living
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
Επίθετο
living (en) (χωρίς παραθετικά)
- ζωντανός
- ⮡ living proof - ζωντανή απόδειξη
Ουσιαστικό
ενικός | πληθυντικός |
living | livings |
living (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- (μη μετρήσιμο) ο τρόπος ζωής
- ⮡ the standard of living - το επίπεδο ζωής
- (μετρήσιμο, συνήθως στον ενικό) η ζωή, τα προς το ζην, τα υλικά μέσα που χρειάζεται κάποιος για να ζήσει
- ⮡ He makes his living by hard work and sweat.
- Kερδίζει τη ζωή του με κόπο και ιδρώτα.
- ≈ συνώνυμα: livelihood
- ⮡ He makes his living by hard work and sweat.
- (μη μετρήσιμο) ο ζωντανός
- ⮡ The dead live in the hearts of the living.
- Οι νεκροί ζούμε στις καρδιές των ζωντανών.
- ⮡ The dead live in the hearts of the living.
Πολυλεκτικοί όροι
Ρηματικός τύπος
living (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του live
Πηγές
- living (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 357, 358. ISBN 9780194325684., λήμμα: ζωή, ζωντανός