morning

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
morning mornings

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

morning (en)

  • το πρωί, το πρωινό, πρωινός, το τμήμα της ημέρας, από την ανατολή του ήλιου έως το μεσημέρι
    ⮡  this morning - σήμερα το πρωί
    ⮡  yesterday morning - χτες το πρωί
    ⮡  one morning last week - ένα πρωί την περασμένη εβδομάδα
    ⮡  I will see you in the morning.
    Θα σε δω το πρωί.
    ⮡  When he woke up it was morning.
    Όταν ξύπνησε ήταν πρωί.
    ⮡  In the mornings I go swimming.
    Τα πρωινά πάω για μπάνιο.
    ⮡  I have one morning free.
    Έχω ένα πρωινό ελεύθερο.
    ⮡  morning exercise - πρωινή γυμναστική
    ⮡  the morning papers - οι πρωινές εφημερίδες