roll out
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
ενεστώτας | roll out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | rolls out |
αόριστος | rolled out |
παθητική μετοχή | rolled out |
ενεργητική μετοχή | rolling out |
Ετυμολογία
Ρήμα
roll out (en)
- απλώνω, ανοίγω, κάνω κάτι επίπεδο πιέζοντάς το
- ⮡ Roll out the rug for us to see.
- Άπλωσέ μας το χαλί να το δούμε.
- ⮡ Knead the dough well and roll it out into thick sheets.
- Ζυμώνετε καλά τη ζύμη και την ανοίγετε σε χοντρά φύλλα.
- ⮡ Roll out the rug for us to see.