pinch

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pinch pinches

pinch (en)

  1. το τσίμπημα, η τσιμπιά, η πράξη του να πιέζω ένα μέρος του δέρματος κάποιου μαζί με τα δύο μου δάχτυλα, ειδικά για να τον πληγώσω
    ⮡  He gave her a playful pinch on the cheek.
    Της έδωσε ένα χαϊδευτικό τσίμπημα στο μάγουλο.
    ⮡  He gave him a pinch on his hand and it bruised.
    Tου έδωσε μια τσιμπιά στο μάγουλο/στο χέρι και του το μαύρισε.
  2. η πρέζα, λιγάκι, η μικρή ποσότητα από κάτι που μπορώ να κρατήσω ανάμεσα στο δάχτυλο και τον αντίχειρά μου
    ⮡  a pinch of salt - μια πρέζα αλάτι
    ⮡  The soup still needs a pinch of salt.
    Η σούπα θέλει λιγάκι αλάτι ακόμα.
ενεστώτας pinch
γ΄ ενικό ενεστώτα pinches
αόριστος pinched
παθητική μετοχή pinched
ενεργητική μετοχή pinching

pinch (en)

  1. (μεταβατικό) τσιμπάω, πιέζω κάτι με δυο δάχτυλα
    ⮡  I pinch someone’s cheek/nose.
    Τσιμπάω το μάγουλο/τη μύτη κάποιου.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) σφίγγω, το ρούχο με πονάει γιατί είναι πολύ στενό
    ⮡  This skirt is pinching me around the waist.
    Με σφίγγει αυτή η φούστα στη μέση.
     συνώνυμα: constrict

Παράγωγα

[επεξεργασία]