rate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
ενικός | πληθυντικός |
rate | rates |
rate (en)
- η αναλογία, το ποσοστό, ο ρυθμός ανάπτυξης, παραγωγής ή γενικά μεταβολής
- ⮡ the annual growth rate of the population - ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του πληθυσμού
- η ταρίφα
- η καθορισμένη τιμή
- ο συντελεστής
- ⮡ The cost will be calculated with a fixed rate of 10%.
- Το κόστος θα υπολογίζεται με σταθερό συντελεστή 10%.
- ⮡ The cost will be calculated with a fixed rate of 10%.
- η αποτίμηση
- το επιτόκιο
Εκφράσεις
- at any rate: πάση θυσία, όπως και να έχει, πρέπει οπωσδήποτε με οποιοδήποτε κόστος
Σύνθετα
Πολυλεκτικοί όροι
Ρήμα
ενεστώτας | rate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | rates |
αόριστος | rated |
παθητική μετοχή | rated |
ενεργητική μετοχή | rating |
rate (en)
- υπολογίζω, αποτιμώ, καθορίζω αξία/βαθμό, εκτιμώ
- κατατάσσω και κατατάσσομαι, κρίνομαι, αξιολογούμαι
Πηγές
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 274-275. ISBN 9780194325684., λήμμα: εκτιμώ
Γαλλικά (fr)
Ουσιαστικό
ενικός | πληθυντικός |
rate | rates |
rate (fr) θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) ποντικίνα, το θηλυκό του ποντικού
Ουσιαστικό
ενικός | πληθυντικός |
rate | rates |
rate (fr) θηλυκό
Ρηματικός τύπος
rate (fr)
- → δείτε τη λέξη rater