invisible

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
invisible < in- + visible

Επίθετο

[επεξεργασία]

invisible (en) (χωρίς παραθετικά)

  • αόρατος
    ⮡  a cleaner which makes glass invisible - καθαριστικό που κάνει τα τζάμια αόρατα

Αντώνυμα

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
invisible < δημώδης λατινική invisibilis

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛ̃ .vi.zibl/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
invisible invisibles

invisible (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]