end

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɛnd/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
end ends

end (en)

  1. το τέλος
    ⮡  at the end of April - στο τέλος του Απριλίου
     συνώνυμα:  ending και finish
  2. η άκρη, το άκρο, το τμήμα ενός αντικειμένου ή ενός τόπου που είναι πιο μακριά από το κέντρο του
    ⮡  the end of a road/the train - η άρκη ενός δρόμου/του τρένου
    ⮡  The rope has two ends.
    Το σχοινί έχει δυο άκρες.
    ⮡  the west end of town - το δυτικό άκρο της πόλης
    ⮡  The laboratory is at the far end of this corridor.
    Το εργαστήριο είναι στο βάθος αυτού του διαδρόμου.

Πολυλεκτικοί όροι

Εκφράσεις

Ρήμα

ενεστώτας end
γ΄ ενικό ενεστώτα ends
αόριστος ended
παθητική μετοχή ended
ενεργητική μετοχή ending

end (en)

Παράγωγα

Πηγές