poulain

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
poulain poulains

poulain (fr) αρσενικό

  1. το πουλάρι
  2. το πουλέν