eye
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
eye | eyes |
eye (en)
- (ανθρώπινο σώμα) το μάτι
- το φύτρο, ο φυτικός οφθαλμός
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | eye |
γ΄ ενικό ενεστώτα | eyes |
αόριστος | eyed |
παθητική μετοχή | eyed |
ενεργητική μετοχή | eying, eyeing |
eye (en)
- κοιτάζω
- ⮡ I eye somebody with suspicion/curiosity/jealousy.
- Κοιτάζω κάποιον με υποψία/περιέργεια/ζήλεια.
- ⮡ I eye somebody with suspicion/curiosity/jealousy.
Ομώνυμα / Ομόηχα
[επεξεργασία]- aye (αρχαιοπρεπές: ναι)
Πηγές
[επεξεργασία]- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 457-458. ISBN 9780194325684., λήμμα: κοιτάζω