bustle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

bustle (en)

  1. κινούμαι βιαστικά
  2. απασχολούμαι διαρκώς, βρίσκομαι σε συνεχή κίνηση

Συγγενικά

[επεξεργασία]