Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 15:15, 9 Δεκεμβρίου 2021 από τον Llevantine (συζήτηση | συνεισφορές) (Ουσιαστικό)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
dés

(fr) αρσενικό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αρσενικό

→ δείτε τη λέξη deu