insecure

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός insecure
συγκριτικός more insecure
υπερθετικός most insecure

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
insecure < in- + secure

Επίθετο

[επεξεργασία]

insecure (en)

  1. ανασφαλής
    ⮡  I feel insecure far away from home.
    Αισθάνομαι ανασφαλής μακριά από το σπίτι.
  2. που δεν είναι σταθερό, σίγουρο
    ⮡  The ladder looks insecure.
    Δεν φαίνεται σίγουρη η σκάλα.

Σύνθετα

[επεξεργασία]