insecure
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | insecure |
συγκριτικός | more insecure |
υπερθετικός | most insecure |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]insecure (en)
- ανασφαλής
- ⮡ I feel insecure far away from home.
- Αισθάνομαι ανασφαλής μακριά από το σπίτι.
- ⮡ I feel insecure far away from home.
- που δεν είναι σταθερό, σίγουρο
- ⮡ The ladder looks insecure.
- Δεν φαίνεται σίγουρη η σκάλα.
- ⮡ The ladder looks insecure.