunt&oldid=1036659
108
Χρήστοσ ΔΕσΥΛΛΑσ
ζεται στις παρεχόμενες δυνατότητες πληθυσμιακής διερεύνησης και αποτύπωσης, καθόσον παρέχουν ποσοτικές πληροφορίες με τη χρήση κυρίως στατιστικών μεθόδων,
καταγραφών και εκτιμήσεων, αλλά και ποιοτικές πληροφορίες στο βαθμό που διερευνούν και καταγράφουν τυπολογίες (δηλαδή μικρές ή μεγάλες επιμέρους κατηγορίες)
πληθυσμών και συνεκτιμούν τις αλληλεπιδράσεις τους με το ευρύτερο πλαίσιο της
ύπαρξής τους. Ειδικότερα, η συμβολή τους εντοπίζεται στην αναζήτηση των αιτίων
και νόμων για τις συνέπειες των πληθυσμιακών μεταβολών με παράλληλη συνδρομή
στη διερεύνηση του πρόσφατου και απώτερου παρελθόντος (Barclay, 1958:1-5). Η
εξέταση των πηγών εκκλησιαστικού χαρακτήρα έχει την ιδιότητα να αναδεικνύει την
ιστορικότητα και την παρουσίαση των έμμεσων συμπεριφορών οι οποίες διαμορφώνουν θεσμικές δομές. Καθιστά εμφανή την άμεση συμβολή στην διαδικασία κατανόησης της διάρθρωσης του κοινωνικού σχηματισμού μέσα από τις πολιτισμικές δομές
και συμπεριφορές που προσανατολίζουν σε συγκεκριμένες πρακτικές. Η προσέγγισή
τους επιτρέπει ακόμη την γνώση ενός συγκεκριμένου μέρους της κοινωνικής ζωής, τη
σαφέστερη κατανόηση της δομής και της λειτουργίας του.
Τα εκκλησιαστικά τεκμήρια, όταν αναφέρουν δημογραφικού χαρακτήρα στοιχεία και πληροφορίες, έστω και έμμεσα, παρέχουν θεμελιώδη δημογραφικά συμβάντα όπως είναι οι γάμοι, γεννήσεις, θάνατοι και πληθυσμιακές μετακινήσεις, αλλά
και πληροφορίες σχετικές με τις αυξομειώσεις πληθυσμιακών συνόλων που καταγράφονται διαδοχικά στο χρόνο και επιδρούν στη φυσική ανανέωση ή φθορά του πληθυσμού. Καταγράφουν τις κάθε τύπου πληθυσμιακές μετακινήσεις καταδεικνύοντας
την τεχνητή αλλαγή στη δομή του πληθυσμού και η συνεξέτασή τους τα καθιστά
βασικές μεταβλητές απαραίτητες για την κατανόηση των δημογραφικών συμβάντων
(Spagnioli, 1977: 427-452). Οι μεταβλητές αυτές διακρίνονται σε πρωτεύουσες και
δευτερεύουσες. Στις πρωτεύουσες μεταβλητές ανήκουν το μέγεθος του πληθυσμού,
η περιοχική κατανομή, η σύνθεση (φύλο, ηλικία) και η χρονική περίοδος, ενώ στις
δευτερεύουσες πληροφορίες σχετικές με οικονομικές, επαγγελματικές δραστηριότητες, ασθένειες, πολιτικά γεγονότα κ.ά.. Επιλέγοντας λοιπόν τις μεταβλητές που κάθε
φορά ταιριάζουν σε μια έρευνα συγκεντρώνονται τελικά τα αναγκαία δεδομένα για
την περαιτέρω ανάλυση και προσέγγιση. Τόσο όμως οι πρωτεύουσες μεταβλητές, όσο
και οι δευτερεύουσες μπορούν να τροποποιούν σε σημαντικό βαθμό την εξελικτική
πορεία και καταγραφή πληθυσμιακών συνόλων, όχι μόνο στο αυστηρά δημογραφικό
επίπεδο, αλλά ακόμη και σε εκείνο των (κοινωνικών) νοοτροπιών (Benjamin, 1968).
Το πηγαϊκό υλικό
Βασικό συστατικό στοιχείο κάθε έρευνας είναι οι πηγές και κυρίως αυτές πρωτογενούς χαρακτήρα. Οι εκκλησιαστικές πηγές ως δημογραφικές πηγές στόχο έχουν
109
ΤΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΤΕΚΜΗΡΙΑ ΩΣ ΠΗΓΕΣ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ
όχι μόνο την εξακρίβωση της πραγματικότητας, αλλά και την ανάπλαση εικόνας
για το παρελθόν (Breschi, 1980). Αποτελούν τον ιδιαίτερο γνωστικό χώρο από τον
οποίο αντλούνται πληροφορίες για τη δημογραφική δυναμική, όταν πραγματοποιούν αναφορές και για πληθυσμιακά δεδομένα κατά τη μακρά ιστορική διάρκεια. Η
στοχοθεσία συνίσταται στην περιγραφή και εξήγηση, έστω και έμμεση, των μεγάλων
δημογραφικών τάσεων και στην εξήγηση των παραγόντων που ορίζουν δημογραφικές
τάσεις χρησιμοποιώντας μακροδημογραφικά δεδομένα, για την γνώση διαστάσεων,
δομής, εδαφικών διαχύσεων σε διάφορες χρονικές περιόδους και μικροδημογραφικά
δεδομένα, για την ανάλυση συμπεριφοράς μεμονωμένων ατόμων και ανασυγκρότησης οικογενειών. Κάθε είδος από τις δυο παραπάνω κατηγορίες παρέχει διαφορετικές
πληροφορίες, ενώ ταυτόχρονα έχει και διαφορετική προβληματική (Benini, 1901).
Στα πλαίσια αυτά οι εξατομικευμένες - ποιοτικές προσεγγίσεις, επιτρέπουν την εισχώρηση σε συμπεριφορές μέσα από πολύπλοκες διερευνήσεις (δίδεται ιδιαίτερη έμφαση σε συγκρότηση οικογενειών, γεννητικότητα, θνησιμότητα) και οι ποσοτικές,
χρησιμοποιούνται κυρίως για την ενασχόληση με μεγάλες κρίσεις θνησιμότητας, για
την εξέλιξη των πληθυσμιακών χαρακτηριστικών κατά τη διάρκεια μεγάλων κρίσεων και τέλος για την περιγραφή των κρίσεων στη μεγάλη χρονική διάρκεια (pressat,
1972). Όπως όμως η profan ιστορία έτσι και η εκκλησιαστική διαθέτει τις δικές της
κατηγορίες πηγών. Οι χώροι όμως δεν είναι στεγανοί. Έτσι καθίσταται εφικτό διαφορετικές επιστήμες να συναντώνται εξετάζοντας από διαφορετική οπτική και με διαφορετικές μεθόδους το ίδιο είδος πηγών.
Προϋποθέσεις για τη χρήση των πηγών
Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η κριτική του κάθε εκκλησιαστικού εγγράφου ως
πηγή δημογραφικών δεδομένων (Boldrini, 1956: 45). Η κριτική αυτή είναι διττή: εξωτερική δηλαδή τεκμηρίωση της προέλευσης του κειμένου (τόπος, χρόνος συγγραφής) και εσωτερική, που συνίσταται στην κριτική της αξιοπιστίας του κειμένου και
των πληροφοριών που παρέχει με ιδιαίτερη αναφορά στην διαλεύκανση όλων των
πραγματικών ζητημάτων που συνδέονται μαζί του. Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες τα
έγγραφα είναι δημοσιευμένα αναζητείται η καλύτερη κατά το δυνατόν κριτική έκδοσή
τους. Για την σωστή και αποδοτική κατανόηση όμως των πηγών απαιτούνται και κάποιες αντικειμενικής προϋποθέσεις, εκ των οποίων οι σημαντικότερες είναι:
Η κατανόηση του εγγράφου - πηγή προϋποθέτει την καλή γνώση της γλώσσας
ή της διαλέκτου στην οποία έχει γραφεί. Αυτό όμως δεν περιορίζεται μόνο στην
γλωσσική μορφή, αλλά έχει προεκτάσεις και στον τρόπο με τον οποίο σκέπτεται ή
εκφράζεται ο συγγραφέας, της εποχής και του περιβάλλοντός του. Δεδομένου ότι
κάθε συγγραφέας είναι τέκνο της εποχής του την οποία και αποτυπώνει στο έργο του.
110
Χρήστοσ ΔΕσΥΛΛΑσ
Μεταφρασμένα κείμενα έχουν μόνο βοηθητικό και δευτερεύοντα χαρακτήρα, ιδίως
σε περιπτώσεις κατά τις οποίες διασώζεται το πρωτότυπο μιας πηγής που είναι αναντικατάστατο.
Η γνώση του ακριβούς ή έστω κατά προσέγγιση χρόνου κατά τον οποίο συντάχθηκε μια πηγή είναι απολύτως αναγκαία, διότι έτσι διευκολύνεται η χρησιμοποίησή
της. Ο χρονολογικός έλεγχος είναι συχνά αναγκαίος ακόμη κι αν το έγγραφο δίνει
κάποια χρονολογία γιατί ενδέχεται να είναι λαθεμένη ή σκόπιμα παραποιημένη. Για
το λόγο αυτό απαιτείται συγκέντρωση των εσωτερικών στοιχείων που βοηθούν σ’
αυτή την κατεύθυνση, να εξακριβωθεί η συνάφειά τους, να συσχετιστούν με άλλα ήδη
γνωστά, ώστε να υπάρξει κάποιο θετικό αποτέλεσμα, δεδομένου ότι οι πληροφορίες
της πηγής αξιολογούνται και με βάση την εποχή της συντάξεώς τους. Αν έχει διασωθεί
το πρωτότυπο τότε χρησιμοποιούνται εξωτερικά κριτήρια (γραφή, ύλη, υδατογράφημα, κ. ά.), αν η πηγή είναι αντίγραφο, με τα ίδια κριτήρια προσδιορίζουμε ένα terminus
ante quem. Με τη βοήθεια εσωτερικών μαρτυριών, υπαινιγμών κ.ά. επιτυγχάνεται μια
μεγαλύτερη ακρίβεια. Έτσι καταλήγουμε σ’ ένα terminus post quem. Υπάρχουν και
κείμενα που δεν προσφέρουν κανένα στοιχείο χρονολογήσεως. Τότε πρόκειται για
περίπτωση με μεγάλη δυσκολία και αναπόφευκτη την αναζήτηση βοήθειας από άλλες
πηγές πληροφοριών για την κατά προσέγγιση χρονολόγηση.
Εξίσου σημαντικός όμως με το χρόνο είναι και προσδιορισμός του τόπου συγγραφής ενός εγγράφου για την εκτίμηση της αξιοπιστίας και της σπουδαιότητας των
παρεχόμενων πληροφοριών. Στο σημείο αυτό να διευκρινιστεί ότι με τον όρο τόπος
συμπεριλαμβάνεται εκτός του γεωγραφικού και ο κοινωνικός.
Διερευνώντας την αξιοπιστία της γνησιότητας των πηγών είναι ανάγκη να διαπιστωθεί αν η πηγή από άγνοια ή πρόθεση παρασιωπά ή παραποιεί την αλήθεια των
δεδομένων. Αυτό γίνεται με κριτικό έλεγχο των παρεχόμενων πληροφοριών και τη διασταύρωσή τους με σύγχρονες ή μεταγενέστερες πηγές και έγγραφα. Καθώς δεν είναι
σπάνιο το φαινόμενο ο συντάκτης να είχε την πρόθεση να συσκοτίσει τα πράγματα ή
να μη δώσει ακριβείς πληροφορίες.
Η αξιολόγηση των πηγών αφορά στον έλεγχο της αποδεικτικής αξίας του «ντοκουμέντου», κάτι που προϋποθέτει βαθιά και πλατιά γνώση του χώρου. Υπάρχουν
κείμενα με ορισμένες τάσεις, όλα αυτά όμως συνεξετάζονται για τον αποκλεισμό
εσφαλμένων συμπερασμάτων. Η αντικειμενικότητα της έρευνας προσκρούει συχνά
στη μη επισήμανση της «τάσης» μιας πηγής, τον υποκειμενικό χρωματισμό των πληροφοριών που προσφέρει για τον συντάκτη της.
Συναφές με το ζήτημα των πηγών είναι η διερεύνηση των πηγών τους. Η διαπίστωση δηλαδή, αν κάποια μαρτυρία της πηγής είναι άμεση ή έμμεση (προέρχεται
δηλαδή από άλλο έγγραφο ή έργο). Αν ισχύει το δεύτερο, τότε ή η πηγή της είναι
γνωστή, οπότε η μαρτυρία δεν προσφέρει κάτι καινούργιο ή έχει χαθεί η πηγή της,
οπότε η μαρτυρία χρησιμοποιείται μεν, αλλά με μειωμένο κύρος. Ποτέ όμως μια πηγή
111
ΤΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΤΕΚΜΗΡΙΑ ΩΣ ΠΗΓΕΣ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ
δεν χάνει την σημασία της ακόμη κι αν παράγει κάποια άλλη. Οι οποιεσδήποτε συνεπώς αλλοιώσεις και παρεκκλίσεις δεν μένουν χωρίς ενδιαφέρον, επειδή προσφέρουν
στοιχεία για την «νοοτροπία» του συγγραφέα και του περιβάλλοντός του. Σήμερα γίνεται επιστημονικά αποδεκτό, ότι το ίδιο το κείμενο σαν κείμενο αποτελεί τη βασική
μαρτυρία, ανεξάρτητα από την αλήθεια του περιεχομένου του. Για το λόγο αυτό καμία
πηγή, σε τελική ανάλυση, δεν χάνει τη σημασία της για την επιστημονική έρευνα (Μεταλληνός, 1987: 48-65).
Το προσωπικό στοιχείο στην επιστημονική έρευνα διαδραματίζει σημαντικό ρόλο
καθώς προσανατολίζει στο ζήτημα της αντικειμενικότητας. Υπάρχουν συχνά ιδεολογικές δεσμεύσεις, που συνοδεύουν τον ιστορικό στην έρευνά του, ή γίνεται ιδεολογική ερμηνεία και χρήση μιας πηγής. Το πρόβλημα της αντικειμενικότητας των πηγών αφορά και στην ερμηνεία τους, αλλά και στην τοποθέτηση των ερωτημάτων, του
ερευνητή στα οποία καλείται κάθε πηγή να απαντήσει. Κάθε πηγή συνιστά πρόκληση
για τον ερευνητή και δέχεται τα ερωτήματά του. Αυτή, άλλωστε, είναι στην ουσία της
η έρευνα. Το πρόβλημα όμως είναι πως θέτει ο ερευνητής τα ερωτήματά του και τι περιμένει να λάβει από τις πηγές του, κυρίως όταν η αναζήτηση εστιάζεται σε ένα τόσο
εξειδικευμένο αντικείμενο όπως τα πληθυσμιακά δεδομένα. Αν περιμένει δηλαδή
απροκάλυπτα να δεχτεί τη δική τους απάντηση ή βιάζει τις πηγές του να του δώσουν
την απάντηση που αυτός περιμένει. Σημαντικός κίνδυνος σε κάθε προσέγγιση υλικού των πηγών και ερμηνείας τους αποτελεί ο αναχρονισμός. Η ερμηνεία δηλαδή του
παρελθόντος με τις προϋποθέσεις ή και τις προκαταλήψεις του παρόντος. Αντίθετα
η ορθή ερμηνεία απαιτεί τη μετάσταση στο ίδιο το παρελθόν και την ερμηνεία του με
βάση μόνο τις ισχύουσες στο ερευνώμενο παρελθόν προϋποθέσεις. Η συγκεκριμένη
έρευνα μπορεί αξιολογώντας το παρελθόν να γίνεται κατά κάποιο τρόπο και «κριτής»
του. Αυτό όμως σημαίνει όχι έλεγχο του παρελθόντος με βάση τα κριτήρια του παρόντος, όποια και αν είναι αυτά αλλά κατανόηση και ερμηνεία του για τη σύλληψη της
γενετικής σχέσης των γεγονότων και της πορείας του ιστορικού γίγνεσθαι (antiseri,
1986: 35-76).
Η διάκριση των πηγών
Η ζωή της εκκλησίας αποτυπώνεται πρώτα και κύρια στην αυτομαρτυρία της.
Άμεσες πηγές είναι τα αυτούσια κατάλοιπα του παρελθόντος, που εκφράζουν διάφορες όψεις του εκκλησιαστικού γίγνεσθαι, της ζωής της εκκλησίας και της πορείας
της δια μέσου των αιώνων. Πρόκειται για αποτυπώσεις της εκκλησιαστικής ζωής, κείμενα που έγιναν με συγκεκριμένο πρακτικό σκοπό για την κάλυψη των εσωτερικών
της αναγκών, την οικοδομή του πληρώματος ή την οργάνωσή της (π.χ. τα βιβλία της
Καινής Διαθήκης, η εκκλησιαστική αλληλογραφία, βιβλία ενοριών κ.ά.). Στις έμμεσες
112
Χρήστοσ ΔΕσΥΛΛΑσ
πηγές ανήκουν κείμενα που αποβλέπουν στο να περιγράψουν μια εποχή ή περίοδο της
ζωής της εκκλησίας και να δώσουν πληροφορίες για συμβάντα, πρόσωπα ή γεγονότα. Προέρχονται δε από προσωπική πρωτοβουλία. Είναι μαρτυρίες και κρίσεις «τρίτων» για την ιστορική εξέλιξη της εκκλησιαστικής ζωής, συχνά όμως χρησιμοποιούν
και πρωτογενές αρχειακό υλικό από διάφορες ερευνητικές πηγές. Η αξιοπιστία τους
εξαρτάται από τη σχέση των συντακτών τους με τη ζωή της εκκλησίας, τη συμμετοχή
στους σε αυτήν και, συνεπώς, από την προοπτική, που χρησιμοποιούν στη θέαση της
εκκλησίας και της θέσης της στον κόσμο (π.χ. εκκλησιαστική ιστοριογραφία, αντιεκκλησιαστική φιλολογία κ.ά.). πολλές φορές συμβαίνει πηγές Θρησκευτικής προελεύσεως να παρέχουν ονοματολογικές πληροφορίες. Ο τρόπος που χρησιμοποιείται συχνά είναι η ονοματολογική τεχνική που συνίσταται σε συντονισμένη προσπάθεια με
συνδυασμό πληροφοριών που προκύπτουν από γεννήσεις, γάμους, θανάτους για την
δημιουργία καρτελών οικογενειών, αυτή η κατηγορία κατ’ ουσία αποτελεί μια μικρογραφική προσέγγιση. Σε αντίθεση με την κατηγορία αυτή οι ποσοτικές τεχνικές είναι
κατεξοχήν συλλογικές και αφορούν την παρακολούθηση και εκτίμηση πληθυσμιακών
συνόλων (Τομαρά Σιδέρη, 1995: 120-1).
Η προβληματική των εκκλησιαστικών πηγών (topolski, 1983) κατηγοριοποιείται
σε δυο σχηματοποιημένες κατηγορίες που αφορούν αντίστοιχα σφάλματα κάλυψης
και σφάλματα ακριβείας που αφορούν την ακριβή καταχώρηση των στοιχείων (predi
& pedrazzi, 1991). Οι θρησκευτικές καταγραφές αφορούν πληθυσμό που θρησκεύει
και ανήκει σε συγκεκριμένο δόγμα. Δεν αναφέρουν κάτι για όσους ανήκουν σε άλλες θρησκείες, δόγματα ή δεν πιστεύουν σε τίποτε. Σημαντικές για την έρευνα παραμένουν ακόμη οι καταγραφές και οι απογραφές της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας
και των εβραϊκών κοινοτήτων, οι οποίες ήταν πολύ ακριβείς ως αποτέλεσμα της καλής οργάνωσης των κοινοτήτων αυτών. Οι ελλείψεις αυτής της κατηγορίας οι οποίες
εντοπίζονται είναι δύο ειδών: Τυχαίες, δηλαδή, απώλειες που οφείλονται σε τυχαία
γεγονότα. Τα πλέον συνήθη είναι ο θάνατος ενός εφημερίου, η ασθένεια, η ξαφνική απομάκρυνσή του, η μετάθεσή του, παράληψη καταχωρήσεων όταν από αμέλεια
δεν πραγματοποιούνταν αμέσως. Συστηματικές ή σκόπιμες, είναι η μη καταγραφή ή
η κατ’ εξαίρεση καταγραφή για κάποιους λόγους βαπτίσεις, κατοίκους της ενορίας.
Δεν καταχωρούνταν τα νεογέννητα που πέθαιναν λίγο μετά την γέννησή τους. Εντοπίζονται ακόμη σφάλματα στις καταγραφές των ηλικιών (κυρίως αν χρησιμοποιούνταν και για στρατολογική χρήση). Τα σφάλματα αυτού του είδους είναι αδύνατον
να ξεπεραστούν αν υπάρχει μόνο μια πηγή προέλευσης του συγκεκριμένου υλικού.
Αντίθετα σε περιπτώσεις κατά τις οποίες υπάρχει και κάποια άλλη πηγή μπορεί να
υπάρξει διασταύρωση και διόρθωση των στοιχείων (άλλες συμπληρωματικές πηγές
είναι βιβλία ταφών, ενοριακοί κατάλογοι κ.ά. που λειτουργούν συμπληρωματικά το
ένα με το άλλο). Στην δεύτερη αυτή τυπολογία σφαλμάτων, ανήκουν τα σφάλματα
ακριβείας, με πλέον σημαντική παράμετρο σφάλματος την καταχώρηση της ηλικίας
113
ΤΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΤΕΚΜΗΡΙΑ ΩΣ ΠΗΓΕΣ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ
(drake, 1974: 15-39).
Στην ελληνική πραγματικότητα η τήρηση των ληξιαρχικών βιβλίων θεσπίστηκε το
1856 και ο σχετικός νόμος ανέθετε τα ανάλογα καθήκοντα στους δημάρχους, όμως ο
νόμος αυτός δεν εφαρμόστηκε αμέσως. Τη δεκαετία του 1860 εκδόθηκαν επεξηγηματικές εγκύκλιοι που απευθύνονταν στους δημάρχους τους προέτρεπαν να συνεργαστούν στενά με τους κληρικούς και την εκκλησιαστική διοίκηση για την καταγραφή
του πληθυσμού. Αρκετά χρόνια αργότερα ο νόμος 2430/29-6-1920 που αναφερόταν
στην σύνταξη ληξιαρχικών πράξεων επιβεβαιώνει ότι δεν τηρούνταν από τις δημοτικές αρχές. Περίπου μια δεκαετία μετά ο Ν. 5097/1931 επιφέρει τροποποιήσεις στον
προηγούμενο Ν. 4485/1930 και ταυτόχρονα κωδικοποιεί κατά το δυνατόν μεγάλο
μέρος από τις σχετικές διατάξεις. Συνάγεται λοιπόν, έστω και σε γενικές γραμμές, ότι
οι δήμοι και οι κοινότητες διαθέτουν ληξιαρχικά βιβλία μετά από το 1930, ενώ την
προηγούμενη περίοδο θεραπεύουν σε μεγάλο βαθμό στοιχεία που ανήκουν στις εκκλησιαστικές πηγές (Μπουρνόβα, 1995: 15).
Στην Ιταλική χερσόνησο συστηματική αρχή πραγματοποιήθηκε με την ενοποίηση του 1861, οπότε και υπάρχουν στατιστικές πληροφορίες και δεδομένα. Η βασική
πηγή προέλευσης πληροφοριών για την προηγούμενη περίοδο είναι εκκλησιαστικής
φύσεως καταγραφές βαπτίσματος, ταφής, γάμων, ενοριακοί κατάλογοι κ.ά. Τα εκκλησιαστικά τεκμήρια αποτέλεσαν τη βάση μεθοδολογικής επεξεργασίας δημογραφικών
δεδομένων από τους vallia Meurret (1946) και courbet (1960), στα πλαίσια προσπάθειας ανεύρεσης νέων δεσμών μεταξύ αγροτικών κρίσεων και δημογραφικών κρίσεων
(comitato italiano, 1974). Η περιοδολόγησή τους διακρίνεται σε τρεις περιόδους: η
πρώτη περίοδος, αρχίζει από τον 13ο αιώνα και φθάνει ως το (1545)–1563, δηλαδή
ως την σύνοδο του trento. Κύριο χαρακτηριστικό της περιόδου αυτής είναι η μεγάλη
ετερογένεια. Η δεύτερη αρχίζει από το 1563 και φθάνει ως το 1700. Το βασικό χαρακτηριστικό της περιόδου αυτής είναι ο μεγάλος αριθμός από εκκλησιαστικά έγγραφα,
καταγραφές και δεδομένα. Η αρχή της τρίτης περιόδου εντοπίζεται στην Γαλλική κατάκτηση με έτος αναφοράς το 1796 (1700) και εκτείνεται ως το 1850-80 με ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά την ανάπτυξη: πολιτειακών πηγών, εκκλησιαστικών αναφορών, καταγραφών, απογραφών με διασπορά στο χώρο.
Οι καταγραφές πραγματοποιούνται για λόγους οικονομικούς, αμυντικούς και
επισιτιστικούς. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων λαμβάνουν χώρα κατά προτεραιότητα σε αστικά κέντρα και σε δεύτερη φάση στην περιφέρεια και την ύπαιθρο.
Κατά τον 16ο και 17ο αιώνα υπάρχουν ήδη κατάλογοι με αρχηγούς οικογενειών,
πραγματοποιείται δηλαδή καταγραφή οικογενειών και όχι όλων των μελών, κυρίως
όσων φορολογούνται. Στα πλαίσια αυτά συναντώνται δυο σημαντικές αναφορές. Η
πρώτη εκ των αναφορών αυτών αφορά τα κατάστιχα του βασιλείου της Νεαπόλεως
(da Molin, 1979), τα οποία είχαν δημιουργηθεί για οικονομικούς λόγους. Η δεύτερη
το κατάστιχο της Φλωρεντίας του έτους 1427, χρονολογείται στον ύστερο μεσαίωνα,
114
Χρήστοσ ΔΕσΥΛΛΑσ
και είναι το πιο σημαντικό για όλη την ευρωπαϊκή δημογραφική ιστορία εξαιτίας των
δημογραφικών χαρακτηριστικών και κοινωνικοοικονομικών καταγραφών (del panta
& rettaroli, 1994: 41-52).
Στις σημερινές ορθόδοξες ενορίες του ελλαδικού και ευρωπαϊκού χώρου τηρούνται τα βιβλία βαπτίσεων, τα οποία παραπέμπουν μάλιστα σε διερεύνηση ονοματικών
συμπεριφορών, το βιβλίο θανάτων ταφών και το βιβλίο διαφόρων πιστοποιητικών. Οι
ονοματοδοτικές συμπεριφορές που προκύπτουν από τα βιβλία βαπτίσεων αποτελούν
άμεση έκφραση των νοοτροπιών και των ευαισθησιών που χαρακτηρίζουν ένα πληθυσμό ή κάποιες κοινωνικές ομάδες. Τα ονόματα αντιπροσωπεύουν συμβολικό υλικό
φορτισμένο από τη φαντασία. Η επιλογή βαπτιστικού ονόματος εκφράζει ταυτόχρονα
και μια κοινωνική πραγματικότητα στις θρησκευτικές και κοινωνικές της ορίζουσες.
Έτσι κάθε όνομα εγκολπώνεται συγχρόνως ένα σύστημα αναφορών στο κοινό και οικογενειακό ιδίως παρελθόν και στις αντίστοιχες μελλοντικές προσδοκίες. Η ανάλυση
των ονοματοδοτικών δεδομένων από τα εκκλησιαστικά έγγραφα εμφανίζει τριπλό
ενδιαφέρον καθώς περιγράφει το ίδιο το φαινόμενο της ονοματοδοσίας, καταγράφει
δομικά στοιχεία της μακράς διάρκειας (την αναπαραγωγή των ονομάτων διαγενειακά) και εκφράζει μια ειδική ευαισθησία ως προς τις ιδιαιτερότητες της συγκυρίας ή
της περιόδου. Η επεξεργασία των δεδομένων αυτού του είδους γίνεται με στατιστικές
μεθόδους, που όμως δεν περιορίζονται σε αριθμητικά δεδομένα, αλλά καταδεικνύουν
νοοτροπίες, δομές και συμπεριφορές. Τα ονόματα χρησιμοποιούνται ως δείκτες της
γενικότερης επικρατούσας κατάστασης και όχι μόνο των νοοτροπιών, αλλά και άλλων διαστάσεων της δομής και λειτουργίας ενός πληθυσμού ή μιας κοινωνίας, όπως
π.χ. ο βαθμός ευλυγισίας ή ανάκαμψης των κοινωνικών θεσμών και των νοοτροπιών,
η θέση της γυναίκας ή του παιδιού στην κοινωνία (Τομαρά Σιδέρη, 1998: 120-149).
•
•
•
•
•
•
•
Τα στοιχεία των εγγραφών αφορούν:
Βαπτίσεις των οποίων οι σχετικές πράξεις περιέχουν:
Την ημερομηνία, τον τόπο γέννησης και τον τόπο βάπτισης,
το όνομα, την νομιμότητα του παιδιού, το επίθετο,
το όνομα, το επίθετο, τον τόπο γέννησης, τον τόπο διαμονής του πατέρα, την
ηλικία και το επάγγελμά του,
το επίθετο, το όνομα, τον τόπο γέννησης και κατοικίας της μητέρας καθώς και την
ηλικία της
το επίθετο, το όνομα και τον τόπο γέννησης του αναδόχου
το επίθετο, το όνομα, το επάγγελμα και τον τόπο γέννησης των μαρτύρων που
υπογράφουν
όλα τα στοιχεία του κληρικού που τελεί το Μυστήριο του βαπτίσματος.
115
ΤΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΤΕΚΜΗΡΙΑ ΩΣ ΠΗΓΕΣ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ
•
•
•
•
•
•
•
•
•
•
•
Οι καταχωρήσεις των γάμων αναφέρουν:
την ημερομηνία και τον τόπο τέλεσης του γάμου
το επίθετο, το όνομα, την καταγωγή, την ηλικία, τον τόπο γέννησης και κατοικίας
των νεονύμφων
τη σειρά του γάμου (δηλ. αν είναι πρώτος ή επαναληπτικός)
το επίθετο, το όνομα των μαρτύρων, τον τόπο γέννησης και κατοικίας τους, καθώς
και το επάγγελμά τους
τα πλήρη στοιχεία του ιερέα που τέλεσε το μυστήριο
Οι εγγραφές ταφής καταγράφουν:
την ημερομηνία
την αιτία θανάτου
την ημερομηνία της ταφής
τον τόπο ταφής
το επίθετο, το όνομα, την καταγωγή, την ηλικία, τον τόπο γέννησης και κατοικίας
καθώς και το επάγγελμα του αποθανόντος (για περιπτώσεις αβάπτιστων βρεφών
αναφέρονται τα στοιχεία των γονέων και η νομιμότητά του)
το όνομα του κληρικού που πραγματοποιεί την νεκρώσιμη ακολουθία
Σημειώνεται πως εκτός των ανωτέρω δημογραφικές πληροφορίες παρέχονται και
από τα κείμενα της Αγίας Γραφής , από έργα της Εκκλησιαστικής Γραμματείας,
από αγιογραφικά κείμενα, από έργα εκκλησιαστικών ιστορικών, από κατάστιχα
εκκλησιαστικών και ευαγών ιδρυμάτων, από προπαγανδιστικά έργα, από εγκυκλίους και εγκύκλια σημειώματα, από επιστολογραφικές αναφορές και από συνοδικά
έγγραφα.
Μεθοδολογική προσέγγιση και προβλήματα
Ως προς το υλικό και τη μέθοδο οι εκκλησιαστικού χαρακτήρα πηγές αποτελούν
έναν ιδιότυπο κλάδο και αυτό συμβαίνει επειδή η επιλογή του υλικού πραγματοποιείται μέσα από την αναδρομική ιστορική προσέγγιση (Sori, 1975). Δηλαδή υφίσταται
δέσμευση από την ύπαρξη συγκεκριμένων δυνατοτήτων που προκύπτουν ύστερα από
την επεξεργασία του πρωτογενούς υλικού όπως ανευρίσκεται στις εκάστοτε διαθέσιμες και προσπελάσιμες πηγές. Η μεθοδολογία της επεξεργασίας αυτού του είδους
των πηγών γνωρίζει περιορισμούς και πρόσθετα προβλήματα που κατά κανόνα σχετίζονται με την ιδιαιτερότητα και τη σύνθεση του υλικού (Silcock, 1954: 140-7). Η
διεξαγωγή κάθε σχετικής μελέτης και η εφαρμογή των μεθόδων της προϋποθέτει αρχικά τον σαφή καθορισμό του αντικειμένου στο χώρο και τον χρόνο κατά κύριο λόγο,
και δευτερευόντως συγκριτικά με άλλες έρευνες διαφορετικών πηγών (εάν υπάρχουν)
116
Χρήστοσ ΔΕσΥΛΛΑσ
της ίδιας χρονικής περιόδου. Γίνονται λοιπόν αντιληπτές οι δυσκολίες που ανακύπτουν, προκειμένου να καθοριστεί το αντικείμενο, να μετρηθούν (κατά το δυνατόν) οι
αλλαγές (αυξομειώσεις) και να δοθούν πιθανές ερμηνείες σε συνάρτηση με το ευρύτερο πλαίσιο (οικονομικό, κοινωνικό, κ.ά.) στο οποίο εγγράφονται, όταν οι σωζόμενες
και διαθέσιμες πηγές ίσως δεν επαρκούν για να συγκεντρωθούν όλες οι απαραίτητες
πληροφορίες (Spiegelman, 1968: 1-7).
Η αποδελτίωση και ανάλυση πηγών σχετικών με γάμους, βαπτίσεις, θανάτους
απεικονίζει τη φυσική κίνηση του πληθυσμού, παρέχοντας και πρόσθετα στοιχεία σαν
ερεθίσματα για την διερεύνηση άλλων παραμέτρων εξίσου σημαντικών (π.χ. η ηλικία
των γονέων όταν αποκτούσαν το πρώτο τους παιδί, η διάρκεια του γάμου, η ηλικία
των αποθανόντων σε συνάρτηση με το φύλο ή το επάγγελμα ή τον τόπο κατοικίας
κ.ά.) (corsini, 1974). Η ποιότητα και η πληρότητα αυτού του είδους των εγγραφών, η
αξιοπιστία και η διαθεσιμότητα των στοιχείων καθορίζουν τις δυνατότητες, αλλά και
τους κατά κανόνα αναπόφευκτους περιορισμούς κάθε τέτοιου διαβήματος. Κατά συνέπεια οι στατιστικές διακυμάνσεις θεωρούνται λιγότερο ελέγξιμες. Με επεξεργασία
και ανάλυση απογραφικών δεδομένων εξετάζεται η κατάσταση δεδομένων πληθυσμιακών δυναμικών (μιας μονής, ενορίας, επισκοπής, περιφέρειας) σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Μετά την αποδελτίωση των εγγραφών και την ανάλυσή τους εξετάζεται
η κίνηση ενός δεδομένου πληθυσμιακού δυναμικού σε δεδομένη χρονική περίοδο.
Κατά κανόνα η κίνηση αυτή αφορά τη φυσική κίνηση του πληθυσμού (γεννήσεις,
γάμοι, θάνατοι) και ενδεχομένως στο μέτρο που επιτρέπουν οι πηγές, τις πιθανές μεταναστευτικές κινήσεις (Breschi, 1990).
Η μελέτη των εκκλησιαστικών πηγών πραγματοποιείται σε τρία στάδια. Στο πρώτο στάδιο η κύρια ενασχόληση είναι η συλλογή των δεδομένων και πληροφοριών
τόσο από τις αρχειακές πηγές όσο και από την υπάρχουσα συναφή ή συγκριτική βιβλιογραφία. Στο δεύτερο, η στατιστική ανάλυση των δεδομένων και η απεικόνισή τους
σε πίνακες, ενώ στο τρίτο στάδιο, η προσπάθεια ερμηνείας των δεδομένων, σε συνάρτηση πάντα με την χωροχρονική συνάφεια ενταγμένη στην κοινωνική, οικονομική και
πολιτική κατάσταση. Με την εγκάρσια (συγχρονική) μελέτη εξετάζεται η κατάσταση
του πληθυσμού σε μια ορισμένη χρονική στιγμή. Σ’ αυτό τον τύπο μελέτης μας απασχολούν ερωτήματα του είδους: κατανομή κατοίκων ενοριών, επισκοπών κατά φύλο
κ.ά. ή ο αριθμός των γεννήσεων, των γάμων, των θανάτων σε ορισμένη χρονική περίοδο (έτος, διετία, πενταετία, δεκαετία). Στη διαμήκη (διαχρονική) μελέτη εξετάζεται η
εξέλιξη του πληθυσμού σε διαδοχικές χρονικές στιγμές (Hauser et al., 1959: 45-75). Η
μελέτη αυτού του είδους μπορεί να έχει τη μορφή είτε συνεχούς παρακολούθησης σε
μια χρονική περίοδο είτε τη μορφή ασυνεχούς παρακολουθήσεως. Δεδομένου ότι το
συγκεκριμένο είδος πηγών είναι πρωτογενή υλικά των κατάστιχων όπου εγγράφονται
αναλυτικά οι καταχωρήσεις, οι εγκάρσιες μελέτες και η ασυνεχής παρακολούθηση
έχουν το μεγάλο πλεονέκτημα ότι είναι πιο εύκολες ως προς την πραγματοποίησή
117
ΤΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΤΕΚΜΗΡΙΑ ΩΣ ΠΗΓΕΣ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ
τους κυρίως από την άποψη του χρόνου και του κόπου που απαιτείται. Έχουν όμως
το μειονέκτημα ότι θέτουν ορισμένα προβλήματα και δυσκολίες στην επεξεργασία
αξιόπιστων και ευαίσθητων δεικτών που να επιτρέπουν σχετικά έγκυρες συγκρίσεις.
Από την άλλη, οι μέθοδοι συνεχούς παρακολούθησης επιτρέπουν την συναγωγή
πιο έγκυρων και ασφαλών συμπερασμάτων, αλλά η πραγματοποίησή τους είναι πιο
δυσχερής εξαιτίας του μεγάλου όγκου του υλικού που συνήθως συσσωρεύεται για
επεξεργασία και μελέτη (Τομαρά Σιδέρη, 1995: 30-1). Για την επίλυση αυτού του προβλήματος ο ηλεκτρονικός υπολογιστής και οι διάφορες μέθοδοι πολυπαραγοντικής
στατιστικής ανάλυσης αποτελούν βασικά εργαλεία (cox, 1959).
Ειδική, τέλος, κατηγορία διαμήκους παρατηρήσεως είναι η παρακολούθηση της
κοόρτης (Smith et al., 2002: 43-48). Είναι δύσκολη και χρονοβόρα στην πραγματοποίησή της και συνίσταται στη λήψη του συνόλου των ατόμων που διαθέτουν κάποιο κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα ως βίωμα ή γεγονός που τα αφορά (ημερομηνία γάμου
κ.ά.) και τα παρακολουθούμε στην κατοπινή τους ζωή καταγράφοντας όλα όσα από
τα διαθέσιμα δημογραφικά – νοοτροπικά συμβάντα ενδιαφέρουν τη συγκεκριμένη
έρευνα (θάνατοι, γεννήσεις παιδιών, επαγγέλματα, κ.ά.). Η μέθοδος αυτή, της παρακολούθησης μιας κοόρτης βρίσκεται στη βάση της ανασύστασης των οικογενειών,
που είναι το πιο ιδιαίτερο ίσως μεθοδολογικό εργαλείο έρευνας. Οι προϋποθέσεις της
ανασύστασης των οικογενειών – σε αντίθεση με την ιταλική πραγματικότητα- δεν
καλύπτονται στο επίπεδο της ύπαρξης ή της πληρότητας των αρχείων στην ελληνική
πραγματικότητα. Εκτός της διάκρισης εγκάρσιας και διαμήκους μελέτης, καίρια είναι και η διάκριση ανάμεσα σε μικροδημογραφική και μακροδημογραφική ανάλυση
(Τομαρά Σιδέρη, 1998: 35). Στη μικροδημογραφική ανάλυση μελετώνται λεπτομερειακά τα συμβάντα που αφορούν ένα συνήθως περιορισμένο, αριθμό ατόμων (ενορία),
αντίθετα στην μακροδημογραφική ανάλυση, τα φαινόμενα που διερευνώνται είναι
μεγαλύτερης κλίμακας και οι κατηγοριοποιήσεις πιο αδρές (αρχιεπισκοπές, εκκλησιαστικές περιφέρειες) (pressat, 1961).
Η πλειοψηφία των πληθυσμών που μελετώνται από τις εκκλησιαστικές πηγές
είναι οι επονομαζόμενοι πληθυσμοί παλαιού τύπου. Ο όρος αυτός πρέπει να θεωρηθεί βέβαια ως απόλυτα χρηστικός, χωρίς ερμηνευτικές ή αξιολογικές προεκτάσεις
(Schiaino, 1993). Τα βασικά χαρακτηριστικά των πληθυσμών παλαιού τύπου είναι
οι έντονοι ρυθμοί δημογραφικής λειτουργίας, με κύρια έκφραση τα υψηλά ποσοστά
γεννητικότητας και θνησιμότητας και η παρουσία ισχυρών αυτορρυθμιστικών μηχανισμών, που τείνουν να διατηρούν το πληθυσμιακό σύστημα σε μια κατάσταση ομοιοστασίας, της οποίας πιο τυπικές εκφράσεις είναι η σε μεγάλες διάρκειες ομοιόμορφη
πυραμίδα των ηλικιών και η σταθερότητα της σχέσης του αριθμού γεννήσεων προς
τον αριθμό θανάτων (Spiegelman, 1968: 283-292). Η μακρά διάρκεια και η βραδεία
εξέλιξη βεβαίως δεν υποδηλώνουν και την ακύρωση του ιστορικού γίγνεσθαι, οι εκφάνσεις του οποίου καθίστανται σαφείς στη διαχρονική μελέτη με τη μορφή περιοδο-
118
Χρήστοσ ΔΕσΥΛΛΑσ
λογήσεων και τομών. Ένα τρίτο, ουσιώδες χαρακτηριστικό των πληθυσμών παλαιού
τύπου είναι η έντονη απαρτίωση των δημογραφικών στο σύνολο των κοινωνικών φαινομένων (Τομαρά Σιδέρη, 1998: 29 κ.ε.).
Συνεπικουρούσες πρακτικές
Κατά την ανάλυση των εκκλησιαστικών εγγράφων δηλαδή κατά τη διαδικασία της
μικροανάλυσης η οποία συνίσταται στην εξατομικευμένη ανάλυση απαιτείται εφαρμογή των κλασικών μεθόδων της δημογραφίας, επειδή τα δεδομένα αποτελούν κατά
κύριο λόγο αποτέλεσμα εξατομικευμένων τεχνικών, αλλά και η συνεχής αναδρομή σε
δημογραφικά μοντέλα που εξειδικεύονται σε αναλύσεις καταστάσεων στατικές και
δυναμικές. Σε σχέση με τα σύγχρονα εκκλησιαστικά έγγραφα τα παλαιότερα αντιμετωπίζουν ποσοτικά και ποιοτικά προβλήματα. Για να καλυφθούν τα κενά, όταν δεν
υπάρχουν πληροφορίες για την κατάσταση και την κινητικότητα των πληθυσμών, η
μέθοδος που με μεγαλύτερη συχνότητα χρησιμοποιείται για την ανασυγκρότηση των
ελλειπόντων δεδομένων είναι η διασταύρωση πληροφοριών σε εξατομικευμένο επίπεδο με τη χρήση διαφορετικών εκκλησιαστικών πράξεων ή εγγράφων (linkage) (uN,
1967). Στα πλαίσια της μικροανάλυσης που σε μεγάλο βαθμό αποτελεί τεχνική σχετική με την συλλογή, ανάλυση και επεξεργασία εξατομικευμένων δεδομένων, οι παρεχόμενες πληροφορίες είναι λεπτομερείς και σε μεγάλο βαθμό αξιόπιστες (Santini, 1992).
Με την χρήση των linkage δημιουργούνται βάσεις δεδομένων και απαλλάσσουν από
τον κόπο και τον χρόνο που απαιτεί η κατασκευή μοντέλων για να ανατρέξει κάποιος
σε ερευνητικές υποθέσεις (Wolfenden, 1954: 76-88). Τα εκκλησιαστικά τεκμήρια και
κυρίως τα έγγραφα των ενοριών έως τον 19ο αιώνα εμπεριέχουν ανακρίβειες αφού
συντάσσονται με λίγη φροντίδα και η ταυτοποίηση των ατόμων δεν είναι πάντοτε
εύκολη επειδή οι κληρικοί καταχωρούν τα ονόματα συχνά με παρατσούκλια ή πατρώνυμα χωρίς συστηματικό τρόπο ή όπως έχει παρατηρηθεί με διαφορετικό τρόπο κάθε
φορά ακόμη κι αν αναφέρονται στο ίδιο πρόσωπο (Santini, 1992). Με την πάροδο του
χρόνου διαφαίνονται δυσκολίες από την μορφολογία της γλώσσας και τις αλλαγές
της π.χ. μετάβαση στην δημώδη, ή στην αλλαγή των τοπωνυμίων (Lee, 1977: 337-70).
Πολλές φορές συμβαίνει το σύνολο των πληροφοριών που απαιτούνται (ονόματα, ηλικίες, επαγγέλματα κ.ά.) για την δημιουργία ενός linkage να μην υπάρχουν στα
κατάστιχα. Στις περιπτώσεις αυτές η αποκατάσταση πραγματοποιείται με την αξιοποίηση άλλων πηγών είτε εκκλησιαστικού είτε πολιτειακού ή αστικού χαρακτήρα.
Η επεξεργασία των δεδομένων (Keyitz, Beekman, 1984: 93-97) γίνεται είτε με την
πινακοθέτηση, είτε με την χρήση ειδικού λογισμικού το οποίο χρησιμοποιεί αλγόρυθμους (π.χ. cmort, iviv, populous, pas, winfamy κ.ά.). Και στις δυο όμως περιπτώσεις
η τεχνική αυτή παρέχει τη δυνατότητα στον ερευνητή να χρησιμοποιήσει κατά την
119
ΤΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΤΕΚΜΗΡΙΑ ΩΣ ΠΗΓΕΣ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ
επεξεργασία όποιου είδους φόρμες ο ίδιος κρίνει κατάλληλες για την περίπτωση που
εξετάζει (Bogue, 1969: 1-31). Στις εξατομικευμένες ονοματολογικές τεχνικές ανήκουν
η ανασυγκρότηση οικογενειών και οι δημογραφικές και στατιστικές τάσεις που προκύπτουν από την ανασυγκρότηση των οικογενειών και εμπεριέχουν στοιχεία για την
παιδική θνησιμότητα και την νόμιμη γονιμότητα σε σχέση:
• με την ηλικία της γυναίκας
• με την ηλικία κατά την σύναψη του γάμου
• με την διάρκεια του γάμου
• φυσική γονιμότητα
Στις συγκεντρωτικές ποσοτικές σχέσεις, οι οποίες προκύπτουν με την εφαρμογή
ειδικών μοντέλων βασικές μεταβλητές είναι ο υπολογισμός ρυθμών ανάπτυξης, δομική απεικόνιση των ηλικιών και των οικογενειακών καταστάσεων.
•
•
•
•
•
•
•
Για την γεννητικότητα:
Συνθετικοί δείκτες γεννητικότητας με την χρήση σειρών γεννήσεων και γάμων
Τυποποιημένοι δείκτες γεννητικότητας με τη χρήση σειρών γεννήσεων που έχουν
δομική διάρθρωση κατά ηλικία και φύλο
Εξειδικευμένοι δείκτες γεννητικότητας με δεδομένα που βασίζονται σε κατάλληλες υποθέσεις σχετικές με την παιδική θνησιμότητα (0-14 ετών) με την χρήση της
τεχνικής των ιδίων τέκνων own children.
Για την γονιμότητα:
Εκτίμηση της αγαμίας ανδρών και γυναικών με τη χρήση στατιστικών στοιχείων
των αποβιοσάντων με ηλικία, φύλο, και οικογενειακή κατάσταση
Για τη θνησιμότητα:
Κατανομή των νεκρών ανάλογα με την ηλικία, και γενικότερη αντίληψη για την
ηλικιακή δομή του γενικού πληθυσμού.
Εκτίμηση της πιθανότητας θανάτου
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
antiseri d. (1986), introduzione alla metodologia della ricerca, Societa editrice
internazionale, torino.
Barclay G. W. (1958), techniques of population analysis. J.Wiley, N.y.
Benini r. (1901), principii dei demograia, Firenze.
Benjamin B. (1968), demographic analysis, Frederick a. praeger inc., N.y.
Bogue d. J. (1969), principals of demography, J. Willey, N.y.
120
Χρήστοσ ΔΕσΥΛΛΑσ
Boldrini M. (1956), demograia, Milano.
Breschi M. (1980), Storia demograica di una parrocchia della Montagna pistoise.
treppio nel secolo XiX, Firenze.
Breschi M. (1990), «due tecniche di ricostruzione aggregativa, l’ inverse projection
e la black projection», Bolletino di demograia Storica, v. 8.
comitato italiano per lo Studio della demograia Storica, (1974), Le fonti della
demograia Storica in italia. atti del Seminario di demograia Storica, 1971-2, τ. 2,
roma.
corsini c. a. (1974), «Nascite e Matrimoni», comitato italiano per lo Studio della
demograia Storica, Firenze.
cox p. r. (1959), demography, cambridge university press, england.
da Molin G. (1979), La popolazione del regno di Napoli a meta quattrocento,
adriatica, Bari.
del panta L. – rettaroli r. (1994), introduzione alla demograia storica, ed.
Laterza, roma – Bari.
drake M. (1974), Historical demography. problems and projects, M. Keynes the
open university press, Walton Hall.
Hauser p. et al. (1959), «he data and Methods», he Study of population,
university of chicago press, chicago.
Henry L. (1967), Manuel de demographie historique, paris, droz.
Hollingsworth t. H. (1969), Historical demography, ithaca, N.y., cornell
university press.
Keyitz N., Beekman J. (1984), demography hrough problems, Springer verlag,
N.y.
Landry adolphe (1945), traite de demographie, paris.
Lee r. (1977), «Methods and Models for analyzing historical series of births, deaths
and marriages», population patterns in the past. academic press, N.y.
predi d. – pedrazzi G. (1991), i Metodi di stima delle strutture familiari, clueb,
Bologna.
pressat r. (1961), L’ analyse demographique, puF, paris.
pressat r. (1972), demographic analysis: Methods, results, applications, aldine
- atherton, chicago.
Schiaino a. (1993), Scritti di demograia storica, centro editoriale torino,
Firenze.
Silcock H. (1954), «precision in population estimates», populations Studies,
London, 8.
Smith S., tayman J., Swanson d. (2002), State and Local population projections.
Methodology and analysis, Kluwer academic publishers, N.y.
Sori e. (1975), demograia Storica, il Mulino, Bologna.
121
ΤΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΤΕΚΜΗΡΙΑ ΩΣ ΠΗΓΕΣ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ
Spagnoli p. G. (1977), «population history from parish monographs. he problem
of local demographic variations», Journal of interdisciplinary History, 7, 3.
Spiegelman M. (1968), introduction to demography, Harvard university press,
cambridge Mass.
topolski J. (1983), Προβλήματα ιστορίας και ιστορικής μεθοδολογίας, Θεμέλιο,
Αθήνα.
united Nations (1967), Methods of estimating Basic demographic Measures from
incomplete data, Manual iv, Series a, population Studies, N. 42.
Willigan d. – Lynch K. (1982), Sources and Methods of Historical demography,
academic press, N.y.
Wolfenden H. (1954), population Statistics and their compilation, chicago press,
chicago ill.
Κιόχος Π. (2001), Δημογραφία, Σταμούλης, Αθήνα.
Μεταλληνός Γ. (1987), Εγκόλπιο Επιστημονικής Έρευνας, Αρμός, Αθήνα.
Μπουρνόβα Ε. (1995), Ιστορική Δημογραφία και Ιστορία της Καθημερινότητας,
Πλέθρον, Αθήνα.
Τομαρά – Σιδέρη Μ. (1998), Ιστορική Δημογραφία. Από τις δημογραφικές διαδικασίες στις συλλογικές νοοτροπίες και συμπεριφορές, Παπαζήσης, Αθήνα.
122