somptuosité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
somptuosité somptuosités

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

somptuosité (fr) θηλυκό